Θέλουμε μουσεία πολιτισμού ή κερδοφόρες ταμιακές μηχανές; Θέλουμε να τα διοικούν αρχαιολόγοι έμπειροι και επιστημονικά καταρτισμένοι ή μάνατζερ; Πρόκειται για ερωτήματα που θέτουν 27 αρχαιολόγοι, καθηγητές πανεπιστημίου και στελέχη της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας με κείμενό τους, στο οποίο υπερασπίζονται το Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο. Ο λόγος; Η επίθεση, την οποία δέχεται, όπως θεωρούν οι υπογράφοντες, τον τελευταίο καιρό, το μεγαλύτερο και σημαντικότερο μουσείο της χώρας.
«Προκαλεί πραγματικά αλγεινή εντύπωση η ομολογία, ότι τα μουσεία τα χρειαζόμαστε μόνο για να φέρνουν χρήματα στον κρατικό κορβανά και ότι οι αρχαιολόγοι των μουσείων πρέπει να σκέφτονται και να ενεργούν όπως οι καλοί οικονομικοί υπάλληλοι των επιχειρήσεων. Οι αρχαιολόγοι που υπογράφουμε αυτό το κείμενο θέλουμε τα μουσεία μας να έχουν άλλους, υψηλότερους, στόχους. Και αυτούς τους στόχους το Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο και το επιστημονικό προσωπικό του, τους υπηρέτησαν, παρ’ όλες τις αντιξοότητες που υπήρξαν και υπάρχουν, κατά τον καλύτερο τρόπο», αναφέρουν οι επιστήμονες στο κείμενο με τίτλο «Η αλήθεια για το Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο».
Οι ίδιοι μάλιστα θεωρούν, ότι το Εθνικό Αρχαιολογικό βάλλεται συστηματικά από μερίδα του Τύπου αλλά και από ορισμένους αρχαιολόγους, «με στόχο να απαξιωθεί τόσο, ώστε να διευκολυνθεί ο ερχομός ενός «Μεσσία» που θα το σώσει, ενός ικανού μάνατζερ δηλαδή από το εξωτερικό που θα το κάμει και αυτό επιτέλους μια κερδοφόρα ταμειακή μηχανή, όπως το προβαλλόμενο ως πρότυπο Νέο Μουσείο Ακροπόλεως. Αλλά οι μάνατζερ στήνουν και διευθύνουν εμπορικά καταστήματα, όχι πνευματικά ιδρύματα», σημειώνεται στο κείμενο.
Η αναδιοργάνωση του Εθνικού Αρχαιολογικού με την επανέκθεση των πολύτιμων θησαυρών του σε 64 αίθουσες με τη σωστή μουσειακή αντίληψη, η παρουσίαση για πρώτη φορά συλλογών που βρίσκονταν στις αποθήκες (πήλινων ειδωλίων, κοσμημάτων, γυάλινων αγγείων και κυπριακών αρχαιοτήτων), οι ειδικές περιοδικές εκθέσεις με συνοδευτικούς καταλόγους, τα εκπαιδευτικά προγράμματα για μαθητές και ενήλικες συνιστούν το βασικό επιχείρημα της μοναδικότητας αυτού του μουσείου, όπως υπενθυμίζεται από τους υπογράφοντες.
Παράλληλα τονίζεται το επιστημονικό έργο με την ολοκλήρωση του πρώτου τόμου του καταλόγου των γλυπτών του μουσείου (περιλαμβάνει 410 αρχαϊκά γλυπτά από την έκθεση και τις αποθήκες) ενώ στο στάδιο της προετοιμασίας βρίσκονται δύο άλλοι τόμοι για τα αναθηματικά ανάγλυφα και ένας για τα ρωμαϊκά αυτοκρατορικά πορτραίτα, επίσης προχωρούν οι δημοσιεύσεις αγγείων, αιγυπτιακών αρχαιοτήτων και κοσμημάτων ενώ σημειώνεται και η έκδοση του ενημερωτικού περιοδικού «Μουσείον».
