Η Διεθνής Συνάντηση Αρχαιολογικής Ταινίας του Μεσογειακού Χώρου – Αγών έχει συμπεριλάβει, από τη σύστασή της το 1996, την παρουσίαση ταινιών ντοκιμαντέρ με θεματολογία εθνογραφική και λαογραφική που παρουσιάζουν καταγραφές στοιχείων και εκδηλώσεων του λαϊκού και του παραδοσιακού πολιτισμού. Δεν λέω «εθνογραφικές» και «λαογραφικές» ταινίες, όχι τόσο γιατί οι όροι αυτοί είναι ασαφείς αλλά γιατί αμφιβάλλω αν ορισμένοι από τους δημιουργούς των ταινιών αυτών θα τις αντιλαμβάνονταν ως τέτοιες. Σε κάθε περίπτωση οι ταινίες αυτής της κατηγορίας αποτελούν μία σταθερή θεματική των συναντήσεων του Αγώνα. Οι ταινίες που προβάλλονται κατά το σημερινό πρωινό διακρίθηκαν κατά την 8η Διεθνή Συνάντηση του Αγώνα (2010), ενώ στο πρόγραμμα του διημέρου περιλαμβάνονται και άλλες που είχαν διακριθεί παλιότερα.

Η προβολή αυτών των ταινιών στους φιλόξενους χώρους της Ταινιοθήκης της Ελλάδος είναι μια καλή ευκαιρία να εκτεθούν με συντομία κάποιες σκέψεις για την κατάσταση των πραγμάτων σχετικά με τη σχέση του κινηματογράφου με την εθνογραφική και λαογραφική έρευνα εν γένει. Σήμερα έχει περάσει πολύς καιρός από τότε που η εξελικτική πορεία του κινηματογράφου διασταυρώθηκε με αυτή της ανθρωπολογίας (και ειδικότερα της κοινωνικής ανθρωπολογίας) στα τέλη του 19ου αι., όταν πρωτοπόροι εθνολόγοι που πραγματοποιούσαν επιτόπιες έρευνες άρχισαν να αποτυπώνουν σε φωτογραφικές πλάκες και να κινηματογραφούν τους «άλλους», τους «άγριους» ιθαγενείς, με έμφαση στις δημοτελείς εκδηλώσεις των «εξωτικών» πολιτισμών τους. Η υπερβολική εμπιστοσύνη στις κατακτήσεις της τεχνολογίας που επέτρεψε την ανάπτυξη των νέων αυτών μέσων είναι βέβαιο ότι παροδήγησε για ένα διάστημα ορισμένους ώστε να πιστέψουν ότι η κινηματογράφηση αποτελούσε ένα ουδέτερο «μέσο» καταγραφής στοιχείων και εκδηλώσεων ή και συνολικής περιγραφής των κοινωνιών αυτών. Για ένα διάστημα θεωρήθηκε ως ένας απεικονιστικός τρόπος καταγραφής που χαρακτηριζόταν από αντικειμενικότητα και ως εκ τούτου ιδιαίτερα πρόσφορος για την τεκμηρίωση πολιτισμών που – ας μην το ξεχνάμε – θεωρούνταν τότε ότι βρίσκονταν ακόμα σ’ ένα προγενέστερο στάδιο εξέλιξης σε σχέση με το ανώτερο σημείο ανάπτυξης του δυτικού κόσμου. Μόνο σχετικά πρόσφατα έγινε αντιληπτό το μέγεθος της κυριαρχικής δύναμης που είχε ο εθνογραφικός λόγος, γραπτός και κινηματογραφικός πάνω στις κοινωνίες που προσπαθούσε να προσεγγίσει. Το ίδιο βέβαια ίσχυε κατά την πρώιμη αυτή περίοδο της κινηματογραφικής τέχνης και για την καταγραφή γεγονότων της πολιτικής και κοινωνικής πραγματικότητας στις δυτικές χώρες.

Μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, όταν η τεχνολογική πρόοδος επέτρεψε τη χρήση εύχρηστων φορητών καμερών 16mm και την καταγραφή γεγονότων της καθημερινής και ιδιωτικής ζωής, ο τρόπος εργασίας των εθνολόγων επί του πεδίου είχε ήδη αλλάξει. Οι επιτόπιες έρευνες κατά την περίοδο αυτή χαρακτηρίζονται από μεγαλύτερη διάρκεια, ενώ οι ερευνητές στοχεύουν στην καλύτερη κατανόηση των πολιτισμών που μελετούν τους οποίους αναγνωρίζουν πλέον ως ίσους και άξιους σεβασμού. Η συμμετοχικότητα στην παρατήρηση των εκδηλώσεων του κοινωνικού και του υλικού βίου των ξένων κοινωνιών είναι πλέον ο κανόνας και η κινηματογράφηση μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως ένας επιπλέον τρόπος καταγραφής προεκτείνοντας και εμπλουτίζοντας τις δυνατότητες των χειρόγραφων σημειώσεων. Αυτό βέβαια ισχύει για τις περιπτώσεις που η κινηματογράφηση χρησιμοποιήθηκε έστω για την απλή, τεκμηριωτικού τύπου, καταγραφή εκδηλώσεων επί του πεδίου. Γιατί, κατά κανόνα, η χρήση της κάμερας αντιμετωπίστηκε με ιδιαίτερη καχυποψία από τους ειδικούς των κοινωνικών επιστημών. Οι ανθρωπολόγοι προτιμούσαν να εργάζονται με το υλικό των τετραδίων με τις σημειώσεις τους ή την ηχογράφηση συνεντεύξεων που μετά την απομαγνητοφώνηση γίνονταν – σε τελική ανάλυση – επίσης κείμενα. Πολλές είναι οι δικαιολογίες που προβάλλονται για τη μη χρήση της κινηματογράφησης. Παλαιότερα ήταν το υψηλό κόστος και η άγνοια της τέχνης και της τεχνικής της κινηματογράφησης. Από τη στιγμή που το κόστος μειώθηκε πολύ συνήθως προβάλλεται το δεύτερο, παρότι μια τεκμηριωτικού χαρακτήρα κινηματογράφηση δεν απαιτεί ούτε το ταλέντο ούτε την ιδιαίτερη γνώση του κινηματογραφιστή. Δεν χρειάζεται ίσως να αναφέρω ότι η δυνατότητα της συνεργασίας του εθνογράφου με έναν ειδικό στην κινηματογράφηση, ειδικά όταν η επιτόπια έρευνά του βρίσκεται σε ώριμο στάδιο και ο ερευνητής είναι εξοικειωμένος με το χώρο και τους ανθρώπους που μελετά, είναι επίσης μια πολύ καλή περίπτωση.

Βεβαίως η προσπάθεια για μια «αντικειμενική» καταγραφή της πραγματικότητας και ο τρόπος κινηματογραφικής απεικόνισης των μη εικονιστικών πλευρών της πραγματικότητας – θεσμών, συναισθημάτων, κοινωνικών σχέσεων κ.λπ. – θα αποτελούν για πάντα το ζητούμενο για εκείνους που διακονούν αυτό το πεδίο. Η πρόοδος στον τομέα αυτό είναι αδιαμφισβήτητη. Πολλοί ειδικοί έχουν επισημάνει ότι μετά τη δεκαετία του 1970 οι συνθήκες παραγωγής του εθνογραφικού έργου, του γραπτού και του οπτικοακουστικού, αποτελούν αντικείμενο σοβαρού προβληματισμού (σημ. 1).

