Τον Απρίλιο-Μάιο του 2009 το Ελληνικό Ινστιτούτο Έρευνας Αλεξανδρινού Πολιτισμού διενήργησε ανασκαφή στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου, στους Κήπους Shallalat, στο κέντρο της πόλης.
Ο λόγος που επελέγη αυτός ο χώρος για έρευνα ήταν αφενός μεν η θέση του, που κατά την τοπογραφία της Αρχαίας Αλεξάνδρειας αποτελούσε τμήμα του Βασιλικού Τετραγώνου (σύμφωνα με τις αρχαίες πηγές και κυρίως την περιγραφή της πόλης από τον Στράβωνα), αφετέρου δε η μοναδική ίσως ευχέρεια που δίνει ο χώρος για ανασκαφή.
Το έργο ξεκίνησε το 2007 με τη διενέργεια γεωφυσικής έρευνας σε συνεργασία με το Εθνικό Ινστιτούτο Αστρονομίας και Γεωφυσικής του Καΐρου, αποτέλεσμα της οποίας ήταν ο εντοπισμός τεχνητών ανωμαλιών στο υπέδαφος, σε τουλάχιστον τρία σημεία του πάρκου. Στα δύο σημεία έγινε ανασκαφή το 2007 και το 2008, όμως και στις δύο περιπτώσεις και ενώ υπήρχαν σοβαρές ενδείξεις αρχαιολογικών ευρημάτων, αναγκαστήκαμε να σταματήσουμε καθώς συναντήσαμε υδροφόρο ορίζοντα.
Τον Απρίλιο του 2009 ξεκίνησε η ανασκαφή στο τρίτο σημείο αφού είχε γίνει προηγουμένως γεώτρηση με ενθαρρυντικά αποτελέσματα. Στο δείγμα της γεώτρησης υπήρχαν συμπαγή κομμάτια ασβεστόλιθου. Σύμφωνα με τις γεωλογικές μελέτες που έχουν γίνει έως τώρα, το έδαφος της περιοχής δεν έχει συμπαγή ασβεστολιθικά πετρώματα, επομένως αυτό ήταν ένδειξη τεχνητής κατασκευής.
Οπωσδήποτε όμως δεν ήταν εύκολο το έργο μας γιατί είχαμε να αντιμετωπίσουμε τόνους σύγχρονων επιχώσεων, σαθρό έδαφος και, το κυριότερο, τον υδροφόρο ορίζοντα που συναντήσαμε και πάλι στα 7,5 μέτρα βάθος.
Έχοντας ήδη σημαντικά ευρήματα, μεγάλες ποσότητες κεραμικής (ρωμαϊκής και ελληνιστικής), ενδείξεις δαπέδου, τεμάχια ψηφιδωτού, αλλά κυρίως τμήμα αρχιτεκτονικής κατασκευής, αντιμετωπίζαμε μεγάλες δυσκολίες λόγω των υδάτων που ανέβλυζαν συνεχώς και δυσχέραιναν το έργο της ανασκαφής.
Στις 4 Μαΐου, σχεδόν την τελευταία ημέρα των εργασιών μας στο Shallalat, και όταν όλα έδειχναν ότι έπρεπε να σταματήσουμε, σκάβοντας ήδη μέσα στο νερό στα 10 μέτρα βάθος, ξαφνικά στη δυτική παρειά της τομής, περίπου στα 8 μέτρα βάθος, υποχώρησε λίγο χώμα και ένα τμήμα μαρμάρινου γλυπτού αποκαλύφθηκε μπροστά μας.
Το σημείο εκείνο ήταν τμήμα επίχωσης με πλήθος ελληνιστικής και πρώιμης ρωμαϊκής κεραμικής. Υπήρχαν ακόμη ίχνη πυράς και κομμάτια ψηφιδωτού. Σε εκείνο δε το τμήμα είχε ήδη φανεί δάπεδο το οποίο όμως δεν μπορούσαμε να αποκαλύψουμε λόγω του μεγάλου όγκου χωμάτων πάνω από αυτό.
