Το Παγγαίον Όρος μπορεί να ήταν διάσημο στην αρχαιότητα για τα ορυχεία χρυσού και αργύρου, πολύτιμος όμως ήταν και ο οίνος του, αφού παράλληλα ήταν μεγάλο κέντρο της διονυσιακής λατρείας. Γιατί εδώ ανατράφηκε, σύμφωνα με τον μύθο, ο θεός Διόνυσος και με κρασί τού τόπου μέθυσε τα σαρκοβόρα άλογα τού βασιλιά Λυκούργου. Αλλά και ο Οδυσσέας με το μαύρο γλυκό κρασί της Μαρώνειας στη Ροδόπη, τον περίφημο ισμαρικό οίνο, ξεγέλασε τον κύκλωπα Πολύφημο για να γλιτώσουν αυτός και οι σύντροφοί του από τη μανία του. Και πιο παλιά ακόμη: καμένοι σπόροι και φλοίδες σταφυλιών ηλικίας 6.500 ετών που βρέθηκαν στον προϊστορικό οικισμό του Ντίκιλι Τας, κοντά στον αρχαιολογικό χώρο των Φιλίππων, αποτελούν τα αρχαιότερα πατημένα σταφύλια που έχουν έρθει ως σήμερα στο φως.
Γιατί «ο Διόνυσος ήταν ιδιαίτερα αγαπητός θεός στη Μακεδονία· όπως φαίνεται μέσα από τις αμπελοκαλλιέργειες, την παραγωγή οίνου που ήταν ονομαστός στον αρχαίο κόσμο, αλλά και τα θέατρα» εξηγεί η αρχαιολόγος δρ Τζένη Βελένη, διευθύντρια του Αρχαιολογικού Μουσείου Θεσσαλονίκης. Το ίδιο αγαπητός έγινε και στην Ιταλία. Εκεί μεταφυτεύθηκε η λατρεία του μαζί με το θείο δώρο που πρόσφερε στους ανθρώπους, μέσω των Ελλήνων αποίκων που εγκαταστάθηκαν στις κεντρικές και νότιες περιοχές της.
Αυτή ακριβώς τη σχέση μέσω του κρασιού ανάμεσα στις δύο χώρες που συνδέονται με την Αδριατική στοχεύει να αναδείξει η έκθεση η οποία θα εγκαινιασθεί στις 13 Ιουλίου στο Αρχαιολογικό Μουσείο Θεσσαλονίκης με τίτλο «Το δώρο του Διονύσου. Η μυθολογία του κρασιού στην Κεντρική Ιταλία και στη Βόρεια Ελλάδα».
Σύμβολο κοινωνικής υπεροχής στην αρχαϊκή εποχή (7ος αι. π.Χ.), αλλά ήδη από τον 5ο αι. π.Χ. και με την επικράτηση της δημοκρατίας ένα αγαθό συλλογικής και διαδεδομένης κατανάλωσης, το κρασί λατρεύτηκε στην αρχαιότητα όσο και ο θεός του. Ένας θεός ο οποίος συνδέεται με την αναγέννηση της φύσης, με τη διαρκή κίνηση και την παράβαση, αυτός που μοιράζει το κρασί στους θνητούς χαρίζοντας ευθυμία, έκσταση, αλλά και παραφροσύνη.
Αυτές τις πολλές ιδιότητες του Διονύσου (όσες και του κρασιού) σκοπεύει να αναδείξει η έκθεση προσεγγίζοντας το θέμα αρχικά από τη μυθολογία, στη συνέχεια μέσα από τη σύνδεσή του με τη λατρεία και τις ταφικές λειτουργίες, το συμπόσιο, τις δυσάρεστες επιπτώσεις του οίνου όπως η μέθη —ταυτόχρονα όμως και τη δύναμη που χαρίζει στον άνθρωπο—, την παραγωγική και εμπορική σημασία του και τέλος με το θέατρο, ένα ακόμη «δώρο» του θεού. Οι εκδηλώσεις οινοποσίας και γευσιγνωσίας εξάλλου οι οποίες θα συνοδεύουν την έκθεση θα κάνουν την αναγωγή στη σημερινή εποχή.