Παρουσιάζονται πλέον όχι μόνο οι αφηγήσεις και τα έργα των πληροφορητών-πρωταγωνιστών αλλά και ο ίδιος ο ερευνητής, ο τρόπος που συνέλεξε τα δεδομένα του και έφτιαξε την ταινία του. «Αντικείμενο» της έρευνας και του προβληματισμού αποτελούν όχι μόνο οι «άλλοι» αλλά και ο ερευνητής καθώς και οι σχέσεις του με τους ανθρώπους που μελετά, με λίγα λόγια οι όροι της παραγωγής του εθνογραφικού λόγου του, είτε είναι γραπτό κείμενο είτε οπτικοακουστική καταγραφή. Όπως έχουν επισημάνει πολλοί ειδικοί, ο εθνογραφικός κινηματογράφος απέχει πολύ από το να αποτελεί ιδιαίτερο επιστημονικό κλάδο με καθορισμένη μεθοδολογία για την ανάλυση, μελέτη και παρουσίαση των θεμάτων που προσεγγίζει. Για το ευρύ κοινό αποτελεί μια συγκεκριμένη θεματική της κινηματογραφικής τέχνης, που συχνά ταυτίζεται με την περιγραφή εξωτικών πολιτισμών. Ένας ανθρωπολόγος θα είχε πολύ περισσότερες απαιτήσεις από μια τέτοια ταινία.

Προκειμένου να θεωρηθεί μια ταινία ως εθνογραφική, ειδικοί έχουν ορίσει συγκεκριμένα κριτήρια που αναφέρονται κυρίως στην επιστημονική υποστήριξή της από επιτόπια έρευνα και γραπτά κείμενα. Οι εθνογραφικές καταγραφές πρέπει να αναφέρονται σε μια συγκεκριμένη χωρική και πολιτισμική ενότητα, να καλύπτουν ένα ορισμένο χρονικό διάστημα και οι σκηνές που παρουσιάζονται να είναι χρονικά προσδιορισμένες κατά την τελική παρουσίαση της ταινίας. Εννοείται ότι δεν είναι αποδεκτές οι «στημένες» σκηνές, η χρήση τεχνητών μέσων κατά την κινηματογράφηση και κατά το μοντάζ και η χρήση ήχων πλην των καταγεγραμμένων κατά την λήψη. Βεβαίως η εξ ολοκλήρου αποδοχή αυτών των κριτηρίων – σεβαστών και αυτονόητων όσον αφορά την τεκμηριωτικού χαρακτήρα εθνογραφική καταγραφή – θα μας οδηγούσε στην πολύ αυστηρή αντιμετώπιση ή ακόμα και στην απόρριψη ταινιών που δεν τις ακολουθούν (συνήθως εν μέρει). Σε αυτές περιλαμβάνονται σοβαρές, έντιμες και συχνά άρτιες τεχνικά και αισθητικά ταινίες (συμπεριλαμβανομένων και ορισμένων αριστουργημάτων του παλαιότερου εθνογραφικού κινηματογράφου). Ίσως ως βασικό ζητούμενο για την πραγματοποίηση μιας εθνογραφικής ταινίας να παραμένει σε τελική ανάλυση η έντιμη παρουσίαση των μεθόδων που χρησιμοποιήθηκαν από τον δημιουργό της. Το αποτέλεσμα εξυπακούεται ότι κρίνεται, όσον αφορά την οπτική που υιοθετήθηκε και το περιεχόμενό της ταινίας, δηλαδή τον βαθμό επιτυχίας και διεισδυτικότητας στην προσέγγιση και ανάλυση του θέματος.

Η χρήση του βίντεο και στη συνέχεια των ψηφιακών καμερών από το ευρύ κοινό κατά τις τελευταίες δεκαετίες έδωσε τη δυνατότητα σε ένα όλο αυξανόμενο αριθμό ατόμων να συμμετάσχουν, κατά κάποιο τρόπο, στην εικονιστική καταγραφή, αλλά και στη διάδοση και ανταλλαγή στιγμών της καθημερινότητας σε μια κλίμακα πρωτόγνωρη στην ανθρώπινη ιστορία. Ειδικά η δυνατότητα ευρύτερης κοινοποίησης του υλικού αυτού με τον καταιγιστικό ρυθμό ανάπτυξης των πολυμεσικών εφαρμογών, του διαδικτύου και των κοινωνικών δικτύων δημιουργεί μια τεράστια κοινωνική δυναμική. Η νέα αυτή πραγματικότητα και κυρίως η κοινωνική δυναμική που περικλείει δεν είναι δυνατόν να αφήσει ανεπηρέαστες τις καταγραφές εθνογραφικού και λαογραφικού χαρακτήρα. Η διεύρυνση της δυνατότητας της κινηματογραφικής καταγραφής στο ευρύ κοινό, και η πρόσβαση στα αποτελέσματα των καταγραφών αυτών μέσω του διαδικτύου δεν μπορεί παρά να εμβαθύνει και να διευρύνει τους προβληματισμούς στους οποίους αναφερθήκαμε σχετικά με την σχέση του δημιουργού και παραγωγού με το έργο του, ειδικά όταν άτομα ή ομάδες (σύλλογοι, σωματεία, κ.ά.) αυτοπαρουσιάζονται μέσω της δημοσιοποίησης επιλεγμένων στιγμών της προσωπικής και συλλογικής κοινωνικής ζωής και δράσης τους. Ο όγκος των δεδομένων αυτής της παραγωγής χρήζει μιας ειδικής προσέγγισης από την επιστημονική κοινότητα.