Μετά από προσεκτική ανασκαφή, αποκαλύφθηκε ολόκληρο το άγαλμα που τώρα πλέον φιλοξενείται στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο της Αλεξάνδρειας. Σώζεται σε ύψος 80 εκατοστών και είναι κατασκευασμένο από παριανό μάρμαρο, βάσει της ανάλυσης που έγινε στο ΕΚΕΦΕ «Δημόκριτος». (εικ. 1) Ακόμη δεν μπορούμε να γνωρίζουμε αν το γλυπτό αυτό ήταν σε επίχωση φερτή από άλλο σημείο ή αν είχε γίνει κάποια καταστροφή κατά χώραν.
Κατάσταση διατήρησης
Το κεφάλι και ο κορμός σώζονται σε πολύ καλή κατάσταση, εκτός από μια ελαφρά απόκρουση της μύτης. Από τα κάτω άκρα λείπει το τμήμα κάτω από τα γόνατα. Το δεξί χέρι σώζεται έως πάνω από τον αγκώνα, σε μήκος 0,16 μ., ενώ το αριστερό λείπει τελείως από τον ώμο. Στα άνω άκρα υπάρχουν οπές για την προσάρτηση μεταλλικών συνδέσμων. Διασώζεται ο σύνδεσμος στον αριστερό ώμο.
Περιγραφή
Το άγαλμα αναπαριστά νεαρό άνδρα γυμνό, σε όρθια στάση, με το δεξί πόδι ανασηκωμένο. Πιθανόν ακουμπούσε σε βράχο ή κάτι άλλο. Το πρόσωπο κλίνει προς τα αριστερά και τα μάτια στρέφονται προς τα πάνω. Το σώμα στρέφεται ελαφρά προς τα δεξιά και πιθανώς στηριζόταν σε βάση, ίχνη της οποίας είναι εμφανή στον δεξιό γλουτό. Διακρίνεται η φόρμα ενός ύστερου κλασικού contraposto. O αριστερός ώμος είναι ανασηκωμένος κατά τέτοιον τρόπο, που φαίνεται ότι πιθανόν κρατούσε ή στηριζόταν σε κάτι. Αυτό άλλωστε απαιτεί και η συμμετρία της στάσης του.
Ο τύπος αυτός του όρθιου γυμνού άνδρα αποτελεί τον πιο συνηθισμένο τύπο για αγάλματα βασιλέων (εικ. 2) τα οποία συνήθως συνοδεύονται από δόρυ ή σκήπτρο. Θεωρώ ότι το συγκεκριμένο άγαλμα θα μπορούσε να κρατά ή να στηρίζεται σε δόρυ. Η στάση αυτή σήμαινε «βασιλιάς» και αργότερα γενικά «ισχυρός άνδρας».
Ο Πλούταρχος αναφέρει ότι ο Λύσιππος κατέκρινε τον Απελλή γιατί παρέστησε τον Αλέξανδρο με κεραυνό ενώ εκείνος με δόρυ (Πλουτ., Ηθικά 360Δ-0.1481). Σίγουρα δεν μπορούμε να βασιστούμε μόνο σε αυτή την πληροφορία για να υποθέσουμε ότι υπήρχε ένα συγκεκριμένο έργο του Λυσίππου που παρίστανε τον Αλέξανδρο Δορυφόρο. Υπάρχουν όμως δύο έργα που υποθετικά αντιγράφουν το συγκεκριμένο άγαλμα και αξίζει να μνημονευτούν εδώ γιατί έχουν πολλά κοινά στοιχεία με το δικό μας εύρημα. Το πρώτο έργο είναι ένα μαρμάρινο αγαλματίδιο που βρίσκεται στο Μουσείο Γκετί στο Μαλιμπού (εικ. 3α) και χρονολογείται στην ύστερη ελληνιστική περίοδο και το δεύτερο ένα χάλκινο που βρίσκεται στο Λούβρο και είναι και αυτό μεταγενέστερο (α′ μισό του 2ου αιώνα). (εικ. 3β)
Το γεγονός ότι το άγαλμα βρέθηκε στην Αίγυπτο ενισχύει την πιθανότητα ο Λύσιππος να δημιούργησε το πρωτότυπο για την πόλη της Αλεξάνδρειας.
Γνωρίζουμε από τις φιλολογικές πηγές και κυρίως από τον Πλίνιο (Περί Ίσιδος και Οσίριδος, 24.0.1481) ότι ο τύπος αυτός χρησιμοποιήθηκε για τον Αλέξανδρο κατά τη διάρκεια της ζωής του και έγινε αργότερα αντικείμενο μίμησης.
