Ο οικισμός της Ύδρας είναι γνωστός περισσότερο για τα αρχοντικά του και για την αμφιθεατρική του διάταξη πάνω στους λόφους που πλαισιώνουν το λιμάνι. Λιγότερο γνωστοί είναι οι ανεμόμυλοι, οι οποίοι δέσποζαν στο λιμάνι στα τέλη του 18ου αιώνα (σημ. 1).
Πράγματι, ανεμόμυλοι ή κατάλοιπα αυτών εντοπίζονται σε διάσπαρτες θέσεις και σε όλη την έκταση του οικισμού. Συγκεκριμένα, εντοπίζονται δύο στα Καμίνια (ανεμόμυλοι 1-2), τρεις στη συνοικία του Λόφου (3-5), επτά στο λόφο δυτικά του λιμανιού (6-12), δύο στο λόφο ανατολικά του λιμανιού (13-14) και, τέλος, δύο στα νότια του οικισμού και σε απόσταση από αυτόν (15-16) (εικ.1).
Για την έρευνα των ανεμόμυλων της Ύδρας χρήσιμα στοιχεία προκύπτουν από το συσχετισμό με την ιστορία του οικισμού και του ελληνικού ανεμόμυλου, από τις απεικονίσεις και φωτογραφίες του οικισμού, καθώς και από την παρατήρηση των αρχιτεκτονικών καταλοίπων. Ως ενδείξεις επίσης χρησιμεύουν η διακύμανση του πληθυσμού και η επέκταση του οικισμού. Οι βιβλιογραφικές αναφορές στους ανεμόμυλους της Ύδρας είναι λίγες, σύντομες και επικεντρώνονται είτε στην αρχιτεκτονική του οικισμού, είτε στους ανεμόμυλους άλλων περιοχών.
Ιστορικά στοιχεία:
Υποστηρίζεται ότι ο ανεμόμυλος λειτουργούσε στο Αιγαίο ήδη από το 12ο-13ο αιώνα, ενώ κατά το 16ο αιώνα είχε πλέον διαδοθεί (σημ. 2). Η διάδοσή του όμως στον ελλαδικό χώρο παραμένει ακόμα θολή.
α) 15ος-αρχές 19ου αιώνα: Η ιστορία του οικισμού της Ύδρας ξεκίνησε στα 1460, όταν κύματα προσφύγων έφτασαν στο νησί. Τέτοια κύματα συνεχίστηκαν κατά το 16ο και 17ο αιώνα. Οι πρώτοι κάτοικοι εγκαταστάθηκαν στην περιοχή του Προφήτη Ηλία, νότια του οικισμού και σε μεγάλο υψόμετρο. Στη συνέχεια συγκροτήθηκε ο οικιστικός πυρήνας της Κιάφας, σε χαμηλότερο υψόμετρο.
Από τα μέσα του 17ου και καθ’ όλο το 18ο αιώνα οι Υδραίοι ασχολήθηκαν με το θαλάσσιο εμπόριο, ευνοημένοι από τις διεθνείς συγκυρίες. Στα τέλη του 18ου και στις αρχές του 19ου αιώνα η Ύδρα έφτασε στο απόγειο της ακμής της. Ο οικισμός απολάμβανε πλούτη, ενώ το 1778 ο Σουλτάνος παραχώρησε το προνόμιο της αυτοδιοίκησης. Η τάξη των νοικοκυραίων διαμορφώθηκε και χρηματοδότησε την ανοικοδόμηση αρχοντικών. Ο πληθυσμός διαρκώς αυξανόταν και το 1794 ξεπερνούσε τις 11.000, με αποτέλεσμα ο οικισμός να επεκταθεί προς το λιμάνι (εικ. 2) (σημ. 3).
Μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο κάνει την εμφάνισή του ο ανεμόμυλος. Η λειτουργία του ευνοήθηκε από τους βόρειους άνεμους που πνέουν με την κατάλληλη ανεμοδύναμη και συχνότητα, σε συνδυασμό με την ανυδρία του νησιού, που εμπόδιζε τη λειτουργία υδρόμυλων.
