Η συνήθεια του Έλληνα να χαράζει σε τοίχους, κολόνες, πεζοδρόμια είναι διαχρονική, παμπάλαιη, κρατάει τουλάχιστον 2.500 χρόνια. Κι αν το χάραγμα με ένα αιχμηρό αντικείμενο πάνω σε μια κολόνα του Παρθενώνα φάνταζε κάποτε ως βέβηλη πράξη, σήμερα τα αρχαία γκράφιτι είναι ιερά και διατηρητέα γιατί αποτελούν πολύτιμη πηγή πληροφόρησης για λοιμούς, σεισμούς, καταποντισμούς.
Τα χαράγματα στον Παρθενώνα ξεκινάνε από την κορυφή του ναού και φθάνουν έως τα σκαλοπάτια του. Στους κίονες της δυτικής πλευράς που τώρα αποσυναρμολογείται για να αναστηλωθεί, ακριβώς κάτω από τα κιονόκρανα, διαβάζεις με ωραία καλλιγραφικά γράμματα ονόματα θανόντων αρχιερέων, μοναχών, διακόνων και πλάι τη χρονολογία του θανάτου τους. Κι όλα αυτά σε ύψος 8 μέτρων στην εσωτερική πλευρά των κιόνων, όπου σώζεται ακόμη η ξανθοκάστανη πατίνα (ή το χρυσαφί με το οποίο ήταν βαμμένοι οι κίονες). Για κάποιον λόγο έχουν ακόμη χαράξει κάποια εκκλησιαστικά κείμενα, ψαλμούς, τροπάρια, ευχές, δεήσεις από την εποχή που ο ναός της Αθηνάς λειτουργούσε ως Παναγία Αθηνιώτισσα.
Έχουν καταμετρηθεί 37 χαράγματα, ανάμεσα στα οποία διάφορα σχέδια πλοίων και 50 παιχνίδια σαν τη δική μας τρίλιζα, τις γουβίτσες και το σκάκι. Τα «επιτραπέζια» παιχνίδια όπως θα τα λέγαμε σήμερα είναι λαξευμένα στα σκαλιά και στο δάπεδο του ναού. Η ύπαρξή τους δεν ήταν πάντα γνωστή. Εντοπίστηκαν τελευταία κατά τις εργασίες αναστήλωσης. Οι μελετητές του μνημείου παρατήρησαν ότι οι παίκτες πρέπει να απέφευγαν τη βορινή πλευρά (όπου έχει βρεθεί μόνο ένα παιχνίδι) για κλιματικούς λόγους. Προτιμούσαν τη νότια και δυτική πλευρά. Μάλιστα στο δυτικό πτερό, ανάμεσα στην κιονοστοιχία και τον τοίχο του κυρίως ναού, βρέθηκαν χαραγμένα 20 παιχνίδια. Τα περισσότερα είναι δεξιοτεχνίας (τρόπας) και τρία μόνο πεσσείας (εννεάδας και διαγραμμισμού), δηλαδή στρατηγικής που παιζόταν με πεσσούς (πιόνια).
Οι πρώτοι που ανατρίχιασαν βλέποντας γκράφιτι πάνω στις κολόνες του Παρθενώνα, των Προπυλαίων, του Θησείου και του Ολυμπιείου, ήταν οι περιηγητές τον 18ο αιώνα. Εξέφρασαν και την αποστροφή τους στο βέβηλο χέρι που έγραψε κάτι σε αρχαίο μάρμαρο. Δεν συμμερίστηκε όμως την άποψή τους και ο αρχαιολόγος Κυριάκος Πιττάκης (1798-1863), ο οποίος είδε τα χαράγματα ως ιστορικά ντοκουμέντα και ήταν ο πρώτος που, μαζί με τον Ρώσο αρχιμανδρίτη Αντωνίνο, άρχισε την καταγραφή τους. Την ίδια άποψη φαίνεται πως είχε και ο αθηναιογράφος Δημήτριος Καμπούρογλου (1852-1942), ο οποίος είχε σημειώσει ότι «ο πρώτος χαράξας επί αρχαίου κίονος ιστορικόν γεγονός ήτο ο πρώτος ακαλαίσθητος Έλλην, αλλά συγχρόνως και ο πρώτος ευεργέτης της Ιστορίας».