«Η σημασία του κρασιού για τον άνθρωπο υπήρξε τεράστια λόγω της κοινωνικότητας που παράγεται μέσα από την οινοποσία, κάτι που για τους αρχαίους είχε θρησκευτικές και πολιτικές προεκτάσεις. Άλλωστε μέσω του οίνου διαδόθηκε σε όλη τη λεκάνη της Μεσογείου και το συμπόσιο, ένας κατ’ εξοχήν ελληνικός θεσμός με μεγάλα πολιτισμικά οφέλη» λέει η κυρία Βελένη.
Το ταξίδι
Αρχαία αντικείμενα από ανασκαφές σε νεκροταφεία, οικισμούς και ιερά της Κεντρικής Ιταλίας, αλλά και από την Κεντρική Μακεδονία, 187 τον αριθμό, παρουσιάζονται στην έκθεση, η πρόταση για την οποία ήρθε από την περιοχή του Μολίζε και της εκεί Εφορείας Αρχαιοτήτων, καθώς και του Ιταλικού Μορφωτικού Ινστιτούτου. Γιατί οι Ρωμαίοι μπορεί να γνώρισαν το κρασί πολύ αργότερα από τους Έλληνες —σύμφωνα με τα ως τώρα στοιχεία, είχαν την πρώτη επαφή με τη διονυσιακή λατρεία και με το κρασί γύρω στον 8ο αι. π.Χ.—, το αγάπησαν όμως πολύ. Και τελικά διέπρεψαν στην παραγωγή του, αλλά και στο εμπόριο, εκτοπίζοντας τους πρώτους διδάξαντες και κυριαρχώντας με την πάροδο των αιώνων στην αγορά — αν και έχει ενδιαφέρον ότι ο Πλίνιος (φυσικός, φιλόσοφος και ιστοριογράφος του 1ου αι. μ.Χ.) παρ’ όλη την υπερηφάνεια του για τα ιταλικά κρασιά, αποφεύγει να τα συγκρίνει με τα ελληνικά.
«Ο μύθος του Διονύσου και ειδικότερα της αμπέλου εμφανίζει δύο πορείες: η μία από τη Θράκη προς τη Μακεδονία και τον υπόλοιπο ελλαδικό χώρο και η άλλη από τη Μεσοποταμία. Γενικά αποδεκτό όμως σήμερα είναι ότι η εξημέρωση της αμπέλου ξεκίνησε κάπου στην περιοχή του Καυκάσου» λέει ο υπεύθυνος οίνου στο ΒΗΜΑGΟURΜΕΤ κ. Ανδρέας Ανδρουλιδάκης.
Η καλλιέργεια
Η έναρξη της καλλιέργειας της αμπέλου στην Ελλάδα τοποθετείται χρονικά στην Εποχή του Χαλκού, όταν δημιουργούνται ιεραρχημένες κοινωνίες, οι οποίες ήταν σε θέση να κάνουν μακροχρόνια «επένδυση» σε ένα φυτό που απαιτεί χρόνια για να παραγάγει καρπό και ύστερα να προχωρήσουν στην παραγωγή του κρασιού. Για ένα τόσο πολύτιμο προϊόν δεν είναι περίεργο λοιπόν ότι ο τρύγος, το πάτημα των σταφυλιών και η δοκιμή του νέου κρασιού αποτελούσαν εξαιρετικής σημασίας εργασίες, οι οποίες καταγράφονταν στο ημερολόγιο των αρχαίων και αναπαριστάνονταν σε αγγεία και ανάγλυφα. Ο Διόνυσος και οι ακόλουθοί του ήταν οι πρωταγωνιστές αυτών των αγροτικών σκηνών.
«Το κρασί εφευρέθηκε τυχαία», επισημαίνει ωστόσο ο κ. Ανδρουλιδάκης. «Γιατί το σταφύλι έχει επάνω του ό,τι χρειάζεται για να γίνει κρασί. Στη συνέχεια βεβαίως εξελίχθηκε από τους αρχαίους Έλληνες σε μεγάλη τέχνη, όπως αποκαλύπτουν τα αρχαία κείμενα στα οποία γίνονται λεπτομερείς περιγραφές και παρατηρήσεις για την καλλιέργεια της αμπέλου, την παραγωγή του κρασιού, τη βελτίωσή του κ.τ.λ.».