Στη χώρα μας, η συμμετοχή των ειδικών των ανθρωπολογικών επιστημών στην καταγραφή των στοιχείων του παραδοσιακού ή λαϊκού πολιτισμού αποτελεί ένα μέρος της συνολικής προσπάθειας, την οποία επωμίζονται κυρίως ειδικευμένοι κινηματογραφιστές, συνήθως χωρίς την επιστημονική συνεπικουρία λαογράφων, εθνολόγων και κοινωνικών ανθρωπολόγων. Έχω την αίσθηση ότι δεν θα απείχα πολύ από την πραγματικότητα αν έλεγα ότι πολύ συχνά η κινηματογράφηση αντιμετωπίστηκε με ιδιαίτερη καχυποψία από τους ειδικούς των κοινωνικών επιστημών. Το μεγαλύτερο μέρος αυτού του έργου έχει παραχθεί για λογαριασμό της δημόσιας τηλεόρασης.

Όσον αφορά τους φορείς που θεσμικά και συστηματικά ασχολήθηκαν με την καταγραφή των στοιχείων του παραδοσιακού πολιτισμού η κινηματογράφηση παρέμεινε ένα ζητούμενο επί πολλές δεκαετίες. Θυμίζουμε εν συντομία ότι η συστηματική και επιστημονική συλλογή και μελέτη των λαογραφικών εκδηλώσεων, αρχικά κυρίως των μνημείων του λόγου (δηλ. τραγουδιών, μύθων, παραδόσεων κ.λπ.), των εθιμικών εκδηλώσεων και λιγότερο των στοιχείων του υλικού πολιτισμού, αρχίζει με το έργο του Νικολάου Πολίτη από τα τέλη του 19ου αιώνα. Ο Νικόλαος Πολίτης προς τον σκοπό αυτό ίδρυσε την Ελληνική Λαογραφική Εταιρεία (το 1909) και το Λαογραφικό Αρχείο, το σημερινό Κέντρο Λαογραφίας της Ακαδημίας Αθηνών (1918). Αποστολές για την περισυλλογή λαογραφικής ύλης από το Κέντρο Λαογραφίας και με χρήση φωτογραφικής μηχανής γίνονται ήδη από το 1918 αλλά μόνο μετά το 1950 με πρωτοβουλία του Γ. Α. Μέγα, αρχίζουν οι ηχητικές καταγραφές με κατάλληλα μηχανήματα και από τη δεκαετία του 1960 οι κινηματογραφήσεις με πρωτοβουλία του Γ. Κ. Σπυριδάκη, κυρίως από τον Γ. Ν. Αικατερινίδη (σημ. 2). Ας μην ξεχνάμε πως καθ’ όλη τη διάρκεια της ιστορικής διαδρομής της λαογραφίας από τον Ν. Γ. Πολίτη ως τις μέρες μας ιδιαίτερα σημαντική ήταν η δραστηριοποίηση πολυάριθμων, φιλότιμων ερασιτεχνών συλλογέων λαογραφικής ύλης, κυρίως δασκάλων και καθηγητών οι οποίοι ως ένα βαθμό αναπλήρωσαν τις ελλείψεις σε επιστημονικό προσωπικό των ακαδημαϊκών θεσμικών φορέων. Παρενθετικά αναφέρω ότι ο ρόλος των «ερασιτεχνών» συλλογέων (δηλαδή των εραστών της επιστήμης της Λαογραφίας με την κυριολεκτική σημασία του όρου, αν και συχνά ανυποψίαστων όσον αφορά τις θεωρητικές εξελίξεις της έρευνας) στη συλλογή υλικού ήταν πάντα καθοριστικός. Στην περίπτωση της Ελλάδας, περιλαμβανομένης και της Διασποράς, η πραγματικότητα αυτή περικλείει μια εσωτερική κοινωνική δυναμική την οποία δυστυχώς πολύ λίγοι από τους επίσημους φορείς έχουν αντιληφθεί. Το Κέντρο Λαογραφίας, όπου έχω την τιμή να υπηρετώ, αποτελεί μία εξαίρεση καθώς με πρωτοβουλία της διευθύντριας του Αικ. Πολυμέρου-Καμηλάκη έχει προχωρήσει στην καταγραφή των συλλόγων που δραστηριοποιούνται στον χώρο αυτό και στη συνεργασία με πολλούς από αυτούς με πλούσια αποτελέσματα στον τομέα των εκδόσεων, εκθέσεων, συνεδρίων, οργάνωσης μουσείων, κ.ά.