Πλήθος ανεμόμυλων διακρίνεται στις πρωιμότερες γνωστές απεικονίσεις της Ύδρας, οι οποίες οφείλονται στον Th. Hope και στον A.-L. Castellan. Πρόκειται για απόψεις του οικισμού από τα Βόρεια ή τα Νότια. Μία από τις υδατογραφίες του Hope έχει χρονολογηθεί στα 1795 περίπου, ενώ μια δεύτερη στους χρόνους πριν το 1806. Η χαλκογραφία του Castellan φιλοτεχνήθηκε από τον ίδιο κατά το ταξίδι του προς την Κωνσταντινούπολη το 1797 και συμπεριλήφθηκε στο έργο του, που εκδόθηκε το 1808 (σημ. 4).
Όμως, αν και οι απεικονίσεις αυτές χρονολογούνται στην ίδια περίοδο, παρουσιάζουν διαφορές ως προς τη μορφολογία του Μητροπολιτικού Ναού και του κωδωνοστασίου του. Επίσης, ενώ θεωρείται ότι η χαλκογραφία του Castellan αποτυπώνει την άποψη του λιμανιού από τη θέση των Καλών Πηγαδιών, δηλαδή από τα Νοτιοανατολικά, ο Ναός και το κωδωνοστάσιο παριστάνονται ανεστραμμένα ως προς τον άξονα Ανατολής-Δύσης.
Στις παραπάνω απεικονίσεις διακρίνονται ανεμόμυλοι σε λειτουργία, με τρούλες και φτερωτές, είτε μεμονωμένοι είτε διατεταγμένοι σε συγκρότημα. Σε δύο υδατογραφίες του Hope μπορούν να αναγνωριστούν με ασφάλεια οι ανεμόμυλοι 15 και 16.
Η λειτουργία ανεμόμυλων στην Ύδρα στις αρχές του 19ου αιώνα βεβαιώνεται χάρη σε σύντομες αναφορές. Σε σημείωμα για τους μυλωνάδες της Ύδρας το 1811 αναφέρονται 17 ονόματα, που, κατά μία άποψη, αντιστοιχούν σε 15 μυλωνάδες και σε 2 ιδιοκτήτες (σημ. 5). Επίσης στην καταγραφή εσόδων της κοινότητας για το διάστημα από την 1η Μαρτίου 1814 έως την 28η Φεβρουαρίου 1815 αναφέρονται έσοδα από τη φορολογία φούρνων, αλογόμυλων και ανεμόμυλων (σημ. 6).
Όσον αφορά στους ανεμόμυλους γειτονικών περιοχών, οι ερευνητές τοποθετούν τη λειτουργία τους στο 18ο και 19ο αιώνα, αλλά εστιάζουν στην περιγραφή της κατασκευής και της τυπολογίας τους. Συγκεκριμένα, ο Κουμανούδης χρονολογεί το μοναδικό ανεμόμυλο του Αγκριστριού στα 1812 σύμφωνα με επιγραφή και τους ανεμόμυλους της Σαλαμίνας στο 18ο-19ο αιώνα. Υποστηρίζει ότι «οι μύλοι των Σπετσών πρέπει να είναι έργα του 19ου αιώνα» και ορισμένοι ίσως του τέλους του 18ου (σημ. 7). Η πρωιμότερη γνωστή αναφορά σε αυτούς οφείλεται στο Γάλλο περιηγητή Pouqueville, ο οποίος ταξίδεψε στην Κωνσταντινούπολη το 1799 (σημ. 8). Ο Γκάτσος τοποθετεί τους ανεμόμυλους της Ερμιονίδας στο 19ο αιώνα. Παραθέτει την άποψη ότι ο λεγόμενος ανεμόμυλος του Μπιστιού, κατασκευάστηκε κατά τη δεκαετία 1780-1790 και χρονολογεί τον ανεμόμυλο της Κοιλάδας στα 1847 σύμφωνα με κτητορική επιγραφή (σημ.9).