Η παλαίωση
Οι αρχαίοι γνώριζαν τα ευεργετικά αποτελέσματα του χρόνου πάνω στο κρασί. Αυτό αποδεικνύεται και από τον Όμηρο, ο οποίος αναφέρει ότι το κρασί αποσφραγίζεται και ανοίγεται στα έντεκα χρόνια («Οδύσσεια»), ενώ ο Αρχέστρατος τονίζει ότι το κρασί της Θάσου έφθανε στην απογείωσή του έπειτα από πολλών χρόνων παλαίωση. Στο «Έδικτον των τιμών του Διοκλητιανού» αναφέρεται μάλιστα ότι τα παλιά κρασιά εξαιρετικής γεύσης μπορεί να έχουν τριπλάσια τιμή από τα κοινά.
«Ευώδης» χαρακτηριζόταν ως εκ τούτου ο θάσιος οίνος, «απαλός και λευκός» ο μενδαίος, «άριστος» ο χίος, «εύπνους» ο λέσβιος. Άλλοι χαρακτηρισμοί, οι οποίοι είχαν να κάνουν με το χρώμα του οίνου, ήταν: λευκός, μέλας, κιρρός (ξανθός), ερυθρός, ενώ αναλόγως της γεύσης μπορούσε να είναι γλυκύς ή αυστηρός, λεπτός ή παχύς, ευώδης και ουχί ευώδης, αδύνατος, μέτριος και δυνατός.
«Ελαφράν τινά ατμίδα» είχε εντοπίσει στο μεταξύ ο Αριστοτέλης στον οίνο, παρατηρώντας ότι υπήρχε μια εύφλεκτη ουσία. Και παρ’ ότι δεν μπορούσε να προσδιορίσει το οινόπνευμα, τις συνέπειές του τις γνώριζε. Για αυτό και ο Πλάτωνας απαγόρευε στους νέους ως τα 18 να δοκιμάζουν κρασί, ενώ ως τα 30 έπρεπε να το καταναλώνουν μετρίως.
Η προσθήκη μυρωδικών, μπαχαρικών ή αρωματικών βοτάνων, όπως θυμάρι, μέντα, γλυκάνισο ή σμύρνα, για να αναδυθεί η γεύση του ήταν συχνά υπεύθυνη για τη διαφοροποίηση του κρασιού από τόπο σε τόπο. Σε κάποια μέρη, όπως στην Κω, πρόσθεταν θαλασσινό νερό στο μούστο πριν από τη ζύμωση (τεθαλασσωμένος οίνος), ενώ δεν ήταν άγνωστη η χρήση ρητίνης, αλλά και η προσθήκη αψίνθου (δηλαδή η παρασκευή βερμούτ), μέθοδος που αποδίδεται στον Ιπποκράτη — εξ ου και «Ιπποκράτειος Οίνος».
Γλυκό κρασί γεμάτο αρώματα
Τι γεύση είχε το κρασί στην αρχαιότητα; «Είναι πρακτικά αδύνατον να απαντήσω, αν και μπορώ να υποθέσω δύο πράγματα» λέει ο υπεύθυνος οίνου του ΒΗΜΑGΟURΜΕΤ κ. Α. Ανδρουλιδάκης. «Ήταν γλυκό και αρωματικό, μάλιστα οι αρωματικές προσθήκες δεν χρησιμοποιούνταν μόνο για να βελτιώσουν τη γεύση, αλλά και για να διορθώσουν σφάλματα της οινοποίησης. Το ίδιο συνέβαινε και με τη ρητίνη, αν κρίνουμε από τον τρόπο που τη χρησιμοποίησαν στα νεότερα χρόνια, δηλαδή για την κάλυψη ελαττωμάτων του κρασιού, όπως ή έλλειψη γεύσης, η οξείδωση κ.τ.λ. Το δεύτερο είναι ότι πιθανόν να είχαν περισσότερους βαθμούς αλκοόλης από τα σημερινά κρασιά, που φθάνουν ως τους 15,5, αφού ως εκεί αντέχουν οι ζυμομύκητες που υπάρχουν στη φύση. Ενδέχεται όμως στην αρχαιότητα να υπήρχαν και άλλοι ζυμομύκητες που άντεχαν σε υψηλότερους βαθμούς, έτσι ορισμένα κρασιά να είχαν υψηλότερο ποσοστό αλκοόλης. Αυτό θα μπορούσε να εξηγήσει και τη μεγάλη αραίωση του κρασιού, που σε κάποιες περιπτώσεις έφθανε το 1 προς 5!».
