Η δημιουργία ενιαίου υπουργείου Πολιτισμού και Τουρισμού είναι γεγονός και οι τάσεις δείχνουν πως οι τουρίστες στην Ελλάδα είναι φέτος περισσότεροι. Πόσο, όμως, τελικά ευνοείται ο πολιτισμός από τη συγκέντρωση όλων αυτών των επισκεπτών; Πώς προωθούμε τον πολιτιστικό τουρισμό στις ξένες αγορές; Πόσοι τουρίστες πραγματικά ενδιαφέρονται για τα μουσεία και μνημεία μας; Γιατί οι περισσότεροι ξένοι αγνοούν την ύπαρξη του Φεστιβάλ Αθηνών;
Τα ίδια ερωτήματα μας απασχολούν εδώ και χρόνια. Ο πολιτιστικός τουρισμός αναπτύσσεται παγκοσμίως, αλλά εμείς εδώ φαίνεται πως δεν καταφέραμε εν τέλει να προσθέσουμε στον παγκόσμιο τουριστικό χάρτη τους θησαυρούς μας. Παλαιότερα έφταιγαν και οι αμφιλεγόμενες καμπάνιες του υπουργείου. Φέτος, ελλείψει χρημάτων η κατάσταση χειροτερεύει.
«Ο τουρισμός και ο πολιτισμός είναι έννοιες αλληλένδετες», παραδέχεται ο Γιώργος Τελώνης, πρόεδρος του Συνδέσμου των εν Ελλάδι Τουριστικών και Ταξιδιωτικών Γραφείων. «Επίσης τα μνημεία και οι αρχαιολογικοί μας χώροι είναι ο ισχυρότερος τρόπος για να μαγνητίσεις τον τουρισμό υψηλού επιπέδου για τον οποίο πασχίζουμε τόσα χρόνια με όχι και τόσο ιδιαίτερες καμπάνιες. Είναι βέβαιο πως η πλειοψηφία των τουριστών της χώρας περνά από ένα τουλάχιστον μνημείο ή αρχαιολογικό χώρο. Αυτό στο οποίο πάσχουμε είναι οι επισκέπτες που έρχονται αποκλειστικά για τους πολιτιστικούς μας θησαυρούς».
Είναι, ωστόσο, ενήμεροι οι τουρίστες για τις πολιτιστικές «παροχές» της χώρας; «Οι άνθρωποι πλέον που καταφθάνουν στην Ελλάδα είναι απολύτως ενημερωμένοι μέσω του Ίντερνετ. Το ζητούμενο είναι να γίνει σωστή δουλειά μέχρι να επιλέξει κανείς τον τόπο διακοπών του», συνεχίζει ο Γ. Τελώνης. «Εμείς προσπαθούμε πάση θυσία να παντρεύουμε την ξεκούραση με τον πολιτισμό, υπολογίζοντας ότι αυτή η εμπλουτισμένη πρόταση θα κάνει τη διαφορά κι ότι εν τέλει τα μνημεία μας είναι εκείνα για τα οποία θα μας διαλέξει κάποιος. Σκεφτείτε ότι ακόμα και για νησιά όπως και στα πακέτα της Κεφαλονιάς ή της Ζακύνθου εντάσσουμε καθημερινές εκδρομές στην Ολυμπία».