Μόνο τους ανεμόμυλους της Αίγινας τοποθετεί ο Κουμανούδης πριν το 18ο αιώνα και συγκεκριμένα συσχετίζει τη μυλοσειρά της θέσης Παλαιόμυλοι με την καταστροφή της Παλαιοχώρας από πειρατές το 16ο ή το 17ο αιώνα (σημ. 10).
β) Αρχές 19ου-20ος αιώνας: Προχωρώντας στο 19ο αιώνα τα δεδομένα για την Ύδρα άλλαξαν. Η οικονομία της συρρικνώθηκε με τη δραστηριοποίηση ξένων δυνάμεων στο θαλάσσιο εμπόριο και με τη δαπάνη σημαντικών κεφαλαίων για την οργάνωση της Ελληνικής Επανάστασης. Το τελειωτικό πλήγμα δόθηκε στα μέσα του 19ου αιώνα με την εμφάνιση στον ελλαδικό χώρο των πρώτων ατμόπλοιων. Υδραίοι, που δεν προσαρμόστηκαν στις αλλαγές της ναυσιπλοΐας, εγκατέλειψαν το νησί. Ακόμα και η οικονομική ανάκαμψη που παρουσιάστηκε στα τέλη του 19ου και στις αρχές του 20ου αιώνα με την άσκηση της σπογγαλιείας ήταν προσωρινή.
Ο οικισμός επεκτάθηκε προς τα Δυτικά, ενώ η Κιάφα εγκαταλείφθηκε. Στη δεκαετία του 1820, ο πληθυσμός υπολογίζεται σε 27.000-28.000 κατοίκους, έκτοτε όμως μειώθηκε. Το 1828 η Ύδρα αριθμούσε 16.500 κατοίκους και το 1886 αριθμούσε 7.342 (εικ.2) (σημ. 11).
Παράλληλα, κατά τη δεκαετία του 1860 άρχισαν να λειτουργούν οι ατμοκίνητοι αλευρόμυλοι, οι οποίοι αποτέλεσαν το σημαντικότερο κλάδο της πρώτης βιομηχανικής ανάπτυξης στην Ελλάδα (σημ. 12). Ένας ατμοκίνητος αλευρόμυλος λειτουργούσε στην Ύδρα το 1886, χωρίς απαραίτητα η χρονολογία αυτή να αντιπροσωπεύει την πρώτη εμφάνιση ατμόμυλου στο νησί. Την ίδια περίοδο λειτουργούσαν ατμοκίνητοι αλευρόμυλοι επίσης στα Δίδυμα της Ερμιονίδας και στη Σαλαμίνα (σημ. 13).
Σύμφωνα με απεικονίσεις (σημ. 14), αρχικά το 19ο αιώνα ορισμένοι πυργόμυλοι δε διέθεταν τρούλα ή φτερωτή, φαίνεται όμως ότι σώζονταν σε όλο τους το ύψος. Πιθανώς ο αριθμός των σε λειτουργία ανεμόμυλων είχε αρχίσει να μειώνεται. Αργότερα, στα τέλη του 19ου και κατά τον 20ο αιώνα, αρκετοί ανεμόμυλοι θα είχαν πλέον εγκαταλειφθεί, εφόσον σώζονταν σε ύψος χαμηλό και ακατάλληλο για χρήση.
Σε λειτουργία παρέμειναν περίπου ως τη δεκαετία του 1950 δύο μόνο ανεμόμυλοι, οι 4 και 16 (εικ.3-4)(σημ. 15).