Στη βασιλική εικονογραφία, υπάρχει άλλος ένας φημισμένος τύπος, που παραπέμπει στον Ιάσονα ή τον Ερμή που δένει το σανδάλι του. Παριστάνεται ο βασιλιάς να σκύβει μπροστά με το ένα πόδι ανασηκωμένο πάνω σε βάση και μιμείται ένα διάσημο χαμένο έργο, πιθανόν του Λυσίππου, αλλά και αυτή η στάση αναφέρεται στον Αλέξανδρο και μας είναι γνωστή από αρκετά ρωμαϊκά αντίγραφα. Το κυριότερο είναι ο Αλέξανδρος Rondanini. (εικ. 4)
Στο άγαλμα όμως που εξετάζουμε εδώ παρατηρούμε κάτι ίσως μοναδικό. Ενώ έχει ανασηκωμένο το δεξί πόδι κατά τον τύπο του Ερμή ή Ιάσονα, ο κορμός του είναι όρθιος και άρα κρατούσε δόρυ.
Επομένως, το άγαλμα αυτό φέρει στοιχεία από τους δύο γνωστούς τύπους βασιλικών αγαλμάτων της εποχής που επικρατεί ο Λύσιππος και η σχολή του.
Υπάρχουν όμως κάποια βασικά χαρακτηριστικά που μας βοηθούν στη μελέτη, τη χρονολόγηση και την τεκμηρίωσή του. Αυτά είναι:
• Στροφή του λαιμού προς τα αριστερά.
• Βλέμμα στραμμένο προς τα πάνω.
• «Αναστολή» στην κόμη.
• Βασιλικό διάδημα.
• Διάδημα τύπου Διονύσου.
• Κοντά μαλλιά.
• Παραγναθίδες.
• Διαστάσεις-αναλογία κεφαλιού και κορμού.
• Στάση-κίνηση του σώματος.
Όλα αυτά μας επιτρέπουν να οδηγηθούμε στο συμπέρασμα ότι υπάρχουν πολλές ομοιότητες με τη γνωστή εικονογραφία του Μεγάλου Αλεξάνδρου.
Το κεφάλι έχει μέγεθος 13 εκατοστά και αν το συγκρίνουμε με το συνολικό πιθανό ύψος (περίπου 1,10 μ.), αποτελεί το 1/9 αυτού. Η συγκεκριμένη αναλογία είναι τυπικά ο κανόνας του Λυσίππου, μικρότερη του προηγούμενου κανόνα του Πολυκλείτου που ήταν 1/8. Και εδώ ανατρέχουμε στον Πλίνιο (Φυσική Ιστορία XXIV.65) που δηλώνει ότι «ο Λύσιππος κατασκεύαζε τα κεφάλια μικρότερα από τους παλαιότερους γλύπτες».
Δύο χαρακτηριστικά είναι έντονα στο άγαλμα και δίνουν την αίσθηση του πάθους. Ο λαιμός στρέφεται προς τα αριστερά και τα μάτια κοιτάζουν προς τα πάνω με ένα έντονο και ίσως ονειροπόλο βλέμμα. Ο Πλούταρχος (Αλέξανδρος 4.1), αναφερόμενος στον Λύσιππο, λέει ότι όταν κατασκεύασε ένα πορτραίτο του Αλέξανδρου με το πρόσωπό του στραμμένο προς τον ουρανό, όπως ακριβώς ο Αλέξανδρος συνήθιζε να κοιτάζει, κάποιος έγραψε το ακόλουθο επίγραμμα: «Ες Δία λεύσσων, γαν υπ’ εμοί τίθεμαι, Ζευ, συ δ’ Όλυμπον έχε», βάζω τη γη κάτω από τα πόδια μου, συ, Δία, κράτησε τον Όλυμπο (Πλουτ., Περί Αλεξάνδρου τύχης και αρετής 2.2.3).
