Ανακοίνωση-κόλαφο εξέδωσε ο Σύλλογος Ελλήνων Αρχαιολόγων μετά και τη χτεσινή συνέντευξη τύπου που οργάνωσε με αφορμή τον δημόσιο διάλογο για τα δημόσια μουσεία.
Αφετηρία της ανακοίνωσης αποτελεί η παρατήρηση ότι με αφορμή την κρίση έχει επέλθει μια στοχοποίηση των δημόσιων φορέων πολιτισμού. Στο όνομα της κρίσης φαίνεται ότι δικαιολογήθηκαν οι αυτόματες περικοπές σε όλους τους τομείς των φορέων αυτών: ανθρώπινο δυναμικό, μισθοί, εργασιακά δικαιώματα. Καθώς τέτοια φαινόμενα είναι ορατά από το ευρύ κοινό περισσότερο στα δημόσια μουσεία, η αρνητική εικόνα που έχει επέλθει έχει πυροδοτήσει συζητήσεις. Κέντρο σε αυτές αποτελεί, όπως αναφέρεται, η αντίληψη του «πόσο πιάνει». «Μοιάζει σαν η λειτουργία του Μουσείου να περιορίζεται στο εκδοτήριο εισιτηρίων και στο πωλητήριο […]. Το δημόσιο Μουσείο, όμως, δεν είναι απλώς μια ταμειακή μηχανή. Είναι ένας πολιτιστικός φορέας με κοινωνικό προσανατολισμό, ένα πνευματικό ίδρυμα που προστατεύει, εκθέτει και προβάλλει την πολιτιστική κληρονομιά, προσφέρει εκπαιδευτικό έργο διδάσκοντας μέσα από τα εκθέματά του, αποτελεί τόπο παραγωγής πρωτότυπης επιστημονικής γνώσης με διεθνή εμβέλεια, τόπο επαφής και διαλόγου του σύγχρονου πολιτισμού με την αρχαία κληρονομιά. Η λειτουργία των δημόσιων Μουσείων, στα μάτια των εργαζόμενων στην Αρχαιολογική Υπηρεσία και –κυρίως– των χιλιάδων επισκεπτών, μαθητών, εκπαιδευτικών, τουριστών, επιστημόνων, φοιτητών, μετριέται με αυτά τα κριτήρια».
Πραγματικά, οι εργαζόμενοι στα δημόσια μουσεία στέκονται ηρωικά στις περιστάσεις συνεχίζοντας το έργο τους από φιλότιμο και μόνο: δημιουργούν εκθέσεις, δωρεάν εκπαιδευτικά προγράμματα, επιστημονικές εκδηλώσεις. «Οι εργαζόμενοι των δημόσιων μουσείων, όπως και συνολικά της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας, έχουν μάθει να παράγουν «μικρά θαύματα» με πενιχρή χρηματοδότηση», αναφέρει η ανακοίνωση γνωστοποιώντας ότι «εκτός της μισθοδοσίας, το ΕΑΜ για όλο το 2010 χρηματοδοτήθηκε από τον τακτικό προϋπολογισμό και το ΤΑΠ με 300.000 ευρώ, το ΒΧΜ με 500.000 ευρώ (τακτικός προϋπολογισμός), το ΑΜΘ με 92.700 ευρώ (τακτικός προϋπολογισμός)!».
Παράλληλα, θέση του Συλλόγου Ελλήνων Αρχαιολόγων είναι ότι τα δημόσια μουσεία πρέπει να συνεχίσουν να είναι δημόσια. «Κανένα Μουσείο στον κόσμο –ακόμη και τα πιο προβεβλημένα– δεν μπορεί να «βγάλει τα έξοδά του» από τα έσοδα των εισιτηρίων και του πωλητηρίου, ανεξαρτήτως της νομικής μορφής του, της επικοινωνιακής του πολιτικής, ή της εφευρετικότητας των επικεφαλής του. Γι’ αυτό και είναι τουλάχιστον άτοπο να επανέρχεται στη δημόσια συζήτηση το επιχείρημα της μετατροπής των μουσείων σε νομικά πρόσωπα».
