Στον δροσερό κήπο του Νομισματικού Μουσείου, κάτω από τις πολύχρονες ελιές η παρέα συζητά μεταξύ φρέντο και λεμονάδας τις επιπτώσεις της οικονομικής κρίσης στην καθημερινότητά μας.
Δεν ξέρουμε εάν νιώθουν περισσότερο ήρεμοι ή αγχωμένοι, μαθαίνοντας, μετά την περιήγησή τους στο μουσείο, πως δεν είναι οι μόνοι σε αυτή την… Ιστορία. Ακριβώς γιατί υφέσεις, χρεοκοπίες, πληθωρισμοί, υποτιμήσεις και άλλα φαινόμενα που οδήγησαν σε καταστροφή πόλεις, κράτη ακόμα και ολόκληρες αυτοκρατορίες υπήρχαν από τότε που ο άνθρωπος επινόησε το χρήμα…
Τέτοιου είδους ενδιαφέρουσες όσο και επίκαιρες πληροφορίες περιλαμβάνει η ξενάγηση με τίτλο «Νομίσματα σε εποχές κρίσης ή ευημερίας» που επαναλαμβάνεται στις 6 Σεπτεμβρίου στο μουσείο της οδού Πανεπιστημίου 12.
«Οι κουκουβάγιες του Νομισματικού Μουσείου. Το νόμισμα της αρχαίας Αθήνας» είναι το θέμα μιας ακόμα ξενάγησης που οργανώνεται μεθαύριο και μας μεταφέρει σε μια εποχή όπου η δραχμή ήταν ισχυρό νόμισμα. Θα διαπιστώσετε επίσης πως η κουκουβάγια, σύμβολο της Αθήνας απεικονίζεται και στις δραχμές του 5ου αιώνα π.Χ. και στο σημερινό ευρώ.
Πάντως όποιο θέμα κι αν επιλέξετε, είναι μια ευκαιρία να επισκεφτείτε το περίφημο Ιλίου Μέλαθρον, το αρχιτεκτονικό κόσμημα του Ερνέστου Τσίλερ που υπήρξε κατοικία του Ερρίκου Σλίμαν — με τις διακοσμημένες οροφές και τις περίτεχνες τοιχογραφίες, που στο τέλος του 19ου αιώνα αποτέλεσε σημείο αναφοράς της πρωτεύουσας.
Κάνοντας μια περιήγηση στο Νομισματικό Μουσείο με τη βοήθεια της μουσειολόγου Τ. Φουρτούνη (μαζί με την κ. Μ. Φουντούλη έχουν την ευθύνη των θεματικών ξεναγήσεων, κάθε Τρίτη, τηλ. κρατήσεων: 210 3643774) ανακαλύψαμε πολλές αντιστοιχίες του χθες με το σήμερα.
Και στο παρελθόν κυκλοφορούσαν «σκληρά» νομίσματα, υπερτοπικής εμβέλειας. Οι παράγοντες που καθιστούσαν ένα νόμισμα «διεθνές» ήταν η γεωπολιτική επέκταση, η εμπορική κυριαρχία και η οικονομική ευρωστία της πόλης ή του κράτους που το εξέδιδε, ο κρατικός έλεγχος στην κοπή και τη διακίνησή του, η επάρκεια μετάλλου και η οργανωμένη εξόρυξη μεταλλεύματος.
