Δεν πάει πολύς καιρός που το Ινστιτούτο Εναλίων Αρχαιολογικών Ερευνών, με ιστορία 38 ετών, παρουσίασε σε δημόσια εκδήλωση τα αποτελέσματα των ενάλιων αρχαιολογικών ερευνών στον Παγασητικό Κόλπο, στον νότιο Ευβοϊκό Κόλπο και στον Αργοσαρωνικό (νήσος Μόδι).
Στην Ελλάδα των 119 κηρυγμένων υποθαλάσσιων αρχαιολογικών χώρων και των 1.000 ακόμα εγγραφών (πιθανά ναυάγια ή θέσεις που περιμένουν να ερευνηθούν), η επίσημη πολιτεία έχει διατυπώσει, μέσω του αρχαιολογικού νόμου, ένα επαρκές πλαίσιο προστασίας των ενάλιων αρχαιοτήτων, όμως λόγω χρόνιας έλλειψης προσωπικού μόνο στοιχειωδώς προστατεύει τη συστηματική έρευνα. Αδυνατεί μάλιστα να την ενισχύσει αλλά και να στηρίξει τη διάχυση της συσσωρευμένης γνώσης και εμπειρίας στους νεότερους που επιθυμούν να εργαστούν σε αυτόν τον απαιτητικό κλάδο της αρχαιολογίας. Εννοείται πως δεν υπάρχει καν σχέδιο τουριστικής πολιτικής…
Στην Εφορεία Εναλίων Αρχαιοτήτων του ΥΠΠΟΤ, που έχει στην ευθύνη της τον βυθό όλης της χώρας, η εικόνα είναι απογοητευτική: ελάχιστο προσωπικό, πλήρης απουσία προσλήψεων εδώ και χρόνια, απαρχαιωμένος τεχνικός και καταδυτικός εξοπλισμός, ελλιπές θεσμικό πλαίσιο για τους αυτοδύτες, περικοπές στα εκτός έδρας -σε μια υπηρεσία που μόνο εκτός έδρας δουλεύει!- και, δυστυχώς, επί σειρά ετών ενδοϋπηρεσιακές διαμάχες που σχεδόν απαγόρευαν τη διενέργεια οποιασδήποτε ενάλιας δραστηριότητας.
«Το καταδυόμενο προσωπικό -αρχαιολόγοι, εργατοτεχνίτες, συντηρητές- δεν ξεπερνάει τα 20 άτομα. Οι αρχαιολόγοι που μοιράζονται όλη την Ελλάδα είναι δεν είναι 10. Και άλλοι 10 είναι εργατοτεχνίτες, όπου πολλοί ανάμεσά του είναι κοντά στη σύνταξη. Από το 2005 δεν έχει προσληφθεί κανένας μόνιμος και για το 2011 δεν θα προσληφθεί κανείς εποχιακός» μας λέει η Δέσποινα Κουτσούμπα, πρόεδρος του Συλλόγου Ελλήνων Αρχαιολόγων. Αυτό είναι το προσωπικό για τις περισσότερες από 25.000 καταδύσεις που πρέπει να εκτελούνται κάθε χρόνο σε θέσεις όπου γίνονται λιμάνια, βιολογικοί καθαρισμοί, ιχθυοκαλλιέργειες, οδεύσεις αγωγών κ.λπ.
«Οι εκκρεμότητες είναι άπειρες και δεν περισσεύει όχι για κανονική συστηματική έρευνα, αλλά ούτε για έλεγχο των ήδη κηρυγμένων ενάλιων αρχαιολογικών χώρων, ενώ 29 ακόμα εντοπισμένες θέσεις περιμένουν να κηρυχθούν ως αρχαιολογικοί χώροι» τονίζει η πρόεδρος του ΣΕΑ. «Αξίζει να σας πως ότι εντοπισμένα ναυάγια δεν είναι δυνατόν να μελετηθούν περαιτέρω. Γι’ αυτό και η Εφορεία Εναλίων αδυνατεί να διεξαγάγει μόνη της συστηματικές έρευνες. Όσες βρίσκονται σε εξέλιξη είναι σε συνεργασία με άλλους φορείς, όπως το Ινστιτούτο Εναλίων Αρχαιολογικών Ερευνών».