Και είχε απόλυτο δίκιο. Γιατί αν κάποιοι άγνωστοι δεν είχαν χαράξει στις κολόνες του Θησείου γεγονότα που συνέβησαν στα σκοτεινά χρόνια της Τουρκοκρατίας, ίσως τώρα να αγνοούσαμε τη μεγάλη πυρκαγιά της Αθήνας (1591) και έναν φοβερό λοιμό που είχε ως αποτέλεσμα να πεθάνουν «χιλιάδες λαού και Καστριώτες» (κάτοικοι του κάστρου της Ακρόπολης) το 1554. Ο ανώνυμος πολίτης της Αθήνας θέλησε επίσης την ίδια περίοδο να αποκαλύψει ένα επτασφράγιστο μυστικό (κι αυτό στο Θησείο), ότι οι Τούρκοι πήραν παιδιά για να τα εξισλαμίσουν.
Αλλά και ο Λόρδος Βύρων δεν απέφυγε τον πειρασμό να χαράξει το όνομά του σε έναν κίονα του ναού του Ποσειδώνα στο Σούνιο. Από θαυμασμό για το μνημείο, επειδή κι άλλοι το συνήθιζαν, ή από ματαιοδοξία για να μείνει το όνομά του στην αιωνιότητα. Το δικό του «αποτύπωμα» τελικά έχει «καθαγιασθεί» από τη φιλελληνική δράση του και δεν υπάρχει ξεναγός που να παραλείψει να δείξει αυτό το χάραγμα στους απανταχού της γης τουρίστες.
Τα γραφήματα είναι μάρτυρες επιμέρους γεγονότων και όλα μαζί δείχνουν ότι μια πόλη με μακραίωνη ιστορία σαν την Αθήνα, που έζησε μέρες δόξης λαμπρές αλλά και μεγάλης παρακμής, δεν εγκαταλείφθηκε ποτέ. Η χρονολογική συνέχεια που παρουσιάζουν τα χαράγματα σε διάφορα μνημεία αποδεικνύει σύμφωνα με τον Πιττάκη την αδιάκοπη κατοίκηση της πόλης, αντικρούοντας τις θεωρίες ότι εγκαταλείφθηκε για τρία χρόνια μετά την πολιορκία της Ακρόπολης και την ανατίναξη του Παρθενώνα από τον Μοροζίνι (1687).
Τα δυσάρεστα γεγονότα, πάντως, είναι ένα ισχυρό κίνητρο για κάποιον να πάρει ένα καρφί και να το καταγράψει πάνω σε μια αρχαία κολόνα. Όπως οι απαγχονισμοί αθώων χριστιανών από τους Τούρκους, που έχουν χαραχθεί στα μάρμαρα του Ολυμπίου Διός στην Αθήνα. Σκεφθείτε την αλγεινή εντύπωση του φτωχού ραγιά όταν είδε να γίνονται σκόνη κάποιοι σπόνδυλοι του ίδιου αυτού αρχαίου ναού με απόφαση του βοϊβόδα των Αθηνών Τζισταράκη (1791) για να χρησιμοποιηθεί ως οικοδομικό υλικό για να κτιστεί το Τζαμί του Κάτω Παζαριού, στο Μοναστηράκι. Εκείνος που αποφάσισε να σημειώσει το γεγονός στο Ολυμπιείο, ήταν μια ελεύθερη ψυχή που επιτελούσε μια πράξη αντίστασης στον κατακτητή.
Σήμερα πάντως μπορεί να μην έχουμε γκράφιτι σε ναούς, όμως ολοένα και περισσότερο τα αποδεχόμαστε -αν δεν τα επιζητούμε κιόλας- στους δημόσιους χώρους. Μην σας φανεί παράξενο αν σε λίγα χρόνια σημερινά γκράφιτι κηρυχθούν διατηρητέα γιατί θα αποτελούν μια «τοιχογραφία» της εποχής μας.