Και η Αθήνα ευτύχησε να έχει κάποτε σκληρό νόμισμα, το τετράδραχμο, από τα τέλη του 6ου αιώνα έως τον 1ο αι. π.Χ., ενώ εξίσου ισχυρά ήταν για την εποχή τους ο δαρεικός της περσικής αυτοκρατορίας, το τετράδραχμο του Μεγάλου Αλεξάνδρου, το δηνάριο της Ρώμης, το ντιρχάμ του αραβικού κόσμου, το δουκάτο της Ενετικής Δημοκρατίας, το τάληρο της Αυστρουγγρικής Αυτοκρατορίας…
Ενώ σήμερα το νόμισμα έχει συμβολική αξία, σε άλλους καιρούς υπήρχε αντιστοίχηση στην αξία του και στο βάρος του μετάλλου. Ειδικότερα η Αθήνα εκμεταλλεύτηκε τα αργυροφόρα κοιτάσματα των μεταλλίων του Λαυρίου για να προωθήσει τη νομισματική της παραγωγή. Τα αργυρά αθηναϊκά τετράδραχμα κυκλοφόρησαν ευρύτερα στον κλασικό κόσμο και γνώρισαν μεγάλη αποδοχή, από την Αίγυπτο και τη Σικελία μέχρι τη Βακτρία και τη Βαβυλωνία. Μάλιστα, οι ανταγωνιστές, ιδίως από τον χώρο της Ανατολής, προχώρησαν σε απομιμήσεις τον 4ο αι. π.Χ.
Από τα πιο σπάνια εκθέματα είναι το αθηναϊκό δεκάδραχμο. Ένα βαρύ νόμισμα που ζύγιζε περίπου 43 γραμμάρια και ισοδυναμούσε με 10 αθηναϊκές δραχμές. Ξεχωρίζει γιατί στην πίσω πλευρά του η κουκουβάγια εικονίζεται μετωπική, με ανοιγμένα τα φτερά της, και πιθανότητα εκδόθηκε έπειτα από τη μεγάλη νίκη του Κίμωνα στον Ευρυμέδοντα ποταμό το 466 π.Χ.
Στις προθήκες αστράφτουν τα ολόχρυσα βυζαντινά νομίσματα των 24 καρατίων που είχαν κόψει μεταξύ άλλων ο Ιουστίνος Α′, ο Κωνσταντίνος Ε′, ο Νικηφόρος Α′. Ήταν η εποχή όπου η βυζαντινή αυτοκρατορία κυριαρχούσε στη διεθνή χρηματαγορά των Μέσων Χρόνων, σε Ευρώπη, Ασία, και Βόρεια Αφρική, όταν όμως εισέρχεται σε κρίση η περιεκτικότητά τους σε χρυσό μειώνεται σταδιακά στα 14 καράτια. Με την υποτίμησή τους τα βυζαντινά νομίσματα χάνουν την αξιοπιστία τους και παρακάμπτονται από τα φερέγγυα και ανταγωνιστικά νομίσματα των ιταλικών ναυτικών δημοκρατιών.
Σε περασμένους αιώνες η ύφεση προερχόταν κυρίως από τους εδαφικούς πολέμους. Εκστρατείες, πολιορκίες, πολιτικές αναταραχές έφεραν σε αδιέξοδο τα οικονομικά των αρχαίων. Απόδειξη ο θησαυρός που βρέθηκε στον Πειραιά το 1902 και αποτελείται από υπόχαλκα τετράδραχμα και δραχμές, τα περίφημα «πονηρά χαλκία», που αναφέρει ο Αριστοφάνης. Η φιλόλογος, μουσειολόγος Τ. Φουρτούνη μας περιγράφει πώς εκδόθηκαν σε μια κρίσιμη καμπή: «Μετά την αποτυχία της Σικελικής Εκστρατείας το 413 π.Χ. η Αθήνα βρέθηκε σε δύσκολη θέση. Οι αποστασίες πολλών συμμάχων και η συνακόλουθη κατάργηση του συμμαχικού φόρου περιορίζουν τα έσοδά της. Παράλληλα, η αυτομόληση των δούλων των μεταλλείων του Λαυρίου στο στρατόπεδο των Λακεδαιμονίων στη Δεκέλεια συρρικνώνει τα αποθέματα σε άργυρο. Έτσι το 407 η Αθήνα αναγκάστηκε να κόψει χρυσά νομίσματα και ένα χρόνο αργότερα τέθηκαν σε κυκλοφορία υπόχαλκα, δηλαδή κέρματα με αργυρό περίβλημα και χάλκινο πυρήνα».