Διαπιστώνεται, λοιπόν, ότι στα τέλη του 18ου αιώνα λειτουργούσαν ανεμόμυλοι στην Ύδρα και ότι είχαν ήδη διαμορφωθεί τουλάχιστον τρία μυλοτόπια. Φαίνεται ότι η λειτουργία των ανεμόμυλων συμβαδίζει με την οικονομική ιστορία και την οικοδομική επέκταση του οικισμού, καθώς και με τη διακύμανση του πληθυσμού. Δυστυχώς, όμως, τα διαθέσιμα στοιχεία χρονολόγησης είναι αρκετά όψιμα σε σύγκριση με την ιστορία της Ύδρας και του ελληνικού ανεμόμυλου, με αποτέλεσμα να μην μπορεί να τοποθετηθεί χρονικά η έναρξη της λειτουργίας του στην Ύδρα.
Παρατηρείται ακόμη ότι οι ανεμόμυλοι βρίσκονταν σε λειτουργία παράλληλα με άλλα είδη μύλων: αρχικά -και παρότι οι ανεμόμυλοι είχαν ήδη διαδοθεί στον οικισμό- με τους αλογόμυλους και στη συνέχεια με τους ατμόμυλους.
Τυπολογία:
Οι ανεμόμυλοι του οικισμού της Ύδρας ανήκουν στον τύπο του λίθινου μεσογειακού κυλινδρικού πυργόμυλου (σημ. 16). Συγκεκριμένα, ο ανεμόμυλος 4 εντάσσεται στον τύπο του κολουροκωνικού πυργόμυλου με ευθύγραμμη την εξωτερική επιφάνεια (εικ. 3, 5). Στον οικισμό απαντάται επίσης ο τύπος του αντεστραμμένου κολουροκωνικού πυργόμυλου (εικ. 4, 5). Ο τύπος αυτός θεωρείται παλαιότερος, καθώς φαίνεται να χρησιμοποιήθηκε όταν ακόμα το αξόνι τοποθετείτο οριζόντιο, ώστε να αυξάνεται η απόσταση της φτερωτής από τον πυργόμυλο και κατ’ επέκταση να μειώνονται οι φθορές των πανιών, αλλά και να διευκολύνεται η κυκλοφορία γύρω από τον μύλο (σημ. 17). Πρόκειται για τον ανεμόμυλο 16, ο οποίος άλλωστε παριστάνεται από τον Hope σε μια από τις πρωιμότερες απεικονίσεις της Ύδρας.
Λόγω της ιδιαιτερότητας της Ύδρας, οι πυργόμυλοι θεμελιώνονται σε βραχώδες έδαφος, κεκλιμένο ή οριζόντιο. Συνήθως διαθέτουν εξωτερικό περιφερειακό πέδιλο, όπως ο ανεμόμυλος 4 (εικ. 3, 6 τυπολογία). Απαντώνται όμως και πυργόμυλοι με εσωτερικό πέδιλο χωρίς δόντι, το οποίο δηλαδή δεν εξέχει από τη διάμετρο του πυργόμυλου, όπως στην περίπτωση του ανεμόμυλου 11 (εικ. 6-7). Συνήθως το πέδιλο είναι συμπαγές, δηλαδή οι βοηθητικοί χώροι δεν αναπτύσσονται στο εσωτερικό του, αλλά είναι ανεξάρτητοι. Εξαίρεση αποτελούν οι ανεμόμυλοι 10 και 15.
Αρκετοί πυργόμυλοι φέρουν εξωτερικά λευκό επίχρισμα (εικ. 3) κι έχουν ξύλινη την εσωτερική τους κατασκευή. Ο ανεμόμυλος 4 έχει ύψος περίπου 6,5 μ. και είναι δίπατος, στο εσωτερικό του δηλαδή διαμορφώνονται τρία επίπεδα, το κατώι, το ανώι και το πατάρι (σημ. 18).
Ο προσανατολισμός του ανοίγματος θύρας σχετίζεται με τα τοπικά ρεύματα. Συνήθως προσανατολίζεται προς τα νότια, στην περίπτωση του ανεμόμυλου 1, όμως, προσανατολίζεται προς τα Νοτιοδυτικά (εικ. 8). Τα ανοίγματα θύρας έχουν οριζόντιο ανώφλι και ενίοτε τοξωτό.