Μέσα σε αυτή την κατάσταση δεν λείπουν και οι παραλογισμοί. Όταν οι εκτός έδρας ημέρες μειώθηκαν για όλο το Δημόσιο από 180 στις 60, η ενάλια αρχαιολογική έρευνα δεν εξαιρέθηκε. Έτσι, τις περισσότερες φορές, το προσωπικό αναγκάζεται να βάζει λεφτά από την τσέπη του. Όσο για τα έκτακτα περιστατικά… η έννοια μάλλον δεν υπάρχει αφού «για να μετακινηθούμε χρειάζεται να έχει δηλωθεί άδεια τουλάχιστον ένα μήνα νωρίτερα» συμπληρώνει ο πρόεδρος του Συλλόγου Αυτοδυτών, Πέτρος Τσαμπουράκης. Και ο παραλογισμός συνεχίζεται: «Οι δύτες δεν έχουν βαρέα-ανθυγιεινά, δεν έχει οριστεί ηλικιακό όριο καταδύσεων, ενώ, αν και ο κλάδος των καταδυόμενων εργατοτεχνιτών είναι αναγνωρισμένος, παρ’ όλα αυτά στις καταστάσεις προσωπικού του ΥΠΠΟΤ δεν αναγράφονται ως τέτοιοι».
Και πρόκειται για τους ανθρώπους, που από τα χέρια τους περνάει όλη η προετοιμασία για τη διεξαγωγή μιας έρευνας στο βυθό και μεγάλο κομμάτι της ίδιας της έρευνας. Δυστυχώς, όμως, η πολύ σημαντική εμπειρία του καταδυόμενου προσωπικού όλων των ειδικοτήτων του ΥΠΠΟΤ δεν μεταδίδεται, δεν γίνεται αντικείμενο εκπαίδευσης νεότερων.
Όσο για τη χρήση της τεχνολογίας, εκεί είναι σαν να έχει σταματήσει ο χρόνος δεκαετίες πίσω. Έξι παλιά σκάφη, υποβρύχιες φωτογραφικές μηχανές τουριστικής χρήσης, παλαιωμένο τοπογραφικό σύστημα αποτύπωσης χωρίς υπολογιστές που θα μπορούν να υποστηρίξουν ψηφιακούς χάρτες.
Μέχρι στιγμής μόνο στις Σπέτσες, σε ένα μικρό μουσείο, εκτίθενται τα ευρήματα από το μυκηναϊκό ναυάγιο των Ιρίων (στην Αργολίδας), ενώ μέχρι πρόσφατα λειτουργούσε και μια μικρή έκθεση αμφορέων που προέρχονται από ναυάγια στο Νιόκαστρο της Πύλου. Παράλληλα στις αποθήκες της εφορείας υπάρχουν εκατοντάδες κινητά ευρήματα. Το πρώτο εθνικό μουσείο Ενάλιας Αρχαιολογίας, σύμφωνα με πρόσφατες εξαγγελίες, πρόκειται να κατασκευαστεί στην Ακτή Πειραιώς. Το Συμβούλιο Μουσείων ενέκρινε πρόσφατα τη μουσειολογική μελέτη. Αλλά, μέσα στο γενικότερο κλίμα διάλυσης πόσο σίγουροι μπορούμε να είμαστε ότι θα το δούμε και να γίνεται;
Όσο για τον υποβρύχιο αρχαιολογικό τουρισμό, τα ενάλια αρχαιολογικά πάρκα και ό,τι άλλο μεγαλεπήβολο ακούγεται κατά καιρούς, δεν συμβαίνει απολύτως «τίποτα».
«Δεδομένου του αρχαιολογικού νόμου, ο μόνος τρόπος να οργανωθεί ο υποβρύχιος αρχαιολογικός τουρισμός είναι να το κάνουν οι θεσμοθετημένες κρατικές υπηρεσίες και όχι ιδιώτες. Γι’ αυτό άλλωστε και το ΣτΕ έκρινε ότι δεν μπορούν ιδιώτες να οργανώνουν τέτοιες επισκέψεις σε κηρυγμένες αρχαιολογικές θέσεις» επισημαίνει η Δέσποινα Κουτσούμπα.