Η κόμη του αγάλματος είναι πολύ καλά σχηματισμένη αλλά κοντή, σε αντίθεση με μεταγενέστερα πορτραίτα του Αλέξανδρου με μακριά μαλλιά, ιδιαίτερα τα ρωμαϊκά αντίγραφα. Είναι όμως αυτά πιστά αντίγραφα των πρωτότυπων έργων του Λυσίππου; Αυτό έρχεται να προστεθεί στο γεγονός ότι τελικά δεν έχουμε σοβαρή γνώση για το πώς ήταν οι Αλέξανδροι του Λυσίππου. Η μακριά κόμη μπορεί να οφείλεται στη μεταγενέστερη θεοποίηση και εξιδανίκευση του Αλέξανδρου και πιθανόν καθιερώθηκε μετά το θάνατό του.
Είναι όμως αξιοσημείωτο ότι τα μνημεία που υπάρχουν και ήταν σύγχρονα του Αλέξανδρου, όπως η σαρκοφάγος της Σιδώνος και το ψηφιδωτό της Πομπηίας, μας δείχνουν ότι είχε μάλλον κοντά μαλλιά. Στη σαρκοφάγο της Σιδώνος (330-310 π.Χ.) ο Αλέξανδρος παριστάνεται και στις δύο πλευρές. Στη δεύτερη είναι ασκεπής σε κυνήγι λιονταριού με μια λεπτή ταινία στα χαρακτηριστικά κοντά μαλλιά του. (εικ. 6α) Το ψηφιδωτό της Πομπηίας (100 π.Χ.) είναι ψηφιδωτό δάπεδο που βρέθηκε στο σπίτι του Φαύνου στην Πομπηία. Παριστάνει τον Αλέξανδρο στη μάχη της Ισσού. Ο Πλίνιος (ΧΧΧV.110) αναφέρει ότι αποτελεί αντίγραφο ζωγραφικής παράστασης που φιλοτέχνησε στην Αλεξάνδρεια ο ζωγράφος Φιλόξενος από την Ερέτρια στα τέλη του 4ου αιώνα. (εικ. 6β)
Τα ίδια κοντά μαλλιά διακρίνουμε και στη ζωγραφική παράσταση του κυνηγιού στον τάφο του Φιλίππου στη Βεργίνα. (εικ. 7α) Ο Μ. Ανδρόνικος ταυτίζει το ζωγράφο αυτού του έργου με τον ίδιο Φιλόξενο του πρωτοτύπου του ψηφιδωτού της Πομπηίας. Τέλος, στο φημισμένο ψηφιδωτό από την Πέλλα με το «Κυνήγι του Λιονταριού» ο Αλέξανδρος έχει επίσης κοντά μαλλιά. (εικ. 7β)
Είναι γεγονός ότι η προσωπικότητα και τα κατορθώματα του Αλέξανδρου εντυπωσίασαν και επηρέασαν τους ανθρώπους της εποχής του καθώς και τους μεταγενέστερους τόσο πολύ, που όλοι διαιώνισαν την εικόνα του σε πολλούς τύπους. Αλλά όλοι αυτοί οι τύποι δεν ήταν σύγχρονα πορτραίτα του και επομένως μπορεί να είναι εξιδανικευμένες και θεοποιημένες εικόνες του. Πιθανόν δε στοιχεία του χαρακτήρα του να πέρασαν σαν χαρακτηριστικά της μορφής του. Π.χ. ο λεοντώδης χαρακτήρας του να εκδηλώνεται με την πλούσια κόμη του.
Το πιο σημαντικό όμως χαρακτηριστικό της κόμης είναι η «αναστολή», όχι στη μορφή που τη συναντάμε συνήθως, αλλά ωστόσο με τον χαρακτηριστικό τρόπο που χωρίζουν τα μαλλιά πάνω από το μέτωπο — μια μπούκλα προς τα πάνω χωρίζει ασύμμετρα την κόμη. Ο Πλούταρχος αναφέρει (Πομπ. 2.1) ότι η αναστολή ήταν το κυριότερο διακριτικό της όψης του Αλέξανδρου και, σημειωτέον, δεν φαίνεται να υιοθετήθηκε από τους διαδόχους.