Στον ανεμόμυλο 4 δύο παράθυρα ανοίγονται στο ανώι, αντιδιαμετρικά και σύμφωνα με τον άξονα του ανοίγματος θύρας (εικ. 3). Το νότιο άνοιγμα του ανεμόμυλου 16 είναι έκκεντρα τοποθετημένο (εικ. 4), ενώ ο ανεμόμυλος 1 διαθέτει άνοιγμα παραθύρου στο κατώι (εικ. 8). Ο ανακατασκευασμένος πυργόμυλος 7 διαθέτει ανοίγματα με τοξωτό ανώφλι, ενώ ο 6 ανακατασκευάστηκε το 1957 χωρίς ανοίγματα παραθύρων (εικ. 9).
Η τρούλα των ανεμόμυλων 4, 13 και 16 είναι σανιδένια με μεταλλική επικάλυψη και εντάσσεται στον τύπο της τετράρριχτης πυραμιδοειδούς τρούλας (εικ. 3-4). Η τρούλα του ανεμόμυλου 6 είχε ανακατασκευαστεί το 1957 ως χόρτινη, ενώ πρόσφατα ανακατασκευάστηκε ως σανιδένια, αλλά κωνική (εικ. 9).
Οι πληροφορίες μας για τη φτερωτή είναι περιορισμένες. Ο Hope περιγράφει φτερωτές με συνδυασμό τριγωνικών πανιών και ξύλινων φτερών. Συγχρόνως ο Castellan μιλά για έξι ως οκτώ φτερά (σημ. 19). Για λευκά φτερά κάνει λόγο ο J. Emerson, που επισκέφτηκε την Ύδρα το 1825 (σημ. 20). Συγκριτικά αναφέρεται ότι σύμφωνα με τον Pouqueville οι ανεμόμυλοι των Σπετσών την ίδια περίοδο είχαν έξι φτερά (σημ. 21). Οι επόμενες πληροφορίες μάς οδηγούν στον 20ο αιώνα: σύμφωνα με φωτογραφίες της περιόδου 1930-1950, οι ανεμόμυλοι 4 και 16 είχαν αντένες με δέκα φτερά (σημ. 22).
Η διακοπή της κίνησης της φτερωτής ήταν εφικτή με την πρόσδεση σκοινιού είτε στο εξωτερικό είτε στο εσωτερικό του πυργόμυλου. Στην πρώτη περίπτωση ο μυλωνάς τραβούσε τη φτερωτή με ένα σκοινί, το οποίο έδενε σε δοκάρια που εξείχαν από τον πυργόμυλο, μετριάζοντας έτσι την κίνηση της φτερωτής (σημ. 23). Τέτοια δοκάρια εξέχουν από πυργόμυλο 4, διατεταγμένα περιμετρικά, σε οριζόντια σειρά και σε στάθμη κοντά στη βάση του.
Στη δεύτερη περίπτωση ο μυλωνάς περνούσε ένα σκοινί μέσα από κατακόρυφες επιμήκεις οπές της τοιχοποιίας, τις λεγόμενες σοκαρότρυπες και στη συνέχεια το έδενε σε ένα οριζόντιο αγριόξυλο, ενσωματωμένο στην τοιχοποιία. Οι σοκαρότρυπες ξεκινούσαν από το δάπεδο του ανωγιού και έφταναν ως τη μέση του κατωγιού. Εντοπίστηκαν στους πυργόμυλους 1 και 6, στο εσωτερικό των οποίων ήταν δυνατή η πρόσβαση. Έχουν ορθογωνική όψη και διατομή (εικ. 10).