Πρέπει να τονισθεί ότι το Κέντρο Λαογραφίας αποτελεί μια φωτεινή εξαίρεση στη συστηματική χρήση της κινηματογραφικής κάμερας από τους ερευνητές κατά τις επιτόπιες έρευνες καθώς, όπως ήδη επισήμανα, η χρήση της από τους ερευνητές εν γένει ήταν και δυστυχώς παραμένει περιορισμένη. Θετικός είναι ο απολογισμός και στην παραγωγή εθνογραφικών και λαογραφικών ταινιών καθώς υλικό του Κέντρου χρησιμοποιείται από δεκαετίες από τη δημόσια τηλεόραση. Ειδική μνεία πρέπει να γίνει στη συμμετοχή μελών του επιστημονικού προσωπικού του Κέντρου ως επιστημονικών συμβούλων στην παραγωγή πολλών ντοκιμαντέρ αναλόγου περιεχόμενου (σημ. 3) .

Οι υποδομές που έχουν δημιουργηθεί κατά τα τελευταία έτη στο Κέντρο Λαογραφίας της Ακαδημίας Αθηνών ως Εθνικού Κέντρου Τεκμηρίωσης του Λαϊκού Πολιτισμού επιτρέπουν τον σχεδιασμό και την υλοποίηση ψηφιακού αποθετηρίου ήχου και εικόνας για τις εκδηλώσεις του λαϊκού πολιτισμού (σημ. 4). Στο σημερινό στάδιο είναι ιδιαίτερα σημαντικό να δοθεί πλέον η δυνατότητα όχι μόνο στους εξειδικευμένους χρήστες και τους επιστήμονες αλλά και στο ευρύ κοινό να συμμετάσχουν στην δημιουργία ψηφιακού αποθέματος και να επωφεληθούν από αυτό χάρη στις δυνατότητες που παρέχει η τεχνολογία. Ευελπιστούμε ότι η δυσμενέστατη οικονομική συγκυρία δεν θα οδηγήσει τις ερευνητικές υποδομές τις χώρας μας στο περιθώριο των εξελίξεων την ώρα που η πρόοδος ειδικά στον τομέα αυτών των τεχνολογιών διεθνώς είναι ραγδαία (σημ. 5).

