Η ανασκαφική ανακάλυψη της αρχαίας Αρκαδίας στο Ίνι του δήμου Μινώα Πεδιάδας παρουσιάστηκε χθες στη Βουλγαρία στο 22ο διεθνές συνέδριο Βυζαντινών Σπουδών στο οποίο συμμετείχαν περισσότεροι από χίλιοι επιστήμονες-ερευνητές. Η παρουσίαση, που προκάλεσε το ένθερμο επιστημονικό ενδιαφέρον, έγινε από τον υπεύθυνο της ανασκαφής δρα αρχαιολόγο Αντώνη Βασιλάκη και τον αρχαιολόγο Περίανδρο Επιτροπάκη.
Πρόκειται για την ανακάλυψη της πρωτοβυζαντινής Επισκοπικής Βασιλικής μήκους 32 μ. και πλάτους 18 μ. σε αγροτική περιοχή του Ινίου, στην οποία μάλιστα πριν από δυο χρόνια και μετά από 1.200 χρόνια από την ύπαρξή της, τελέστηκε και πάλι Θεία Λειτουργία από ιερείς με εκκλησίασμα αρχαιολόγους, φορείς και κατοίκους της περιοχής.
Μάλιστα στο συνέδριο ήταν η μοναδική αρχαιολογική παρουσίαση-ανακοίνωση από ολόκληρη την Κρήτη, ενώ στο ίδιο συνέδριο υπήρξαν ανακοινώσεις αρχαιολογικών ανασκαφών από την υπόλοιπη Ελλάδα και χώρες του εξωτερικού.
Συγκεκριμένα σε συνοπτικό τους έγγραφο για την ανακάλυψη-παρουσίαση στο 22ο διεθνές συνέδριο που πραγματοποιήθηκε στη Σόφια της Βουλγαρίας από 21 έως 28 Αυγούστου οι κ.κ. Βασιλάκης και Επιτροπάκης, αναφέρουν:
Αρκαδία: Μια πρωτοβυζαντινή πόλη στην κεντρική Κρήτη
«Τo 2001 ανακαλύφθηκε στη θέση Ελληνικά στο χωριό Ίνι του πρώην δήμου Αρκαλοχωρίου νομού Ηρακλείου Κρήτης (σήμερα στο δήμο Μινώας Πεδιάδας) η πρωτοβυζαντινή επισκοπική βασιλική της Αρκαδίας. Τα έτη 2001 και 2002 ανασκάφηκε, λόγω περιορισμένου χρόνου και χρημάτων, μόνο το ανατολικό τμήμα.
Η ανακάλυψη αυτή προσθέτει σημαντικά στοιχεία στη γνώση μας για την υστερορωμαϊκή και την πρωτοβυζαντινή Κρήτη. Μέχρι σήμερα οι μελέτες για την πρωτοβυζαντινή Κρήτη περιορίζονται κυρίως στη μελέτη της πρωτεύουσας Γόρτυνας. Τώρα δίνεται η ευκαιρία να μελετηθεί η ιστορία της κρητικής ενδοχώρας την κρίσιμη αυτή ιστορική περίοδο.
Η ανακάλυψη μιας ελληνιστικής επιγραφής, εντοιχισμένης στον εσωτερικό τοίχο της κόγχης του ιερού, που αναφέρει το όνομα της πόλης οδηγεί σε οριστική τακτοποίηση της ταύτισης των ερειπίων στο χωριό Ίνι με την αρχαία Αρκαδία, για την ταύτιση της οποίας υπήρχαν αμφιβολίες, αν και το μέγεθος και η έκταση των ερειπίων είναι εντυπωσιακά (βασιλική, μεγάλο υδραγωγείο, ερείπια λουτρού, ερείπια κρήνης). Εποχές ακμής ήταν η ελληνορωμαϊκή και η πρωτοβυζαντινή.
Ένας πάπυρος του 3ου αιώνα μ.Χ. στη Λαυρεντιανή Βιβλιοθήκη της Φλωρεντίας αποτελεί σημαντική γραπτή φιλολογική πηγή, με σημαντικές πληροφορίες για την οργάνωση της πρωτοχριστιανικής κοινότητας της Αρκαδίας, αφού αναφέρει τα ονόματα ενός επισκόπου (Ιωάννη) και ενός διακόνου (Στέφανος)
Με δοκιμαστικές τομές εξακριβώθηκαν τα όρια και οι διαστάσεις του οικοδομήματος (μήκος 32 μ., πλάτος 18 μ.). Ήταν τρίκλιτη, με τοίχους και πεσσούς που χωρίζουν τα κλίτη, με ημικυκλική αψίδα και πάτωμα από τετράγωνες λίθινες και κεραμικές πλάκες. Αποκαλύφθηκε το ιερό βήμα, ο σολέας, η βάση του κιβωρίου της τράπεζας και μαρμάρινα θραυσμένα θωράκια του φράγματος του πρεσβυτερίου, κοσμημένα με ανάγλυφους σταυρούς. Συλλέχτηκαν τμήματα μαρμάρινων κιονίσκων, πώρινος αμφικίονας, μαρμάρινα και πώρινα κιονόκρανα και βάσεις κιόνων, αρχαίες επιγραφές σε δεύτερη χρήση και άλλα αρχιτεκτονικά μέλη. Νότια από τη βάση της Τράπεζας σε επαφή με το θεμέλιο του τοίχου βρέθηκε ορθογώνιος πλινθόκτιστος τάφος με ακτέριστη ταφή».