Υπάρχουσα κατάσταση:
Οι περισσότεροι από τους ανεμόμυλους βρίσκονται σε κακή κατάσταση ή έχουν υποστεί αλλοιώσεις της αρχικής τους μορφής (εικ. 7). Εξαίρεση αποτελούν οι 4 και 16 (εικ. 3-4). Ο ανεμόμυλος 6 (εικ. 9) υπέστη αλλοιώσεις κατά την ανακατασκευή του το 1957 εν όψει των γυρισμάτων της ταινίας «Το παιδί και το δελφίνι», ενώ η τρούλα του συμπληρώθηκε εκ νέου το 2006 περίπου. Ο ανεμόμυλος 7 ανακατασκευάστηκε κατά το διάστημα 1948-1968.
Λίγοι ανεμόμυλοι βρίσκονται σε χρήση, πάντοτε όμως ξένη προς την αρχική, λειτουργούν δηλαδή ως κατοικίες ή ως βοηθητικοί χώροι. Η χρήση των ανεμόμυλων, όπως και η κατάσταση διατήρησής τους, σχετίζεται με το ιδιοκτησιακό τους καθεστώς. Αρκετοί ανήκουν στο Δήμο Ύδρας. Πρόσφατα μάλιστα εγκρίθηκε από το Υπουργείο Πολιτισμού και Τουρισμού μελέτη αποκατάστασης τριών ανεμόμυλων, η οποία θα υλοποιηθεί με δαπάνη του Δήμου Ύδρας.
Τα μονοπάτια, που εξυπηρετούσαν τους ανεμόμυλους, ακολουθούν ως προς τη χάραξη τις ισοϋψείς καμπύλες και σε ορισμένες περιπτώσεις είναι ιδιαίτερα δύσβατα. Είναι κατά τμήματα χωμάτινα, λιθόστρωτα ή πλακόστρωτα. Όσα εξυπηρετούν την πρόσβαση σε παρακείμενα κτίσματα διατηρούνται σε καλή κατάσταση, σε αντίθεση με όσα έχουν πέσει σε αχρηστία (εικ. 7, 9).
Θεσμικό πλαίσιο προστασίας:
Οι ανεμόμυλοι του νησιού ως κτίσματα χρονολογούμενα πριν το 1830, προστατεύονται από τον αρχαιολογικό νόμο 3028/2002, χωρίς να απαιτείται η κήρυξή τους. Παρόλ’ αυτά, το 2006 εκδόθηκε από την 1η Εφορεία Βυζαντινών Αρχαιοτήτων του Υπουργείου Πολιτισμού διαπιστωτική πράξη χαρακτηρισμού των ανεμόμυλων του οικισμού της Ύδρας ως αρχαίων μνημείων, προκειμένου να πιστοποιηθεί και να κοινοποιηθεί η ιδιότητα του αρχαίου στις δημόσιες αρχές και τους πολίτες και να λαμβάνονται τα απαραίτητα μέτρα για την προστασία των μύλων.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
1. ΑΔΑΜΟΠΟΥΛΟΥ – ΠΑΥΛΟΥ Κ., Ιστορικό Αρχείο – Μουσείο Ύδρας, Υπουργείο Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων, Γενικά Αρχεία του Κράτος, έκδοση του Σωματείου των Φίλων του Ιστορικού Αρχείου Μουσείου Ύδρας, Ύδρα 1999
2. ΑΡΝΑΟΥΤΟΓΛΟΥ ΧΡ., Ύδρα. Ελληνική Παραδοσιακή Αρχιτεκτονική, Αθήνα 1986
3. ΒΑΟΣ Ζ. / ΝΟΜΙΚΟΣ ΣΤ., Ο ανεμόμυλος στις Κυκλάδες, Αθήνα 1992