Εκείνο όμως που δεν είναι συνηθισμένο στην εικονογραφία του Αλέξανδρου και υπάρχει στο άγαλμα είναι οι παραγναθίδες (φαβορίτες). Πάλι ανατρέξαμε στο ψηφιδωτό της Πομπηίας. (εικ. 6β) Όπως αναφέραμε πριν, είναι το μνημείο που παρουσιάζει τον Αλέξανδρο σε ένα ιστορικό γεγονός της ζωής του. Ο Αλέξανδρος εδώ έχει έντονες μακριές φαβορίτες. Τελικά όμως διαπιστώσαμε ότι πολλές προτομές του Αλέξανδρου έχουν φαβορίτες ή τουλάχιστον μακριά μαλλιά μπροστά από τα αυτιά του, π.χ. οι προτομές Azara, Erbach και Dresden, η προτομή του Μουσείου Capitoline της Ρώμης και ένα ολόσωμο ρωμαϊκό άγαλμα στο Λούβρο. (εικ. 8α-δ)
Το χαρακτηριστικό αυτό οδήγησε ίσως ορισμένους στην υπόθεση ότι το άγαλμα αναπαριστά τον Πτολεμαίο Β′, λόγω της φαβορίτας που διακρίνεται στην παράσταση του βασιλιά σε κάποια νομίσματά του. (εικ. 9) Ειδικά όμως ο Πτολεμαίος Β′ καθώς και ο Πτολεμαίος Γ′ και ο Δ′ έχουν ως κριτήριο αναγνώρισης τα στρογγυλά, σχεδόν εξόφθαλμα μάτια, τα φουσκωτά μάγουλα και πιγούνια και τα χοντρά χείλη. Σε αυτό το άγαλμα δεν συναντώνται αυτά τα χαρακτηριστικά.
Τελικά όμως το πιο σημαντικό διακριτικό του αγάλματος είναι τα δύο —όχι ένα— διαδήματα που φέρει. Μία στενή ταινία στα μαλλιά και μία άλλη στο μέτωπο. Το διάδημα είναι το βασικό έμβλημα των βασιλέων της ελληνιστικής εποχής (Πλίνιος, Φυσική Ιστορία 8.78, Αιλιανός, Περί ζώων ιδιότητος 15.2, Λουκιανός, Νεκρικοί Διάλογοι 12.3-13.4). Ήταν μια λευκή υφασμάτινη κορδέλα. Ο Αλέξανδρος ήταν ο πρώτος Μακεδόνας βασιλιάς που το φόρεσε ως βασιλικό σύμβολο, ως σύμβολο της Νέας Τάξης, ως «βασιλεύς της Ασίας».
Στην αρχή της μελέτης μας υποθέσαμε ότι η ταινία στο μέτωπο δεν ήταν διάδημα αλλά κατάλοιπο από προηγούμενη πρώτη χρήση του γλυπτού. Η τελειότητα, ωστόσο, της μορφής, το εξαιρετικά υψηλό επίπεδο τέχνης, η απουσία ατελειών στο πρόσωπο και οιουδήποτε ίχνους εργαλείων, μας οδήγησε να απορρίψουμε την ιδέα.
Επίσης υπήρχαν ίχνη χρώματος στην ταινία και πιστεύουμε ότι αυτό θα την τόνιζε αντί να την κρύβει. Οι παραγναθίδες και τα μαλλιά δίπλα από την ταινία είναι τόσο τέλεια που αποτελούν απόδειξη ότι έχουμε το πρωτότυπο πρόσωπο.
Δύο πηγές, ο Διόδωρος ο Σικελιώτης (4.4.4) και ο Πλίνιος ο Πρεσβύτερος (Φυσική Ιστορία 7.191) αναφέρουν ότι ο θεός Διόνυσος υιοθέτησε το διάδημα ως σύμβολο των κατακτήσεών του στην Ανατολή και οι βασιλείς τον μιμήθηκαν. Ο Διόνυσος παριστάνεται με κλαδί κισσού ή με μια φαρδιά ταινία (Δήλος, Οικία των Προσωπείων 160-100 π.Χ.). Όμως ο τύπος της βασιλικής ταινίας δεν είναι ακριβώς αντίγραφο αυτής του Διονύσου. Ο θεός τη φορά χαμηλά στο μέτωπο ενώ οι βασιλείς τη φορούν ψηλά στα μαλλιά. Το άγαλμα που εξετάζουμε, όμως, φέρει το διάδημα ακριβώς όπως και ο Διόνυσος.