Από την άλλη πλευρά, η κοινή υπουργική απόφαση που θα έθετε τους όρους και τις προϋποθέσεις για τα θαλάσσια αρχαιολογικά πάρκα, εκκρεμεί έξι χρόνια. Είναι προφανές ότι δεν μπορούν όλοι οι ενάλιοι αρχαιολογικοί χώροι να γίνουν επισκέψιμοι: χρειάζεται να πληρούνται προϋποθέσεις τόσο για την ασφάλεια και τη φύλαξη των χώρων όσο και για την ασφάλεια των επισκεπτών. Επιπλέον, υπάρχουν μια σειρά από περίπλοκα οικονομικά και θεσμικά ζητήματα που πρέπει να αντιμετωπιστούν: το προσωπικό και οι όροι εργασίας του, η 24ωρη φύλαξη, ζητήματα συναρμοδιότητας με το υπουργείο Εμπορικής Ναυτιλίας κ.ά.
Παρ’ όλα αυτά η Εφορεία Εναλίων Αρχαιοτήτων, ήδη από το 1980, είχε επεξεργαστεί ένα πλήρες σχέδιο δημιουργίας ενάλιου αρχαιολογικού πάρκου στη Μεθώνη Μεσσηνίας. Περιοχή όπου έχουν ερευνηθεί περίπου 20 ναυάγια, καθώς και ένας προϊστορικός οικισμός. Από το σύνολο αυτών των ευρημάτων μπορούν να καταστούν επισκέψιμα δύο ναυάγια, σε κοντινή μεταξύ τους απόσταση: πρόκειται για το ναυάγιο των σαρκοφάγων και το ναυάγιο των κιόνων. Επιλέχθηκαν γιατί το φορτίο τους δεν είναι εύθραυστο, ούτε κινδυνεύει να αφαιρεθεί ή να τραυματιστεί από τους επισκέπτες. Επιπλέον βρίσκονται σε μικρό βάθος και σε κοντινή απόσταση από την ακτή, γεγονός που διασφαλίζει τη φύλαξη του χώρου και την ασφάλεια των επισκεπτών, ενώ η διαύγεια του νερού και η ποικιλία της θαλάσσιας ζωής αποτελούν επιπλέον κίνητρο. Η πρόταση έχει μείνει στο συρτάρι. Και όσο η πρόταση μένει «στο ψυγείο», αρχαιοκάπηλοι προσπάθησαν να ανελκύσουν μαρμάρινο κάλυμμα σαρκοφάγου, ευτυχώς χωρίς επιτυχία. Το κάλυμμα, όμως, έσπασε.
Παράλληλα με την Εφορεία Εναλίων Αρχαιοτήτων και συχνά σε συνεργασία μαζί της δραστηριοποιείται το Ινστιτούτο Ενάλιων Αρχαιολογικών Ερευνών, που ιδρύθηκε το 1973. Κατ’ ουσίαν πρόκειται για έναν μη κερδοσκοπικό, ιδιωτικό επιστημονικό φορέα που ήρθε να καλύψει ένα κενό, αφού η Εφορεία Εναλίων Αρχαιοτήτων ιδρύθηκε το 1976. Μέχρι το 1980 ο ρόλος του ήταν κυρίως συμβουλευτικός και η δραστηριότητά του αφορούσε κυρίως επιφανειακές έρευνες.
Για τα επόμενα εννέα χρόνια η παρουσία του ΙΕΝΑΕ περιορίστηκε κατά πολύ κυρίως λόγω «μιας δύσκολης σχέσης» με την αρμόδια υπηρεσία του ΥΠΠΟΤ. «Σχέση που σήμερα έχει αποκατασταθεί», όπως λέει ο πρόεδρος του ΙΕΝΑΕ και αν. καθηγητής Προϊστορικής Αρχαιολογίας στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων, Γιάννος Λώλος. Τα πρώτα αποτελέσματα αυτής της προσέγγισης ήταν ο εντοπισμός και η έρευνα του αρχαιότερου μέχρι σήμερα γνωστού ναυαγίου (2200 π.Χ.) στο Δοκό (1989-92), του κυπρομυκηναϊκού ναυαγίου τού 1200 π.Χ. στο Ακρωτήριο των Ιρίων Αργολίδος (1991-94) και του ναυαγίου του 4ου αιώνα π.Χ. στην Αντιδραγονέρα Κυθήρων (1993-98).
Έκτοτε το ΙΕΝΑΕ είτε σε συνεργασία με την Εφορεία είτε με την απαραίτητη επίβλεψή της συνεχίζει το ερευνητικό του έργο, βασιζόμενο κυρίως στην ενίσχυση από χορηγίες. «Κατά καιρούς λαμβάναμε και ένα μικρό ποσό από το υπουργείο Πολιτισμού», μας λέει ο κ. Λώλος, «που σταμάτησε περίπου το 2003-2004. Πάντως, ποτέ δεν ξεπερνούσε τις 5 ή 10 χιλιάδες ευρώ». Παρατηρεί, ωστόσο, ότι τα τελευταία δύο με τρία χρόνια και οι χορηγίες εμφανίζουν κάμψη.
