Ένας σημαντικότατος αρχαιολογικός χώρος. Μια ανασκαφή στην οποία συμβάλλουν δύο πανεπιστήμια και όπου από το 1998 έρχονται στο φως πολυάριθμα σημαντικά ευρήματα. Όλα καλά μέχρι εδώ. Τι γίνεται όμως όταν όλη η δραστηριότητα είναι παράνομη; Γιατί εδώ δεν πρόκειται για έναν οποιονδήποτε χώρο, σε μια οποιαδήποτε περιοχή και για δύο οποιαδήποτε πανεπιστήμια. Ο λόγος για την Σαλαμίνα της Κύπρου, την αρχαία πόλη με το λαμπερό παρελθόν και το μαρτυρικό παρόν, σήμερα στα εδάφη τα παράνομα κατεχόμενα από τους Τούρκους. Όσο για τα δύο πανεπιστήμια, το ένα είναι το τουρκικό Πανεπιστήμιο της Άγκυρας, ενώ το άλλο είναι το Πανεπιστήμιο Ανατολικής Μεσογείου, εκπαιδευτικό ίδρυμα του τουρκοκυπριακού ψευδοκράτους. Τα ευρήματα ίσως είναι σημαντικά, η κίνηση όμως παραβιάζει κατά συρροή τις διεθνείς συνθήκες και συμβάσεις.
Για τα παραπάνω έκανε λόγο σε πρόσφατο δημοσίευμά της με τίτλο «Ανασκάπτεται πυρετωδώς η Σαλαμίνα -Νέα σημαντικά ευρήματα από τις παράνομες ανασκαφές», η κυπριακή εφημερίδα «Φιλελεύθερος». Οι τουρκικές προκλήσεις είχαν κορυφωθεί πριν από μερικές ημέρες με την ανακοίνωση των ευρημάτων. Στις 25 Ιουλίου, ο πρύτανης του πανεπιστημίου του ψευδοκράτους Αμπντουλάχ Οζτοπράκ ανακοίνωσε ότι «μέσα σε 10 μέρες έχουν βρεθεί συνολικά 4 αγάλματα» ενώ αρχαιολόγος που συμμετείχε στην ανασκαφή δεν έκρυψε τις προθέσεις των κατακτητών για το μέλλον, με την αναπαλαίωση των ρωμαϊκών λουτρών «ώστε να γίνουν μέρος της παγκόσμιας πολιτιστικής κληρονομιάς». Συμπληρώνοντας, ο υπουργός Συγκοινωνιών του ψευδοκράτους Χάμζα Ερσάν Σανέρ ανέφερε ότι αντίγραφα αγαλμάτων που είχαν αποκαλυφθεί το 2009 στη θέση εκτέθηκαν στη Διεθνή Έκθεση Τουρισμού στη Γερμανία σε περίπτερο της «Τουρκικής Δημοκρατίας της Βόρειας Κύπρου» το οποίο και βραβεύτηκε. Φυσικά, η Κύπρος απάντησε με διαβήματα σε διεθνείς οργανισμούς, καταγγέλλοντας το θέμα στην UNESCO, τα Ηνωμένα Έθνη και το Συμβούλιο της Ευρώπης.