4. ΓΚΑΤΣΟΣ Β., Η ανασυγκρότηση της Ερμιονίδας. 7ος-20ος Μ.Χ. Αιώνας, Κρανιδιωτών Πολιτεία, Αθήνα 2001
5. ΚΑΛΛΙΤΣΑ ΑΙΚ., Τα διαβατικά στον οικισμό της Ύδρας. Η περίπτωση ενός διαβατικού στην Κιάφα, Διπλωματική εργασία στο πλαίσιο του Δ.Π.Μ.Σ. «Προστασία Μνημείων» Ε.Μ.Π., Αθήνα 2002
6. ΚΑΛΟΓΡΗ Π. / ΜΑΡΓΑΡΙΤΗ Φ./ ΤΣΟΚΟΠΟΥΛΟΣ Β., «Η βιομηχανική αρχαιολογία στον ελληνικό χώρο: μια πρώτη προσέγγιση», Αρχαιολογία και Τέχνες 18, (1986), σ. 8-14
7. ΚΑΡΑΜΗΤΣΟΣ Γ., Ύδρας λεξιλόγιον. Ήγουν οι υδραϊκές λέξεις με κάποιες σημειώσεις ιστορικές, λαογραφικές και άλλες σοβαρές ή ευτράπελες… το κατά δύναμιν, Αθήνα 1996
8. ΚΟΥΜΑΝΟΥΔΗΣ Ι. Ν., Ανεμομυλικά ΙΙ. Αγκίστρι, Αίγινα, Αστυπάλαια, Σαλαμίνα, Σπέτσες, Σύμη, Χίος, Ψαρά, Αθήνα 2009
9. ΛΙΓΝΟΣ ΑΝΤ., Ιστορία της νήσου Ύδρας, τόμ. 1, Αθήνα 1946
10. ΜΗΛΙΑΡΑΚΗΣ ΑΝΤ., Γεωγραφία πολιτική νέα και αρχαία Ν. Αργολίδος και Κορινθίας, Αθήνα 1886
11. MICHAELIDES C., Hydra. A Greek Island Town. Its growth and form, The University of Chicago Press, Σικάγο & Λονδίνο 1967
12. ΝΤΕΛΛΑΣ Γ., «Οι μεσαιωνικοί ανεμόμυλοι της Ρόδου» στο Αρχαιολογικά τεκμήρια βιοτεχνικών εγκαταστάσεων κατά τη Βυζαντινή εποχή. 5ος-15ος αιώνας. Ειδικό θέμα του 22ου Συμποσίου Βυζαντινής και Μεταβυζαντινής Αρχαιολογίας και Τέχνης της Χριστιανικής Αρχαιολογικής Εταιρείας, Αθήνα, 17-19 Μαΐου 2002, Πολιτιστικό Ίδρυμα Ομίλου Πειραιώς, Αθήνα 2004, σ. 279-301
13. ΠΡΟΚΟΠΙΟΥ Γ., Το αρχοντικό του Γ. Βούλγαρη στην Ύδρα. Αρχιτεκτονική και ξυλόγλυπτα, Αθήνα 2001
14. ΣΙΜΟΠΟΥΛΟΣ Κ., Ξένοι ταξιδιώτες στην Ελλάδα. Δημόσιος και ιδιωτικός βίος, λαϊκός πολιτισμός, Εκκλησία και οικονομική ζωή, από τα περιηγητικά χρονικά, τόμ. Γ΄1 1800-1810, Αθήνα 1991
15. ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ Γ. Π., Ο ανεμόμυλος των Σπετσών, Υπουργείο Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων, Γενικά Αρχεία του Κράτος, Τοπικό Αρχείο Σπετσών, Σπέτσες 2008
16. Τόπος και εικόνα. Χαρακτικά ξένων περιηγητών για την Ελλάδα, τόμ. 3, Αθήνα 1979
17. TOMKINSON J. L., Travellers’ Greece. Memories of an Enchanted Land, Αθήνα 2002
18. ΤΣΙΓΚΑΚΟΥ Φ.-Μ., Thomas Hope (1769-1831). Εικόνες από την Ελλάδα του 18ου αιώνα, Αθήνα 1985
19. ΤΣΙΓΚΑΚΟΥ Φ.-Μ., Ανακαλύπτοντας την Ελλάδα. Ζωγράφοι και περιηγητές του 19ου αιώνα, Αθήνα 1981
Λαμπρινή Χιώτη