Στη συνέχεια οι αρχαιολόγοι περνούν στην επίθεση. Η αργοπορία στις προσλήψεις φυλάκων και την εύρεση κονδυλίων για ευπρεπισμό χώρων, η κωλυσιεργία στην αντιμετώπιση της υποβάθμισης στην περιοχή του Εθνικού Αρχαιολογικού και του Επιγραφικού Μουσείου αλλά και η αδυναμία υλοποίησης διαφόρων σχεδίων λόγω της συνεχούς «αλλαγής πλεύσης» της εκάστοτε ηγεσίας εξηγούνται ως «συνειδητές επιλογές, που σχετίζονται με τη σταδιακή προσπάθεια τα δημόσια Μουσεία να απαξιωθούν στη συνείδηση της ελληνικής κοινωνίας, ώστε να γίνει πιο εύκολα αποδεκτή η αλλαγή νομικού καθεστώτος, η ιδιωτικοποίηση ορισμένων λειτουργιών τους, ακόμη και η απόλυση εργαζομένων από αυτά». Η ανακοίνωση μάλιστα προβαίνει σε μια σειρά από ερωτήματα που εγείρουν οι αρχαιολόγοι στην πολιτεία:
«- Γιατί το τεράστιο ενδιαφέρον για τον τουρισμό και οι επαφές με τους τουριστικούς πράκτορες από όλο τον κόσμο δεν συνοδεύτηκαν από την έγκαιρη πρόσληψη φυλακτικού προσωπικού, όταν το πρόβλημα των κλειστών αιθουσών ήταν γνωστό από το τέλος της προηγούμενης χρονιάς, ύστερα από τις απολύσεις των χιλιάδων συμβασιούχων και τις αθρόες συνταξιοδοτήσεις προσωπικού; Μήπως τελικά το είδος του τουρισμού που προσπαθεί εναγωνίως να προσελκύσει η πολιτική ηγεσία δεν είναι αυτό που ενδιαφέρεται για τα μουσεία και τον πολιτισμό της χώρας μας;
– Τι έγινε με τα κονδύλια για τα ηλεκτρονικά πωλητήρια που ανατέθηκαν μέσω του ΟΠΕΠ ΑΕ στη Siemens και γιατί το ελληνικό δημόσιο δεν διεκδικεί την επιστροφή τους, αφού τα ηλεκτρονικά πωλητήρια είτε δεν εγκαταστάθηκαν ποτέ είτε αδυνατούν να λειτουργήσουν;
– Γιατί οι εξαιρετικής ποιότητας πρωτότυπες παραγωγές του ΤΑΠΑ δεν αναπαράγονται ώστε να πωλούνται από τα πωλητήρια των Μουσείων;
– Ποιος θα αναλάβει την ευθύνη για τον ΟΠΕΠ ΑΕ, που επεκτάθηκε σε βάρος του ΤΑΠΑ, για να κλείσει αφήνοντας πίσω του χρέη 7 εκατομμύρια ευρώ; Γιατί τελικά το κλείσιμο του ΟΠΕΠ ΑΕ είχε επίπτωση μόνο στους συμβασιούχους των 800 ευρώ και στα κλειστά επί μήνες πωλητήρια, αλλά δεν αποδίδεται καμία ευθύνη σε όσους διαχειρίστηκαν με αυτόν τον τρόπο χρήματα του ελληνικού δημοσίου;
– Γιατί σε μια περιοχή που υποβαθμίζεται συνεχώς, όπως είναι η περιοχή στην οποία βρισκόμαστε σήμερα, δεν υπάρχει καμία παρέμβαση της πολιτείας; Το Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο θα μπορούσε να αποτελεί, μαζί με το γειτονικό Επιγραφικό Μουσείο, το Ακροπόλ και το Πολυτεχνείο, τον περιβάλλοντα χώρο και τον πεζόδρομο της Τοσίτσα, έναν ζωντανό πολιτιστικό πόλο για το κέντρο της Αθήνας, που θα άλλαζε τη φυσιογνωμία της ευρύτερης περιοχής. Αντί για αυτό, το Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο στραγγαλίζεται οικονομικά και υπολειτουργεί, ο περιβάλλων χώρος του υποβαθμίζεται και η οδός Τοσίτσα έχει παραδοθεί συνειδητά στη διακίνηση ναρκωτικών. Βιώνουμε καθημερινά την ανοχή της αστυνομίας, παράλληλα με την προσπάθεια διάλυσης των δημοσίων υπηρεσιών που σχετίζονται με την παροχή βοήθειας στους τοξικοεξαρτημένους.»
Η ανακοίνωση συνεχίζει εκφράζοντας ότι οι πολιτικές που εφαρμόζονται δεν εξαντλούνται στα δημόσια Μουσεία, και βεβαιώνοντας ότι «η επίθεση στην Αρχαιολογική Υπηρεσία θα ενταθεί το επόμενο διάστημα». Η απαξίωση του αρχαιολογικού έργου θεωρείται ως λύση στο εμπόδιο που θα μπορούσε να αποτελέσει η αρχαιολογική νομοθεσία στην πώληση γαιών την οποία ενθαρρύνει ο πρόσφατα εγκεκριμένος εφαρμοστικός νόμος καθώς και στα «εμπράγματα δικαιώματα» που απαιτούν οι δανειστές της χώρας».
«Δεν θα αφήσουμε τα δημόσια Μουσεία να απαξιωθούν, δεν θα αφήσουμε την πολιτιστική κληρονομιά της χώρας βορά σε κάθε λογής επιχειρηματικά συμφέροντα» αναφέρει κλείνοντας το κείμενο. ανακοινώνοντας ταυτόχρονα ότι ο Σύλλογος Ελλήνων Αρχαιολόγων θα προχωρήσει σε μια σειρά από ενέργειες δημοσιοποίησης του προβλήματος κορύφωση των οποίων θα είναι μια διεθνής ημερίδα για το θέμα. Ο τίτλος της «Μουσεία και κρίση: ο πολιτισμός ως κοινωνικό αγαθό και όχι ως προϊόν». Τίτλος, που αποτελεί και το μήνυμα των δημόσιων αρχαιολογικών λειτουργών στον κόσμο.
Πηγή: ΣΕΑ, 13/07/2011