Το ψηφιακό απόθεμα που αφορά το πεδίο που μας απασχολεί είτε είναι ήδη υπαρκτό είτε θα δημιουργηθεί στο μέλλον θα είναι ποικίλης προέλευσης και για τον λόγο αυτό θα απαιτήσει προσπάθεια να οριστεί και να τεκμηριωθεί κατά τρόπο ώστε να γίνει αναγνώσιμο από το ευρύ κοινό, που θα έχει πρόσβαση στις κινηματογραφικά καταγεγραμμένες εκδηλώσεις του λαϊκού πολιτισμού. Δεν χρειάζεται ίσως να επαναλάβω εδώ αυτό που έχουν γράψει φιλόσοφοι και ανθρωπολόγοι όπως ο Gilles Deleuze και ο Michael Fischer. Παράλληλα με τον κινηματογράφο στο σύγχρονο πλαίσιο εμφανίστηκε ένα νέο σύνολο εικόνων του χώρου και του χρόνου που είναι ιδιαίτερα πολύπλοκο, ογκώδες και πλασματικό (virtual). Σήμερα το βάρος της επιστημονικής ανάλυσης και παρουσίασης δίδεται στην εξέταση της πολυπλοκότητας αυτής της πραγματικότητας. Η λαογραφία και η εθνολογία μπορούν να συμβάλουν στο μέτρο που τους αναλογεί στο έργο αυτό κυρίως με στόχους εκπαιδευτικούς και επιστημονικούς όχι για να συντηρηθεί μια νοσταλγία ενός παρελθόντος που χάθηκε ανεπιστρεπτί αλλά για να οικοδομηθεί ένα μέλλον συνδεδεμένο οργανικά με το παρελθόν, με τη γνώση του παρελθόντος χάρη στη δυνατότητα πολλαπλών αναγνώσεών του.

Ας έλθουμε όμως στις βραβευμένες ταινίες του σημερινού πρωινού.

Παρακολουθήσαμε μόλις στην αίθουσα αυτή μια ταινία αφιερωμένη στο μουσικό πολιτισμό της Ζανζιβάρης του μεγάλου νησιού της ανατολικής Αφρικής που αποτελεί σήμερα μέρος της Ενωμένης Δημοκρατίας της Τανζανίας, το οποίο αποτελεί ένα σταυροδρόμι σημαντικών πολιτισμών, του αφρικανικού, του αραβικού και του ινδικού με έντονη βέβαια την παρουσία της Δύσης με τίτλο «Zanzibar Musical Club» (Ph. Gasnier – P. Nézan, 85΄). Η σύνθεση της ταινίας αυτής διαμορφώνεται με κεντρικό άξονα το τραγούδι, (στις περισσότερες περιπτώσεις αδιαχώριστο από τη μουσική και το χορό) διανθισμένο σε δεύτερο επίπεδο από τις εικόνες και τις μαρτυρίες των πρωταγωνιστών, ενώ απουσιάζει εντελώς η αφήγηση από την πλευρά των δημιουργών της ταινίας. Η κοινωνική πραγματικότητα παρουσιάζεται μέσα από εναλλαγές εικόνων που διακρίνονται για την απλότητα και την ομαλή ροή τους. Η μουσική της Ζανζιβάρης κοσμική και θρησκευτική μας κοινοποιείται μέσα από τις οπτικοακουστικές καταγραφές των καλλιτεχνών σε διάφορες περιστάσεις, είτε παρουσία κοινού είτε σε στιγμές πιο προσωπικές. Πρόκειται για μια μουσική πανδαισία! Το αρμονικό δέσιμο των επιμέρους στοιχείων και η υψηλής αισθητική παρουσίαση επιτρέπει την παρακολούθηση της διάρκειας 85 λεπτών ταινίας με αμείωτο ενδιαφέρον. Η αλήθεια των σκηνοθετών, δηλαδή η έντιμη απεικόνιση της πραγματικότητας, επιτυγχάνεται χωρίς συμβιβασμούς στο πεδίο της αισθητικής γεγονός που – οφείλω να παρατηρήσω – συχνά αποτελεί ζητούμενο γι’ αυτή την κατηγορία ταινιών.

Η ταινία έλαβε Έπαινο της Κριτικής Επιτροπής για την αυθεντικότητα της κινηματογράφησης και της μουσικής της.