Οι αρχαίοι αμπελώνες της Βόρειας Ελλάδας και της Ιταλίας
Η έρευνα σήμερα έχει δείξει ότι το φυσικό περιβάλλον της Βόρειας Ελλάδας ευνοούσε ιδιαίτερα την ύπαρξη και την καλλιέργεια της αμπέλου. Από τους αμπελώνες της Χαλκιδικής έβγαινε ο ονομαστός λευκός οίνος της Μένδης, ο οποίος για πολλούς αιώνες βρισκόταν στην πρώτη σειρά προτίμησης, αλλά και εξαγωγών, όπως επίσης και τα κρασιά της Τορώνης και της Ακάνθου.
Στη Μαρώνεια της Θράκης παραγόταν ο περίφημος Ισμαρικός οίνος (ή Μαρωνίτης). Και στο Παγγαίο (Βίβλινα όρη) έβγαινε ο βίβλινος οίνος από κλήματα της βιβλίας αμπέλου. Η μακεδονική πόλη των Φιλίππων σε αυτή την περιοχή είχε μεγάλη οινική παράδοση. Εδώ άλλωστε, στον λόφο Ντίκιλι Τας (6η-3η χιλιετία π.Χ.), βρέθηκαν 2.460 καμένοι σπόροι σταφυλιών και 300 φλοίδες από σταφύλι που πιθανόν χρησιμοποιήθηκαν για την παραγωγή κρασιού.
«Στις ανασκαφές έχω βρει και εγώ αρχαίους τάφρους καλλιέργειας αμπέλου (ένας από τους τρεις τρόπους φύτευσης: συνολική εκσκαφή του αγρού, με τάφρους και με οπές) στην Πέλλα, στην Πιερία (πάνω από έξι διαφορετικές θέσεις),στη Φλώρινα δίπλα στο Αμύνταιο, στη Θέρμη και στην Τούμπα Θεσσαλονίκης» λέει η αρχαιολόγος δρ Τζένη Βελένη. Ειδικά στην Πέλλα μάλιστα, την πρωτεύουσα των Μακεδόνων, παραγόταν ονομαστός οίνος που προερχόταν από την πελλαία σταφυλή. Ενώ στις Πέτρες Αμυνταίου βρέθηκε κοντά στα αποθηκευτικούς πίθους μια σκουρόχρωμη κολλώδης ουσία, που αποδείχτηκε ότι ήταν ρητίνη. Είναι αδύνατον όμως να ταυτοποιηθούν σήμερα αρχαίες ποικιλίες. Είναι άλλωστε απίθανο να έχουν διατηρηθεί καθώς όπως εξηγεί ο υπεύθυνος οίνου του BHMAGΟURΜΕΤ κ. Α. Ανδρουλιδάκης η άμπελος παρουσιάζει μεγάλη συχνότητα διασταυρώσεων και μεταλλάξεων από τη φύση: «Κάποιες ονομασίες όμως στην Κεντρική Ιταλία, στις περιοχές γύρω από τη Νάπολι και την Πομπηία, θυμίζουν Ελλάδα. Για παράδειγμα, υπάρχει ένα είδος που ονομάζεται “αλιάνικο”, παραφθορά της λέξης “ελληνικό”, όπως δέχονται και οι Ιταλοί. Υπάρχει επίσης το “γκρέκο ντι Τούφα” και το “γκρεκέτο” — χωρίς αυτό να σημαίνει ότι οι ποικιλίες αυτές μπορεί να έχουν σχέση με τις αρχαίες».