Ποιος είπε ότι οι άνθρωποι που έχτισαν τον Παρθενώνα συνοµιλούσαν µε τον Σωκράτη και τον Αριστοτέλη και ακολούθησαν τον Μεγάλο Αλέξανδρο στην εκστρατεία του δεν είχαν χιούµορ και µάλιστα καυστικό; Απόδειξη πως ακόµη και οι όροι αστείο και ανέκδοτο – τους οποίους χρησιµοποιούµε ακόµη και σήµερα – έχουν την προέλευσή τους στο µακρινό παρελθόν.
Όλα άρχισαν από τον Προκόπιο, ιστορικό του 6ου αιώνα το έργο του οποίου είχε τον τίτλο «Ανέκδοτα» και – σε αντίθεση µε τα υπόλοιπα βιβλία του – κατηγορούσε τον Ιουστινιανό για δεσποτική τυραννία, απληστία και διαφθορά και τη γυναίκα του Θεοδώρα ως ακόλαστη και διεφθαρµένη. Έκτοτε καθιερώθηκε η έννοια του «άγνωστου και περίεργου» να σηµαίνει κι αυτό που «ξενίζει και προκαλεί γέλιο».
Όσο για το αστείο προέρχεται από το άστυ, την πόλη δηλαδή, για να δείξει τις κοµψές και χαριτωµένες εκφράσεις των κατοίκων των πόλεων σε αντίθεση µε τιςχοντροκοµµένες εκφράσεις των κατοίκων πουζούσαν στην ύπαιθρο, των αγροίκων.
Μερικά από τα πιο έξυπνα συγκεντρώθηκαν σε µια έκδοση που επανακυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Σαββάλα και φέρειτην υπογραφή του Σωκράτη Γκίκα (συγγραφέα έργων κυρίως Φιλοσοφίας και Κοινωνιολογίας). Το υλικό αντλήθηκε κυρίως από τα κείµενα του Πλουτάρχου, τις βιογραφίες του ∆ιογένη του Λαέρτιου, τις κωµωδίες του Αριστοφάνη, το Ανθολόγιο του Στοβαίου και τα αστεία του Ιεροκλή. Μερικές από τις πιο πετυχημένες ιστορίες είναι αυτές που ακολουθούν…
Ο ∆ιογένης βλέποντας κάποιον να δείχνει ερωτευµένος µε µια πλούσια γριά, είπε:«Σε αυτήν δεν κάρφωσε τα µάτια του, αλλά τα δόντια του». Κάποια άλλη στιγµή ζητούσε ελεηµοσύνη από ένα άγαλµα κι όταν τον ρώτησαν γιατί κάνεικάτι τέτοιο, εκείνος απάντησε «εξασκούµαι στο να µην απογοητεύοµαι από την αναισθησία των ανθρώπων». Και κάποτε ζητώντας βοήθεια από κάποιον του είπε: «Αν έδωσες σε άλλον, δώσε και σε µένα. Αν δεν έδωσες σε κανέναν, τότε άρχισε από µένα. Όταν ένας φαλακρός άρχισε να τον βρίζει ο ∆ιογένης του είπε: «∆εν σου ανταποδίδω τις βρισιές,αλλά θα ήθελα να πω ένα “µπράβο” στις τρίχες σου, γιατί απαλλάχτηκαν από ένα κακορίζικο κεφάλι».
Ένας πατέρας ζήτησε απότον Αρίστιππο να διδάξει τον γιο του. Ο φιλόσοφος ζήτησε ως αµοιβή 500 δραχµές και ο πατέρας άρχισε τα παζάρια θεωρώντας το ποσό υπερβολικό. «Με τόσα χρήµατα θα µπορούσα να αγοράσω ένα ζώο» είπε. «Αγόρασε», του απάντησε ο Αρίστιππος. «Έτσι θα έχεις δύο». Και όταν κάποιος του είπε ότι η Λαΐδα, η γνωστή εταίρα, δεν τον αγαπά αλλά προσποιείται, εκείνος του αποκρίθηκε: «Ούτε το κρασί ή το ψάρι µε αγαπούν, εγώ όµως τα απολαµβάνω».
Κάποιος κλώτσησε τον Σωκράτη, χωρίς ο τελευταίος να αντιδράσει. Οι σύντροφοί του ταράχτηκαν και τον ρώτησαν πώς ανέχεται, άπραγος, µια τέτοια συµπεριφορά κι εκείνος τους απάντησε: «Αν µε κλωτσούσε γάιδαρος µήπως θα έπρεπε να του ανταποδώσω την κλωτσιά;». Κι όταν ρωτήθηκε αν είναι καλό να παντρεύεται κανείς ή όχι απάντησε «ό,τι από τα δυο κι αν κάνει κάποιος, θα µετανιώσει». Κάποιος ταξιδιώτης ρώτησε έναν µάντη πώς είναι η οικογένειά του. Ο µάντης απάντησε «όλοι καλά, το ίδιο κι ο πατέρας σου». Ο ταξιδιώτης επισήµανε πως οπατέρας του έχει πεθάνει εδώ και χρόνια. Και ο µάντης του είπε: «Μιλάµε για τον πραγµατικό σου πατέρα…». Κι όταν ένας µισογύνης έβαλε πάνω σε µια ασπίδα τη νεκρή, αλλά γλωσσού και καβγατζού όσο ζούσε, σύζυγό του για να την πάει στο νεκροταφείο, οι φίλοι του αναρωτήθηκαν για την επιλογή της ασπίδας. Κι εκείνος απεφάνθη: «Της άρεσαν οι µάχες».
Ρώτησε κάποιος έναν ανόητο δάσκαλο: «Πώς λεγόταν η µητέρα του Πριάµου;». Ο δάσκαλος βρέθηκε σε δυσκολία, αλλά έδωσε την απάντηση: «Εµείς πάντως, για νατην τιµήσουµε, την λέµε κυρία».
Ένας φλύαρος κουρέας ρώτησε τον βασιλιά Αρχέλαο «πώς θέλεις να σε κουρέψω;» και ο βασιλιάς του απάντησε: «Σιωπηλός». Ο Μέγας Αλέξανδρος πάλι έστειλε στον Αθηναίο πολιτικό Φωκίωνα 100 τάλαντα ως δώρο. Ο Φωκίωνας αναρωτήθηκε για ποιον λόγο ο στρατηλάτης τον επέλεξε από όλους τους συµπολίτες του. Οι απεσταλµένοι απάντησαν «διότι µόνο εσένα θεωρεί έντιµο». Κι εκείνος αρνήθηκε το δώρο λέγοντας «ας µε αφήσει λοιπόν να είµαι και να φαίνοµαι έντιµος». Μια άλλη µέρα ο Φωκίωνας διαφωνούσε όπως συνήθιζε άλλωστε µε όλους πάνω σε πολιτικά θέµατα. Εκείνη τη φορά όµως, όταν µίλησε στην Εκκλησία του ∆ήµου, όλοι ασπάστηκαν τις ιδέες του. Απορηµένος γύρισε προς τους φίλους του και τους ρώτησε:«Μήπως είπα σήµερα κάποια ανοησία, χωρίς να το καταλάβω;».
Καθώς ο Θαλής βάδιζε παρατηρώντας τις θέσεις των αστέρων, έπεσε σε έναν λάκκο. Μια γριά, που είδε το γεγονός, τον ειρωνεύτηκε λέγοντας «δεν µπορείς να δεις αυτά που βρίσκονται µπροστά στα πόδια σου και νοµίζεις ότι θα µπορέσεις να µάθεις αυτά που βρίσκονται στον ουρανό;».