Θα ακολουθήσει η ελληνική ταινία «Το κάλεσμα του βουνού» (Στ. Αποστολόπουλος, 52΄) που αναφέρεται στην επιστροφή και εγκατάσταση ενός νεαρού κρητικού οικογενειάρχη από την Αθήνα στην Ανώπολη των Σφακίων, όπου αναλαμβάνει τη φροντίδα του οικογενειακού κοπαδιού και της ποιμενικής εγκατάστασης (του μιτάτου) αλλά και ό,τι αυτό συνεπάγεται για τον λαϊκό πολιτισμό της Κρήτης: επιβεβαίωση της παρουσίας της γενιάς στην πατρώα γη (παρουσίας υλικής, κοινωνικής και πνευματικής), διατήρηση της μνήμης των νεκρών της, απρόσκοπτη συνέχιση της κοινωνικής της ύπαρξης σε επίπεδο πραγματικό αλλά και φαντασιακό, δεδομένου ότι τα μέλη της κατοικούν πλέον εκτός από την περιοχή των Σφακίων, σε πόλεις της Κρήτης, στην Αθήνα και σε πολλές μακρινές χώρες του εξωτερικού όπως η Αυστραλία και οι Ηνωμένες Πολιτείες. Στο ντοκιμαντέρ αυτό, άρτιο από τεχνικής απόψεως και αψεγάδιαστο όσον αφορά την ποιότητα και τη ροή των εικόνων, απουσιάζει επίσης ο αφηγηματικός λόγος από την πλευρά του σκηνοθέτη και μαζί μ’ αυτόν η όποια κυριαρχική διάθεση ενδέχεται αυτός να υποθάλπει. Ο λόγος παραχωρείται κατ’ αποκλειστικότητα στους ανθρώπους η ζωή και ο πολιτισμός των οποίων αποτελεί το θέμα της ταινίας. Θα μπορούσα να μιλήσω επί μακρόν για την ταινία αυτή η οποία εκτός των άλλων αποτελεί ένα ιδιαίτερα εύστοχο κοινωνιολογικό σχόλιο για τη σημερινή ελληνική αγροτική κοινωνία – που γίνεται περισσότερο χρήσιμο τώρα που αποκαλύφθηκε σε όλους εξαιτίας της οικονομικής κρίσης η καταστροφική κατάσταση στην οποία ευρίσκεται η ελληνική αγροτική παραγωγή μετά από τρεις τουλάχιστον δεκαετίες εφησυχασμού και υποταγής της αγροτικής πολιτικής (αν θεωρήσουμε ότι υπήρχε τέτοια) στα κελεύσματα και τις λογικές του πρόσκαιρου και αντιπαραγωγικού χρηματικού κέρδους. Παρότι ο πειρασμός είναι μεγάλος δεν θα επεκταθώ στο ζήτημα αυτό καθώς η ταινία πραγματεύεται θέματα που με ενδιαφέρουν πολύ επιστημονικά και με απασχολούν. Ενδεχομένως βέβαια να μην υπάρχει και ανάγκη για κάτι τέτοιο. Η «αντικειμενικότητα» της ταινίας ή η «εθνογραφικότητά» της δημιουργείται εκτός των άλλων και χάρη στη σχέση της με το κοινό της στο βαθμό που το βοηθάει να διερμηνεύσει πολιτισμικά καταστάσεις, κώδικες, αξίες που ενδεχομένως ανήκουν σε ένα διαφορετικό τμήμα της ίδιας κοινωνίας όπως συμβαίνει στην περίπτωσή μας. Θα διαπιστώσετε ότι η ταινία συνιστά μία αναλυτική προσέγγιση των κυριοτέρων προβλημάτων και χαρακτηριστικών της ελληνικής αγροτικής – εν προκειμένω κτηνοτροφικής – κοινωνίας όπως:

– η άμεση επικοινωνία και συνέχεια μεταξύ του αστικού και αγροτικού χώρου από απόψεως κοινωνικής και πολιτισμικής,

– η δυσκολία επιβίωσης του αγροτικού κόσμου στο σύγχρονο πλαίσιο τόσο οικονομικά όσο και κοινωνικά,

– η κτηνοτροφική δραστηριότητα ως συνθήκη ύπαρξης και τρόπος ζωής και όχι ως επάγγελμα ή τρόπος βιοπορισμού.

Η ταινία έλαβε το βραβείο κοινού με ποσοστό προτίμησης 92% και βαθμολογία 4,6 με άριστα το 5.