Από το 1998 χρονολογείται η ανασκαφική δραστηριότητα Τούρκων και Τουρκοκυπρίων στη Σαλαμίνα, που βρίσκεται σε απόσταση μερικών χιλιομέτρων από την Αμμόχωστο. Πρόκειται για δεκατρία χρόνια μιας δραστηριότητας παράνομης με βάση όλες τις διεθνείς συνθήκες. Η Διεθνής Σύμβαση της Χάγης,την οποία υπέγραψε η Κύπρος το 1964 και η Τουρκία το 1965, απαγορεύει κάθε αρχαιολογική εργασία σε κατεχόμενη από ξένα στρατεύματα περιοχή χωρίς τη συγκατάθεση της νόμιμης κυβέρνησης της χώρας (άρθρο 5). Τη διεξαγωγή ανασκαφών σε κατεχόμενες περιοχές απαγορεύει επίσης και η UNESCO. Πέρα από τα νομικά πλαίσια όμως πρέπει να σημειωθεί ότι η τουρκική εισβολή είχε λειτουργήσει ανασταλτικά προς την αρχαιολογική δραστηριότητα στη Σαλαμίνα, διακόπτοντας το 1974 μια έρευνα που είχε ξεκινήσει από το 1957. Μια ανασκαφή που ξεκίνησε με πρωτεργάτη τον καθ. Βάσο Καραγιώργη και όπου πήραν μέρος το Τμήμα Αρχαιοτήτων Κύπρου και Γάλλοι αρχαιολόγοι του Πανεπιστημίου της Λυών. Μια κίνηση η οποία ανέδειξε τη Σαλαμίνα σε μια από τις σημαντικότερες θέσεις του αρχαίου κκόσμου, φέρνοντας στο φως βασιλικούς τάφους, ιερά, ναούς , ένα ρωμαϊκό Γυμνάσιο καθώς και ένα από τα μεγαλύτερα θέατρα του αρχαίου κόσμου. Με την εισβολή, οι κυπριακές ανασκαφές στο θέατρο διακόπηκαν. Το Σπίτι Ανασκαφής του Τμήματος Αρχαιοτήτων λεηλατήθηκε ενώ και οι Γάλλοι έχασαν την πρόσβαση προς το δικό τους υποστατικό. Ανασκαφικά ημερολόγια, σημειώσεις και υλικό χάθηκαν ή καταστράφηκαν.
Τι βρήκαν όμως οι Τούρκοι; Σύμφωνα με το δημοσίευμα του «Φιλελεύθερου», ο επικεφαλής της ανασκαφής καθηγητής Azguner ανακοίνωσε την αποκάλυψη μνημείων μεταξύ των οποίων ρωμαϊκός δρόμος ( ήδη από το 2001) και ρωμαϊκά λουτρά. Ο ρωμαϊκός δρόμος αποδείχθηκε σημαντικός για τον καθορισμό του πώς ήταν οργανωμένη η πόλη. Μήκους τριών χιλιομέτρων, καταλήγει δυτικά προς το παλιό λιμάνι της πόλης. Βόρεια του δρόμου αυτού επίσης, και μετά την ανασκαφή λόφου, οι αρχαιολόγοι αποκάλυψαν μια διασταύρωση που κατέληγε σε μια πύλη. Από εδώ ένας δρόμος οδηγούσε στα λουτρά και ο άλλος προς το Γυμνάσιο και το θέατρο. Η βόρεια είσοδος της πύλης σφραγίστηκε, πιθανόν κατά τη διάρκεια αραβικών επιδρομών, ενώ τον χώρο πίσω από τη σφραγισμένη πλευρά της κοσμούν δύο κίονες κορινθιακού ρυθμού που διατηρούνται σε άριστη κατάσταση. Το 2003 οι εργασίες συνεχίστηκαν στη νότια πλευρά του ρωμαϊκού δρόμου, η οποία οδηγεί στην κατοικημένη περιοχή της αρχαίας πόλης. Στο φως έχουν έρθει από τότε οι θέρμες που οδηγούσαν στα δημόσια λουτρά της πόλης τα δωμάτια όπου διοχετευόταν το ζεστό και κρύο νερό, τα οποία είναι διακοσμημένα με ψηφιδωτό «οpus sectile». Στο frigidarium των ρωμαϊκών λουτρών αποκαλύφθηκαν επίσης τρία ρωμαϊκά αγάλματα, ύψους 2.20 μ. , που τοποθετούνται στο 2ο αιώνα π.Χ. Οι αρχαιολόγοι εικάζουν ότι το ένα ανήκει σε Ρωμαίο πολίτη ενώ τα άλλα δύο ανήκουν στους θεούς Άδη και Περσεφόνη. Δύο ακόμη αγάλματα, που στερούνται κεφαλών και ποδιών, ανήκουν μάλλον σε Σατύρους.