Ωστόσο, οι δυσάρεστες εκπλήξεις για όσους τελικά καταφέρουμε να δελεάσουμε είναι συχνές. «Τα βασικά μας προβλήματα είναι η διεύρυνση του ωραρίου των μουσείων, η κατάσταση των αρχαιολογικών χώρων και η “κυκλοφοριακή συμφόρηση” που παρουσιάζεται τους καλοκαιρινούς μήνες στο δημοφιλέστερο μνημείο μας: την Ακρόπολη», παρατηρεί η Ανθή Καλογιάννη, μέλος του Σωματείου Διπλωματούχων Ξεναγών. «Μην υποτιμάτε το τρίτο πρόβλημα, διότι πλέον παίρνει ανεξέλεγκτες διαστάσεις. Δεδομένου ότι η Ακρόπολη δεν έχει υιοθετήσει ακόμα —για τα γκρουπ— το σύστημα των επισκέψεων με ραντεβού, καταφθάνουν κάθε μέρα από το πρωί ως τη μία το μεσημέρι χιλιάδες άνθρωποι. Στην είσοδο του χώρου δεν υπάρχουν σχοινιά για να ρυθμίζεται η προτεραιότητα, με αποτέλεσμα οι ξεναγοί να στέκονται σε μια υποτυπώδη ουρά για να πιάσουν θέση και οι τουρίστες περιμένουν λίγο πιο πέρα μέσα στον ήλιο. Όταν έπειτα από αναμονή τουλάχιστον 45 λεπτών ανοίξει για λίγο η πόρτα, φωνάζω το γκρουπ μου, αλλά, μέχρι να συντονιστούμε, η πόρτα ξανακλείνει, οι μισοί έχουν μπει κι οι υπόλοιποι περιμένουν απ’ έξω για άλλη τόση ώρα μέχρι το επόμενο άνοιγμα. Σας μιλάω για σκηνές απείρου κάλλους. Ειδικά την Τρίτη και την Πέμπτη —ημέρες που συνήθως δένουν τα κρουαζιερόπλοια στον Πειραιά και οι τουρίστες ανηφορίζουν στην Ακρόπολη— η κατάσταση είναι αφόρητη».
Το ίδιο πρόβλημα επισημαίνει η αρμόδια Εφορεία του ΥΠΠΟΤ με σχετικό έγγραφό της προς το Σωματείο Διπλωματούχων Ξεναγών και τον Σύνδεσμο Τουριστικών Πρακτόρων, στο οποίο αναφέρει ότι «σε περιόδους τουριστικής αιχμής δημιουργούνται σοβαρά προβλήματα κατά την είσοδο και διέλευση των τουριστών στην Ακρόπολη (ιδίως μεταξύ του Πύργου Νίκης-Βάθρου Αγρίππα-Προπυλαίων), στις ώρες αιχμής 09.00-13.00. Συγκεκριμένα οι ξεναγοί σταματούν τα γκρουπ για ξενάγηση στην περιοχή αυτή της ανόδου, με αποτέλεσμα να μην είναι δυνατή η διέλευση των άλλων επισκεπτών και να θέτουν σε κίνδυνο την ασφάλειά τους».
Η απάντηση βεβαίως των ξεναγών είναι σαφής: «Από το 2007 είπαμε στο ΥΠΠΟΤ ότι η λύση στο πρόβλημα του συνωστισμού δεν είναι η μη ξενάγηση του αρχαιολογικού χώρου, αλλά η κλιμάκωση των επισκέψεων σε συνεργασία με τα τουριστικά γραφεία, τις ναυτιλιακές εταιρείες, ακόμα και τα σχολεία. Σε όλο τον κόσμο τα γκρουπ των τουριστών επισκέπτονται τα μνημεία με ραντεβού προκειμένου να διαμοιράζεται ο αριθμός των τουριστών σε διαφορετικές ώρες μέσα στην ημέρα. Εδώ επικρατεί το “όποιος προλάβει”» λέει η Ανθή Καλογιάννη.
Καλύτερη εικόνα στην είσοδο και πολλούς ακόμα χώρους ενδεχομένως να φέρει η τοποθέτηση μηχανών ακύρωσης των εισιτηρίων — έχει μόνο το νέο Μουσείο της Ακρόπολης. Το ΥΠΠΟΤ υπολογίζει πως του χρόνου το καλοκαίρι θα έχουμε τους πρώτους 30 αρχαιολογικούς χώρους με αυτόματους πωλητές.