Την απαράδεκτη κατάσταση που επικρατεί στον πεζόδρομο της Τοσίτσα, όπου βρίσκεται η δεύτερη είσοδος του μουσείου αλλά και η μία και μοναδική του Επιγραφικού, όπου ως γνωστόν γίνεται διακίνηση και χρήση ναρκωτικών θέτουν εξάλλου οι αρχαιολόγοι ζητώντας την αποκατάσταση της ηρεμίας και ασφάλειας στον χώρο. Όπως καταγγέλλουν, «είναι προκλητικό το κράτος να διαθέτει μια διμοιρία της αστυνομίας για τη φύλαξη του υπουργείου Πολιτισμού στην οδό Μπουμπουλίνας και να αδιαφορεί για την κιβωτό του ελληνικού πολιτισμού, που βρίσκεται από την άλλη μεριά του δρόμου».
Τέλος, θίγεται το οικονομικό πρόβλημα λόγω της ανεπαρκούς χρηματοδότησης του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου από το ΥΠΠΟ: «Είναι απορίας άξιον σήμερα, που δεν υπάρχουν χρήματα, να χρηματοδοτούνται από το υπουργείο Πολιτισμού με σημαντικά ποσά ιδιωτικά μουσεία της Αθήνας και το Μουσείο της Ακρόπολης, τα οποία έχουν τη δυνατότητα να βρουν χρήματα από άλλες πηγές, ενώ το Εθνικό να στερείται ακόμα και τα απολύτως απαραίτητα. Μεγάλη είναι και η έλλειψη φυλακτικού προσωπικού. Φταίει το προσωπικό του μουσείου που κλείνουν αίθουσες, όταν δεν υπάρχουν φύλακες;»
Το κείμενο υπογράφουν οι:
Βαλαβάνης Πάνος, καθηγητής Αρχαιολογίας Πανεπιστημίου Αθηνών, Βικέλα Ευγ., καθηγήτρια Αρχαιολογίας Ιονίου Πανεπιστημίου, Βουτυράς Εμμ., καθηγητής Αρχαιολογίας Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, Δαμάσκος Δ., επ. καθηγητής Αρχαιολογίας Πανεπιστημίου Ιωαννίνων, Δεσπίνης Γ., ομ. καθηγητής Αρχαιολογίας Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, Δεσποίνη Αικ., τ. έφορος Αρχαιοτήτων, Καράγιωργα Θεοδώρα, επίτιμη Έφορος Αρχαιοτήτων, Καραναστάση Π., καθηγήτρια Αρχαιολογίας Πανεπιστημίου Κρήτης, Κατσικούδης Ν., επ. καθηγητής Αρχαιολογίας Πανεπιστημίου Ιωαννίνων, Κοκκορού Αλευρά Γ., καθηγήτρια Αρχαιολογίας Πανεπιστημίου Αθηνών, Λεμπέση Α. επίτ. έφορος Αρχαιοτήτων, Μαραγκού Λίλα, ομότ. καθηγήτρια Αρχαιολογίας Πανεπιστημίου Ιωαννίνων, Μουστάκα Α., καθηγήτρια Αρχαιολογίας Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, Παλαγγιά Όλγα, καθηγήτρια Αρχαιολογίας Πανεπιστημίου Αθηνών, Παπαποστόλου Ι., ομ. καθηγητής Αρχαιολογίας Πανεπιστημίου Ιωαννίνων, Παππά Β., επ. καθηγήτρια Αρχαιολογίας Πανεπιστημίου Ιωαννίνων, Πετράκος Β., ακαδημαϊκός, Πετρόχειλος Ι., αν. καθηγητής Αρχαιολογίας Πανεπιστημίου Ιωαννίνων, Πλάντζος Δ., επίκουρος καθηγητής Αρχαιολογίας Πανεπιστημίου Ιωαννίνων, Ρωμιοπούλου Αικ., επ. έφορος Αρχαιοτήτων, Σμπόνιας Κ., επίκουρος καθηγητής Προϊστορικής Αρχαιολογίας Ιονίου Πανεπιστημίου, Στεφανίδου Τιβερίου Θ., καθηγήτρια Αρχαιολογίας Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, Τιβέριος Μ., καθηγητής Αρχαιολογίας Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, Τουλούπα Έβη, επ. έφορος Αρχαιοτήτων, Τριάντη Ισμήνη, ομ. καθηγήτρια Αρχαιολογίας Πανεπιστημίου Ιωαννίνων, Χανιώτης Άγγελος, καθηγητής Αρχαίας Ιστορίας Πανεπιστημίου Πρίνστον ΗΠΑ, Walter-Καρύδη Ε., ομ. καθηγήτρια Αρχαιολογίας Πανεπιστημίου Saarbrόcken.