Για το γεγονός αυτό υπάρχουν αρχαιολογικά δεδομένα. Σε νομίσματα του Πτολεμαίου Α′ που έκοψε μετά το θάνατο του Αλέξανδρου, ο στρατηλάτης φορά ως κράνος κεφαλή ελέφαντα και ένα φαρδύ διάδημα στο μέτωπο όπως και ο Διόνυσος. (εικ. 10)
Ο θεός Διόνυσος ήταν πολύ σημαντικός για τον Αλέξανδρο. Ήταν ένας θεός κατακτητής και παρέσχε στον Αλέξανδρο τη νομιμοποίηση και το θείο πρότυπο για την κατάκτηση της Ινδίας και της Ασίας. Η ομοιότητα της εκστρατείας στην Ανατολή και ο τύπος της βασιλικής ταινίας συνδέει τον Αλέξανδρο με τον Διόνυσο.
Ο κορμός του αγάλματος είναι λεπτός και με κάποιον τρόπο του προσδίδει ύψος. Οι μύες είναι ευδιάκριτοι. Η πίσω πλευρά είναι εξίσου άψογη καθώς και τα πλάγια μέρη. Αυτό είναι κάτι καινούργιο που πρώτος ο Λύσιππος εισάγει στη γλυπτική.
Το βασικό χαρακτηριστικό όμως του αγάλματος είναι η κίνηση που διακατέχει την όλη μορφή. Γενικά στο γλυπτό υπάρχει ένα προφανές βάθος, τα γόνατα προβάλλονται έξω από τον παραδοσιακό τετράγωνο κανόνα και εισβάλλουν στο χώρο του θεατή.
Η ποιότητα κατασκευής του αγάλματος είναι άριστη. Υπάρχει ένας συγκρατημένος ρεαλισμός και μια απαλότητα στη μορφή (sfumato) σε συνδυασμό με έναν μετα-πραξιτελικό αισθησιασμό.
Η αναλογία της κεφαλής προς το σώμα, η ανατομία που είναι λιγότερο λεπτομερής από πρωιμότερα έργα και η απόδοση που είναι πιο ιμπρεσιονιστική μας οδηγούν να το χρονολογήσουμε στην πρώιμη ελληνιστική περίοδο.
Το έργο συνδυάζει την ομορφιά της γλυπτικής των κλασικών χρόνων με το πάθος των ελληνιστικών αγαλμάτων. Τέλος, το γεγονός ότι βρέθηκε και πιθανώς κοσμούσε το χώρο των ανακτόρων μας κάνει να σκεφτούμε ότι δεν είναι κατασκευασμένο από έναν τυχαίο γλύπτη.
Τα στυλιστικά χαρακτηριστικά του ταιριάζουν με τα χαρακτηριστικά της σχολής του Λυσίππου στην Αλεξάνδρεια. Τη σχολή αυτή αποτέλεσαν οι γιοι και μαθητές του Λυσίππου που συνέχισαν το έργο του και διέδωσαν τις καινοτομίες του σε όλο τον ελληνιστικό κόσμο.
Θέλω για άλλη μια φορά να τονίσω ότι η αντίληψη που έχουμε μέχρι σήμερα για τη μορφή του Αλέξανδρου προέρχεται από μεταγενέστερα έργα Ελλήνων και Ρωμαίων που σίγουρα έχουν επηρεαστεί από την καταλυτική ιστορική του παρουσία, τη θεοποίηση και την εξιδανίκευσή του. Τα έργα αυτά δεν ήταν σύγχρονά του και δεν μπορούμε να επιμένουμε ότι όλα είναι αντίγραφα σπουδαίων πρωτοτύπων, αφού ελάχιστα τέτοια έχουν διασωθεί ανά τους αιώνες. Ίσως λοιπόν το εξαίρετο αυτό δείγμα της πρώιμης ελληνιστικής τέχνης να είναι πιο κοντά στο «αληθινό πρόσωπο» του Μεγάλου Αλεξάνδρου.
Η συνέχιση της ανασκαφής ελπίζουμε να φέρει στο φως πρόσθετα στοιχεία που θα βοηθήσουν στην πλήρη τεκμηρίωση του ευρήματος αυτού.
Καλλιόπη Λιμναίου-Παπακώστα, Αρχαιολόγος