Η τρίτη ταινία «Ένα γράμμα για το αύριο» (Hakan Aytekin, 47΄) αναφέρεται στη συριακή μειονότητα της Τουρκίας και στη δυσκολία επιβίωσης της αρχαίας συριακής γλώσσας που συνθλίβεται κυριολεκτικά ανάμεσα στις κυρίαρχες γλώσσες της περιοχής, τα τουρκικά και τα αραβικά. Και εδώ ο αγροτικός κόσμος, η μικρή κοινότητα, η εθνοτική ομάδα βρίσκονται ανοιγμένες στον μεγάλο κόσμο του παγκόσμιου χωριού και υπόκεινται σε επιμέρους πολιτικές και πολιτισμικές κυριαρχίες. Οι φορείς και εκφραστές του εθνοτοπικού πολιτισμού ζουν σε μια κοινωνία που μοιάζει να φθίνει και να απογυμνώνεται με γρήγορους ρυθμούς από τα χαρακτηριστικά συστατικά στοιχεία της και τα ερείσματα της ταυτότητάς της. Η αντίσταση των ανθρώπων στην προϊούσα ισοπέδωση εκφράζεται με ποικίλους τρόπους όπως η αντιγραφή χειρογράφων κειμένων γραμμένων στην αρχαία συριακή γλώσσα και η ευρύτερη διάδοσή τους (στην περίπτωση του πρωταγωνιστή της ταινίας), η συμμετοχή στις εθιμικές θρησκευτικές τελετουργίες στο πλαίσιο της κοινότητας, η προσήλωσή τους στους δεσμούς της οικογένειας και της φιλίας.

Η ταινία έλαβε Έπαινο της Κριτικής Επιτροπής για την ευαισθησία των δημιουργών που προσπαθούν να αναδείξουν έναν αρχαίο πολιτισμό με τη βοήθεια μιας γλώσσας που κινδυνεύει να χαθεί.

Οι ειδικοί Έπαινοι που έλαβαν οι δύο από τις τρεις ταινίες και ιδιαίτερα το Βραβείο Κοινού που έλαβε η δεύτερη τονίζουν τη σημασία τους και τον επιτυχή τρόπο κατά τον οποίο διεξήλθαν τα θέματα οι δημιουργοί τους. Θεωρώ ότι δεν είναι σκόπιμο να τίθενται οι ταινίες αυτές που προορίζονται για ένα ευρύ κοινό στη βάσανο της κρίσης του ειδικού με τον τρόπο που θα έμπαινε, για παράδειγμα, ένα επιστημονικό σύγγραμμα. Εξυπακούεται ότι μια ταινία δεν μπορεί να συμπεριλάβει τον όγκο των δεδομένων που έχει ένα βιβλίο, ούτε είναι υποχρεωμένος ο δημιουργός της να ακολουθήσει τη λογική και πολύ περισσότερο το εννοιολογικό οπλοστάσιο της επιστήμης. Αυτό δεν θα με εμποδίσει να επισημάνω και με αυτήν την ευκαιρία κάτι που συζητήθηκε ήδη κατά τη διάρκεια της φετινής συνάντησης. Είναι η ανάγκη συνεργασίας μεταξύ κινηματογραφιστών και κοινωνικών επιστημόνων. Είναι γνωστό σε όλους μας ότι αυτό δεν είναι εύκολο καθώς δεν υπάρχει ανάλογη παράδοση. Παρόλα αυτά πιστεύουμε ότι ένας κινηματογραφιστής θα επεδείκνυε σωφροσύνη αν έπαιρνε μαζί του έναν λαογράφο ως επιστημονικό σύμβουλο για την καταγραφή και παρουσίαση ενός λαογραφικού θέματος, όπως και ένας λαογράφος, που αποπειράται κινηματογραφική καταγραφή ενός θέματος και πολύ περισσότερο παρουσίαση στο ευρύ κοινό μέσα από τον κινηματογράφο, καλό θα ήταν να απευθυνθεί στους ειδικούς του τομέα αυτού.

 

Δρ. Ευάγγελος Καραμανές, Κύριος Ερευνητής στο Κέντρον Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας της Ακαδημίας Αθηνών.