Και επισημαίνει ότι η ανάπτυξη της υποβρύχιας αρχαιολογικής έρευνας στην Ελλάδα εμφανίζει πολλά σημάδια καθυστέρησης. Αν και το Ινστιτούτο εκπαιδεύει νέους δύτες αρχαιολόγους, «η έλλειψη», λέει, «της κρατικής πιστοποίησης είναι εμφανής». Και μας ενημερώνει για την πρόσφατη ίδρυση, στην Καλαμάτα, ενός εργαστηρίου υποβρύχιας αρχαιολογίας, το οποίο ακόμα δεν έχει οργανωθεί για να λειτουργήσει. Ακόμα κι έτσι όμως, μπροστά στη θέα των ανθρώπινων υλικών μαρτυριών, που διασώζουν χιλιάδες χρόνια η άμμος και η θάλασσα, δεν μπορεί παρά να στεκόμαστε με θαυμασμό και δέος.
Η έρευνα του Νοτίου Ευβοϊκού (2006-2010) που διενεργείται από το ΙΕΝΑΕ σε συνεργασία με την Εφορεία Εναλίων Αρχαιοτήτων, υπό τη διεύθυνση του αρχαιολόγου Γιώργου Κουτσουφλάκη, με σκοπό τον εντοπισμό εναλίων αρχαιολογικών θέσεων στη θαλάσσια περιοχή που εκτείνεται από τη Χαλκίδα έως τον Καφηρέα και το Σούνιο, έχει καταγράψει έως σήμερα 15 θέσεις αρχαίων ναυαγίων ή φορτίων που χρονολογούνται από την κλασική έως και την ύστερη βυζαντινή περίοδο. Αλλά το ναυάγιο των τελών του 2ου- αρχών 1ου αι. π.Χ. που, εντοπίστηκε βόρεια της νήσου Στύρα, έκρυβε μία ιδιαίτερη έκπληξη: οι αποθέσεις τις άμμου είχαν διατηρήσει τμήματα του ξύλινου σκαριού. Ανάμεσα στους κεραμικούς αμφορείς εντοπίστηκαν μικρά τμήματα χάλκινων αγαλμάτων φυσικού μεγέθους, καθώς και τα δύο πόδια ανάκλινδρου. Ευρήματα που πιθανόν υποδηλώνουν ότι, εκτός του κεραμικού φορτίου, στο πλοίο μεταφέρονταν και είδη πολυτελείας, ενδεχομένως και γλυπτά.
Στις εννέα ερευνητικές αποστολές που έχουν πραγματοποιηθεί από το ΙΕΝΑΕ, υπό τη διεύθυνση του αρχαιολόγου Ηλία Σπονδύλη, κατά τα έτη 2000 και 2003-2010, έχουν εντοπιστεί 14 αρχαία ναυάγια, στην πλειονότητά τους βυζαντινής εποχής, αλλά και δύο καταποντισμένοι οικισμοί της Πρώιμης και της Μέσης Εποχής του Χαλκού. Στη δεύτερη ανήκει ο καταποντισμένος οικισμός, που ήρθε στο φως, στη θέση Μετόχι στον Όρμο Νηές. Οι έρευνες των τελευταίων δύο ετών αποκάλυψαν δέκα ακόμα τάφους, αλλά και ταφικές περιβόλους καθώς και αρχιτεκτονικά θεμέλια κτιρίων.
Κάθε ένα από τα ναυάγια που έχουν εντοπιστεί αξίζει να ερευνηθεί χωριστά, διότι μπορούν να προσφέρουν πολύτιμες πληροφορίες που θα φωτίσουν σημαντικές πλευρές της πρωτοβυζαντινής ιστορίας. Επιπλέον, θα αναδείξουν τον σημαντικό ρόλο που έπαιξαν τα λιμάνια του Παγασητικού Κόλπου στις πολιτισμικές και εμπορικές ανταλλαγές την εποχή αυτή, η οποία σηματοδοτεί το τέλος του αρχαίου κόσμου. Π.χ. το ναυάγιο του 4ου αιώνα μ.Χ. ανήκει σε μία εποχή που η Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία μετεξελίσσεται σε αυτό που πολύ αργότερα ονομάστηκε Βυζαντινή Αυτοκρατορία. Είναι δε το πρώτο ναυάγιο αυτής της εποχής που ερευνάται στον ελληνικό χώρο.