Διφορούμενα επίσης είναι τα συμπεράσματα που προκύπτουν από την άνοδο της κρουαζιέρας για την οποία τόσος λόγος γίνεται τελευταία. Η θετική της «επίδραση» στον πολιτιστικό τουρισμό αμφισβητείται από μέρους των ξεναγών, αλλά υμνείται από τους τουριστικούς πράκτορες. «Ο τουρισμός της κρουαζιέρας δεν ωφελεί το χώρο του πολιτισμού, διότι οι συγκεκριμένοι επισκέπτες, σε αντίθεση με όσους καταφθάνουν για μία εβδομάδα διακοπών με αεροπλάνο, δεν μετακινούνται και δεν αφήνουν χρήματα στη χώρα. Δίνουν 12 ευρώ να δουν την Ακρόπολη και ξεμπερδεύουν με τον πολιτισμό» διευκρινίζει η Ανθή Καλογιάννη.
«Το γεγονός ότι οι επισκέπτες κρουαζιέρας επισκέπτονται πράγματι μουσεία και αρχαιολογικούς χώρους πέριξ του λιμανιού στο οποίο σταθμεύουν δεν μπορεί να ακυρώσει το γεγονός ότι συμβάλλουν σημαντικά στην αύξηση των εσόδων έστω και αυτών των χώρων», λέει η γενική γραμματέας του υπουργείου Πολιτισμού, Λίνα Μενδώνη. «Δεν μπορούμε να αγνοήσουμε ότι τις μέρες των αφίξεών τους η Ακρόπολη υποδέχεται 4.000-5.000 τουρίστες και η Ολυμπία 2.500-3.000».
Πολλοί απ’ αυτούς βέβαια έζησαν έναν ακόμα εφιάλτη αφού —σύμφωνα με ανακοίνωση του Σωματείου Ξεναγών— στον πρόσφατο αποκλεισμό του λιμανιού από τους απεργούς ιδιοκτήτες ταξί, οι απεργοί «εμπόδιζαν τα γκρουπ να επιβιβαστούν ακόμα και στα πούλμαν που ήταν μισθωμένα, έβριζαν και προπηλάκιζαν τους ξεναγούς επειδή περίμεναν στον επιβατικό σταθμό του ΟΛΠ για να παραλάβουν τους τουρίστες, ενώ η αστυνομία παρακολουθούσε αμέτοχη τα τεκταινόμενα».
Τελικά τι γνωρίζουν και τι θέλουν να δουν από την πολιτιστική μας κληρονομιά οι σημερινοί τουρίστες; Σημαντικότερος πόλος έλξης για τους τουρίστες παραμένει η Ακρόπολη αλλά και το Νέο Μουσείο της Ακρόπολης, ενώ ψηλά στις προτιμήσεις είναι η Αρχαία Ολυμπία, το Αρχαιολογικό Μουσείο της Αθήνας και της Θεσσαλονίκης, οι Δελφοί, η Βεργίνα. Ωστόσο, το πρόγραμμα αναβάθμισης αρχαιολογικών χώρων που ανακοίνωσε το υπουργείο είχε στόχο την άμεσα καλύτερη παροχή υπηρεσιών σε 20 μουσεία και αρχαιολογικούς χώρους. Ανάμεσά τους η Ακρόπολη, η Κνωσός, η Ολυμπία, το Αρχαιολογικό Μουσείο Θεσσαλονίκης, το Μουσείο Βυζαντινού Πολιτισμού Θεσσαλονίκης.
«Σημαντικά μουσεία βρίσκει κανείς σε όλες τις χώρες. Γι’ αυτό και από πλευράς υπουργείου η έμφαση δίνεται στους αρχαιολογικούς χώρους, υπολογίζοντας στους τουρίστες εκείνους που αναζητούν την ιστορία σε έναν υπαίθριο χώρο» λέει η Λίνα Μενδώνη. «Πέρα, λοιπόν, από την πάγια προσπάθεια που κάνουμε να συνδέσουμε τον τουρισμό με τον πολιτισμό, φροντίσαμε πρόσφατα με το πρόγραμμα αναβάθμισης να εφοδιάσουμε τους χώρους με δίγλωσσα φυλλάδια και καταλόγους, τοποθέτηση μεγάλων ενημερωτικών πινακίδων, φυλάκια αρχαιοφυλάκων, τουαλέτες (και για ΑΜΕΑ), ψύκτες νερού».
