Μεσόλογος στην ενότητα του διημέρου προβολής βραβευμένων ταινιών της κινηματογραφικής συνάντησης ΑΓΩΝ, Ταινιοθήκη της Ελλάδος, 7/5/11
Θα ήθελα πρώτα να συγχαρώ δημόσια τους οργανωτές αυτής της πολιτισμικής διημερίδας για την πνευματική τροφή που φρόντισαν έτσι να προσφέρουν σε ένα ευρύτερο κοινό σε καιρούς αιχμηρούς κι άχαρους. Όσα θα πω αντιληφθείτε τα ως ένα μεσόλογο, ένα σχολιαστικό intermezzo, της ενότητας “Κινηματογράφος και Ιστορία”. Ο σύνδεσμος αυτός δεν χρειάζεται βέβαια ιδιαίτερες εξηγήσεις ή απολογητική. Το ζωντάνεμα της ιστορίας με τις τρέχουσες εικόνες αλλά και ο πλούτος περιεχομένου που μπορεί να αντλεί η έβδομη τέχνη από τα χρυσωρυχεία της ιστορίας είναι γνωστά και τιμημένα. Θα περιορισθώ να αναζητήσω εδώ και να προβάλω ένα κοινό στοιχείο αυτών των τριών ταινιών και να θέσω κάτω απ’ τη δική του οπτική γωνία τις όποιες σχετικές παρατηρήσεις μου. Και οι τρεις ταινίες τονίζουν τη σημασία της πρόσβασης, της διασφάλισης και βέβαια της ερμηνείας και της ουσιαστικής αξιοποίησης των ιστορικών πηγών, των άμεσων δηλαδή μαρτυριών για το ανθρώπινο παρελθόν.
Οι Μάγια, ο ένας από τους τρεις σημαντικότερους προκολομβιανούς πολιτισμούς της Αμερικής, ήταν (και εξακολουθεί βέβαια έως ένα βαθμό να είναι) μια πρόκληση για τους επιστήμονες. Τα τεκμήρια των μνημείων του, διάσπαρτα σε διάφορα σημεία της Κεντρικής Αμερικής, συνοδεύονται από την παρουσία μιας γραφής, της οποίας η ακριβέστερη φύση και η αποκρυπτογράφηση, όπως είδατε, απαίτησε μια σκυταλοδρομία αφοσίωσης από λογίους κι ερευνητές διάφορων εθνοτήτων έως ότου αναγνωρισθεί ως μια μεικτή γραφή, με ιδεογράμματα και συλλαβογράμματα. Είναι πραγματικά συναρπαστικό πόσο σε αυτή τη διαδικασία συντέλεσε τόσο η ειδική γνώση των γλωσσολόγων (όπως του βασικού, όπως τώρα προκύπτει, Ρώσου μελετητή της Κνόροσοφ) όσο και η επιβίωση έως σήμερα μιας προφορικής παράδοσης και γλώσσας των απογόνων των Μάγια που ανασυνδέονται έτσι με το πριν από μισή περίπου χιλιετία γραπτό παρελθόν τους. Η φράση ενός σημερινού μελετητή κι απογόνου τους: ” Μεγάλο και πολύτιμο φορτίο να ξέρεις την ιστορία της χώρας σου” (στην περίπτωσή του, να την ανακτάς), αξίζει ιδιαίτερα να προσεχθεί σ΄ ένα τόπο που αντιμετωπίζει (παρακαλώ, μη με ρωτήσετε πόσο συχνά) τη διάσωση και διαφύλαξη της ιστορίας του με τη ραθυμία του αυτονόητου και αυτόματου. Ταυτόχρονα, καταδεικνύεται άλλη μια φορά πόσο η συνδρομή γραπτών πηγών για ένα πολιτισμό μπορεί να θέσει σε πραγματικά σταθερότερες βάσεις την ερμηνεία του: η ειρηνική ουτοπία παλιότερων ανασυνθέσεων του πολιτισμού τους παραχώρησε τη θέση της στη συνειδητοποίηση άλλης μιας κοινωνίας πολέμων και πολιτικών εξαρτήσεων. Η ιστορία είναι το φυσικό καταφύγιο της αλήθειας και όχι των ονείρων μας.