Σε άλλη περίσταση πάλι, γύρω στο 295 π.Χ. ο τύραννος Λαχάρης αναγκάστηκε μέσα στην πολιορκημένη Αθήνα να απογυμνώσει το χρυσελεφάντινο άγαλμα της θεάς και έκοψε χρυσά νομίσματα για την πληρωμή των μισθοφόρων.
Διαχρονικά, όπως φαίνεται, είναι και τα φαινόμενα του πληθωρισμού, της υποτίμησης και υπερβάλλουσας ρευστότητας, τηρουμένων των αναλογιών. Την απαξίωση, τη μείωση δηλαδή της περιεκτικότητας σε πολύτιμο μέταλλο, δείχνουν δύο νομίσματα: το Αντωνινιανό του Καρακάλλα (211-217 μ.Χ.) περιείχε άργυρο σε ποσότητα 52%, ενώ περίπου 50 χρόνια αργότερα, επί Κλαυδίου Β′ Γοτθικού, η περιεκτικότητα ήταν κάτω από 3%.
Στην ίδια προθήκη βλέπουμε πληθωριστικό χαρτονόμισμα της περιόδου της γερμανικής κατοχής των 2.000 εκατομμυρίων δραχμών. Δίπλα υπάρχουν δημοσιεύματα από την υποτίμηση της δραχμής το 1953, οπότε η ισοτιμία της προς το δολάριο έγινε 30 προς 1 και απελευθερώθηκαν οι εξαγωγές. Τα μέτρα αυτά όμως επιτάχυναν την ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας.
Η αρχαιολατρία του 19ου αιώνα δημιούργησε και το φαινόμενο της κιβδηλείας, δηλαδή την απομίμηση αρχαίων νομισμάτων. Εκτίθενται μεταξύ άλλων ένα ζεύγος σφραγίδων των αρχών του 20ού αιώνα που χρησιμοποιήθηκε για την παραγωγή κίβδηλων δεκαδράχμων των Συρακουσών. Αντιπαρατίθενται επίσης ένα κίβδηλο ρωσικό ρούβλι του 1824 και ένα αυθεντικό του 1822 όπου είναι εμφανείς οι διαφορές στη λεπτομέρεια των αριθμών και των συμβόλων.
Πάντως, η παραχάραξη ανέκαθεν ήταν αδίκημα. Απόδειξη ο Νόμος Νικοφώντος, ένα ψήφισμα λίγο μετά την ίδρυση της Β′ Αθηναϊκής Συμμαχίας που προσδιορίζει τα νομίσματα που επιτρέπονταν να κυκλοφορούν. Λαμβάνεται επίσης μέριμνα για τις απομιμήσεις αθηναϊκών τετραδράχμων, ενώ αναφέρεται η κατάσχεση των κίβδηλων νομισμάτων και οι ποινές για τους παραβάτες του νόμου.
Ποια ήταν όμως τότε τα ημερομίσθια και πώς γέμιζε το καλάθι της νοικοκυράς; Στα τέλη του 5ου αι. π.Χ. ένας ξυλουργός ή λιθοτεχνίτης έπαιρνε ημερομίσθιο για εργασία στο Ερέχθειο μία αργυρή δραχμή. Την ίδια εποχή το ημερομίσθιο ενός στρατιώτη ή ναύτη έφτανε και τους έξι οβολούς που ισούνταν με μια δραχμή. Ένας εργάτης οικοδομής στην Ελευσία το 329 π.Χ. αμείβονταν με 1 δραχμή και 3 οβολούς.
Ένας αττικός μέδιμνος σιταριού (40,38 κιλά) κόστιζε 10 δραχμές. Για το παστό ψάρι οι Αθηναίοι έδιναν τον 4ο αι. π.Χ. 2 οβολούς, για την κοιλιά τόνου και το χοιρινό ποδαράκι 1 δραχμή. Όσο για το κρασί 1 χους (3,12 λίτρα) κόστιζε 10 οβολούς.