Επίσης αυτόν τον καιρό αναπροσαρμόζονται και οι τιμές των εισιτηρίων, ώστε ο επισκέπτης μιας περιοχής να έχει τη δυνατότητα να επισκεφθεί περισσότερα μνημεία με λιγότερα χρήματα. Για παράδειγμα εγκρίθηκε από το ΚΑΣ η έκδοση ενιαίου εισιτηρίου για όλα τα μυκηναϊκά μνημεία της Αργολίδας (Τίρυνθα, Μυκήνες, Μιδέα και Δενδρά) με 10 ευρώ. Το μειωμένο πέφτει στα 5 ευρώ.
Πάντως, τα στοιχεία που έδωσε πριν από λίγες μέρες η Ελληνική Στατιστική Αρχή αποδεικνύουν πως ο πολιτισμός και ο τουρισμός δεν είναι συγκοινωνούντα δοχεία, καθώς η Ελλάδα προσελκύει μεν περισσότερους τουρίστες, αλλά οι επισκέπτες των μουσείων και αρχαιολογικών χώρων μειώνονται δραματικά. Τα στοιχεία αφορούν μεν το πρώτο τρίμηνο του 2011 (Ιανουάριο-Μάρτιο) αλλά είναι αποθαρρυντικά: οι επισκέπτες στα μουσεία μειώθηκαν κατά 24,3% και οι εισπράξεις κατά 26,8% – σε σύγκριση με το αντίστοιχο τρίμηνο του 2010. Μεγάλες είναι οι απώλειες ακόμα και για το Νέο Μουσείο της Ακρόπολης, καθώς από τους 310.986 περσινούς επισκέπτες υποδέχτηκε φέτος 231.082 (μείωση που αγγίζει το 25,7%). Όσο για τα έσοδα, φαίνεται πως ελάχιστα συμβάλλουν στο κράτος, αφού οι συνολικές εισπράξεις είναι 1,05 εκατ. ευρώ από τα μουσεία και 1,92 εκατ. ευρώ από τους αρχαιολογικούς χώρους. Το μόνο παρήγορο που προκύπτει από αυτά τα στοιχεία είναι η αύξηση των επισκεπτών στους αρχαιολογικούς χώρους: 23,1% για την Ακρόπολη, 17,6% για την Αρχαία Ολυμπία, 42,9% για τον αρχαιολογικό χώρο Καμείρου στη Ρόδο.
Μακριά, πάντως, από την προσοχή των τουριστών παραμένει και το Φεστιβάλ Αθηνών, αφού η μη έγκαιρη ανακοίνωση του προγράμματός του το καθιστά απρόσιτο στους ξένους επισκέπτες. Τα πρώτα χρόνια του Γιώργου Λούκου στο τιμόνι του φεστιβάλ, υπήρξε προσπάθεια να ανακοινώνονται οι εκδηλώσεις γύρω στον Ιανουάριο. Φέτος, δυστυχώς, έφτασε ο Απρίλιος για να μάθουμε τι θα φιλοξενήσει. Το γεγονός αυτό δεν επιτρέπει στους τουριστικούς πράκτορες να εντάξουν τις πολιτιστικές εκδηλώσεις στα πακέτα τους — τα οποία οριστικοποιούνται μήνες πριν.