Η υποβρύχια έρευνα που διεξάγεται υπό τη διεύθυνση του αρχαιολόγου Χρήστου Αγουρίδη σε επιλεγμένες θέσεις του Αργοσαρωνικού, από το 2000 μέχρι σήμερα, έχει αποκαλύψει δύο ναυάγια των πρώιμων βυζαντινών χρόνων (6ος-7ος αι. μ.Χ.), κοντά στις νησίδες Κορακιά (Πόρτο Χέλι) και Βλυχός (Υδρα), καθώς και ένα ναυάγιο της Ύστερης Εποχής του Χαλκού (13ος-12ος αι. π.Χ) στη βραχονησίδα Μόδι (ή Λιοντάρι), νότια του Πόρου.
Τα πλοία που ναυάγησαν στην Κορακιά και το Βλυχό μετέφεραν πιθανότατα λάδι. Η θέση τους, σε συνδυασμό με τα άλλα ιστορικά και αρχαιολογικά δεδομένα στην περιοχή, ενισχύει την άποψη ότι οι δύο νησίδες χρησίμευαν ως προσωρινά καταφύγια και σημεία εφοδιασμού των πλοίων, που περιέπλεαν τις ακτές της Αργολίδας κατά τη διάρκεια της ιδιαίτερα ταραγμένης αυτής περιόδου, λόγω των επιδρομών των Σλάβων από την ξηρά και των Αράβων από τη θάλασσα.
Όσο για το μυκηναϊκό ναυάγιο (1200 π.Χ.) στη βραχονησίδα Μόδι -αυτή που οι ντόπιοι ονομάζουν «λιοντάρι» λόγω του σχήματός της- θεωρείται ιδιαίτερης αρχαιολογικής σημασίας, καθώς είναι το δεύτερο ναυάγιο της Ύστερης Εποχής του Χαλκού που εντοπίζεται στο χώρο του Αργοσαρωνικού και μάλιστα κατόπιν συστηματικής αρχαιολογικής έρευνας. Το πρώτο είναι το ναυάγιο του Ακρωτηρίου των Ιρίων (1200 π.Χ.), το φορτίο του οποίου εκτίθεται από το 1998 στο Μουσείο Σπετσών. Εύρημα μείζονος σημασίας θεωρείται το φορτίο του ναυαγίου τμήμα του οποίου παραμένει ακόμα στο βυθό, καθώς η ανασκαφή θα συνεχιστεί και αυτό το καλοκαίρι. Έως τώρα πάντως έχουν ανελκυστεί 14 αγγεία, δεκάδες όστρακα και θραύσματα αγγείων, αλλά και κομμάτια ξύλου, οστών, καρποί και χάνδρες.
Παράλληλα με την αρχαιολογική έρευνα και σε συνεργασία με το Μουσείο Φυσικής Ιστορίας Γουλανδρή και το Πανεπιστήμιο Αθηνών μελετώνται θαλάσσια όστρεα προκειμένου να αναγνωστεί το παλαιοπεριβάλλον της περιοχής, ενώ σε συνεργασία με το Πανεπιστήμιο Πατρών διεξάγονται γεωφυσικές έρευνες που ιχνηλατούν τις μεταβολές της ακτογραμμής στα τελευταία 20.000 χρόνια!
Για τις παραπάνω έρευνες έχει προϋπολογιστεί το ποσό των 120.000 ευρώ που καταβάλλεται από τους χορηγούς: Ινστιτούτο Αιγιακής Προϊστορίας, Ίδρυμα Μποδοσάκη, Ίδρυμα «Σταύρος Σ. Νιάρχος», Νομαρχιακό Διαμέρισμα Πειραιά, υπουργείο Υγείας και Κοινωνικής Αλληλεγγύης, Δήμος Πόρου, Motoroil Hellas, Διυλιστήρια Κορίνθου Α.Ε., κ.κ. Αθανάσιος Μαρτίνος, Κωνσταντίνος Μαρτίνος, Αφοί Μπάκλη ΑΕΒΕ, Ναυπηγεία Μπεκρή, Apnea, Mr Mark Groodman, Ευάγγελος Πισσίας, Ελευθερία Δαρσινού, Άγγελος Μαγκλής.