«Είναι πραγματικά κρίμα να ανακαλύπτουν οι τουρίστες την ύπαρξη του Ηρωδείου όταν επισκέπτονται την Ακρόπολη. Κι είναι ακόμα πιο κρίμα να διαπιστώνεις την έκπληξή τους όταν μαθαίνουν ότι σε αυτόν τον χώρο πραγματοποιούνται παραστάσεις», λέει η Ανθή Καλογιάννη. «Το Φεστιβάλ Αθηνών και Επιδαύρου δεν φρόντισε να κάνει την παρουσία του αισθητή στο μηχανισμό που κινεί τα νήματα των ξένων τουριστών. Αν γνώριζαν την ύπαρξή του, είναι δεδομένο —κρίνοντας από τις θερμές τους αντιδράσεις— ότι θα το επισκέπτονταν».
Από τη μεριά του Φεστιβάλ, πάντως, υποστηρίζουν πως, αντί για τις δαπανηρές διαφημιστικές καταχωρίσεις στον διεθνή τύπο και τα ειδικά περιοδικά, επέλεξαν έναν άλλο τρόπο προβολής: «Θεωρήσαμε πιο αποδοτικό να καλούμε ξένους δημοσιογράφους να έρθουν στην Αθήνα και να παρακολουθήσουν τις παραστάσεις μας», λέει η Μαρία Παναγιωτοπούλου, υπεύθυνη του γραφείου τύπου του φεστιβάλ. «Αντί να ξοδέψουμε χρήματα για καμπάνιες, φιλοξενούμε 4-5 ανθρώπους που εργάζονται σε νευραλγικά πόστα και επωφελούμαστε από τα ρεπορτάζ που γράφουν στα μέσα που εργάζονται. Δυστυχώς, φέτος, ελέω οικονομικής κρίσης, αυτή η προσπάθεια προβολής ατόνησε, με αποτέλεσμα να κληθούν μόλις δύο δημοσιογράφοι: ένας Γάλλος από το περιοδικό Nouvel Observateur κι ένας καναδός ανταποκριτής».
Εν τω μεταξύ, εξαιρετικά αποθαρρυντικά δρα και στον τομέα του πολιτιστικού τουρισμού η εικόνα του κέντρου και η συνολική υποβάθμιση περιοχών. Θέλοντας να προστατεύσουν την εικόνα της πόλης, οι ξεναγοί και τα τουριστικά γραφεία επινοούν διάφορα τεχνάσματα προκειμένου να αφαιρούν από το «χάρτη» των επισκεπτών σημεία της πόλης που δεν μας τιμούν. «Επιστρέφοντας για παράδειγμα από Δελφούς ή Επίδαυρο, παλαιότερα μπαίναμε με το πούλμαν στην πόλη από τη λεωφόρο Καβάλας. Σήμερα αναγκαζόμαστε συχνά να κατεβαίνουμε ως το Φάληρο και να μπαίνουμε στο κέντρο από τη Συγγρού για να αποφύγουμε την εικόνα των σκουπιδιών, των αστέγων, της βρομιάς και των τοξικομανών. Αποτέλεσμα; Την Ομόνοια, τα μνημεία και τα ιστορικά σημεία που βρίσκονται σε αυτές τις γωνιές δεν πρόκειται κανείς να τα επισκεφθεί. Όσο για το Αρχαιολογικό Μουσείο, εντός υπολειτουργεί και στον περιβάλλοντα χώρο το θέαμα είναι τραγικό. Εμείς διηγούμαστε την ιστορία του και οι τουρίστες κοιτάνε το πάρε-δώσε των ναρκομανών».
Κι αν αυτή είναι η εικόνα που βλέπει ένας τουρίστας στην Αθήνα, σκεφτείτε τι συμβαίνει στην επαρχία. Ξεναγός που επέστρεψε μόλις από τη Θάσο, μας είπε πως η ίδια και το γκρουπ της δεν κατάφεραν καν να μπουν στον αρχαιολογικό χώρο της Αμφίπολης, επειδή τα χόρτα είχαν μεγαλώσει ως το μπόι τους. Όσο για τον Μυστρά, ο επισκέπτης εκεί ενημερώνεται με την είσοδό του στο χώρο πως κάποιες από τις εκκλησίες είναι κλειστές, διότι δεν φτάνουν για όλες οι βάρδιες των φυλάκων…