Στην περίπτωση της ταινίας για το Herculaneum, δηλαδή το Ηράκλειον, πιθανόν μια αρχικά ελληνική αποικία (ίσως της κοντινής Νεαπόλεως) και μετέπειτα σαμνιτική και τελικά ρωμαϊκή πόλη, έχουμε ένα εξαιρετικό παράδειγμα της συμβολής της αρχαιολογικής σκαπάνης στον εμπλουτισμό και την ακριβέστερη κατανόηση του αρχαίου κόσμου. Κι εδώ, όπως και στη γειτονική Πομπηία, το παχύ σάβανο του Βεζούβιου, που τύλιξε την πόλη τη νύχτα της 25/8/79 μ.Χ. αποδείχθηκε και μανδύας διαιώνισής της. Είναι εξαιρετικά ενδιαφέρον να δούμε εδώ τη μετάβαση από τις πρώτες ευρηματοθηρικές ανασκαφές της εποχής των Βουρβόνων βασιλιάδων της Νεάπολης των αρχών του 18ου αι. στη συστηματική ανασκαφή των Ιταλών αρχαιολόγων. Είναι μάλιστα αφηγηματικά επιδέξιο ότι η ταινία βασίζεται στις ημερολογιακές καταγραφές του βασικού συστηματικού ανασκαφέα της πόλης Amedeo Maiuri, όχι βέβαια άγνωστου για τους ΄Ελληνες επιστήμονες, αφού η νεανική του δράση είχε συνδεθεί με την καταγραφή και δημοσίευση των ελληνικών επιγραφών Ρόδου και Κω στα χρόνια της Ιταλοκρατίας των Δωδεκανήσων. Ο τρόπος και ο βαθμός που ο επιστήμονας συνδέεται στενότερα με τον χώρο της δράσης του και προσπαθεί να αναπλάσει και να ανιχνεύσει τον παλμό μιας άλλης εποχής τόσο από τα ίδια τα ποικίλα ευρήματά του όσο και μέσα από δείγματα της σύγχρονης τοπικής ζωής προβάλλει όμορφα. Γίνεται επίσης σαφές πόσες πτυχές και προβλήματα παρουσιάζει η αναγκαστική συμβίωση αρχαίων και νεότερων οικισμών αλλά και πόση σημασία έχει η επιστημονική συνέχεια τέτοιων προσπαθειών, ώστε να μην κόβεται και πρέπει μετά ν’ ανασυνδέεται το νήμα τους. Η ταινία τελειώνει ακριβώς με την επιβεβαίωση μιας τέτοιας ανασύνδεσης, υπό διεθνή πλέον συνεργασία στα πλαίσια του Herculaneum Conservation Project. Από την εθνική αρχαιολογία (με την εναρκτήρια βασιλική σκαπανιά του Ουμβέρτου και την πριμοδότηση του Duce) περνάμε σε μια εποχή παγκόσμιας συμμετοχής και συναντίληψης για τη διάσωση των μνημείων του ανθρώπινου πολιτισμού. Όχι πάντα απλή αλλά θετική εξέλιξη. Ας προστεθεί επίσης η συχνά ανυποψίαστη συνύφανση πια με την καθημερινότητα των Αθηναίων της εικόνας ευρημάτων από αυτό το Ηράκλειο: πόσοι περαστικοί γνωρίζουν άραγε ότι τα δύο αγάλματα δρομέων στην κάτω πλευρά της Πλατείας Συντάγματος όπως και το καθιστό άγαλμα Ερμή λίγο πιο πέρα (δίπλα στην είσοδο του Μετρό) είναι αντίγραφα έργων που βρέθηκαν εκεί;
Ο επίλογος της ενότητάς μας, η ταινία “Στην εξορία“, είναι ελληνικός, ακριβέστερα: ελληνο-τουρκικός ως προς το περιεχόμενο. Εδώ η ανασκαφή έγινε σε ένα προσωπικό, οικογενειακό αρχείο και το συναρπαστικό εύρημα είναι ένα δραματικό προσωπικό ημερολόγιο. Συντάκτης του ο έμπορος της Πόλης Κων/νος Κιουρκτσόγλου που υποχρεώθηκε μαζί με άλλους μη μωαμεθανούς υπηκόους του τουρκικού κράτους να εκτοπισθεί για όλη τη διάρκεια του 1943 σε καταναγκαστικά Τάγματα Εργασίας στα βάθη της Μ. Ασίας μετά την επιβολή ειδικού φόρου (βαρλίκι) και δήμευση περιουσιών των αδυνατούντων να ανταποκριθούν. Πολύ θετική είναι εδώ η λιτή παράθεση εγγραφών του ημερολογίου αλλά και η πλαισίωσή της με μαρτυρίες τόσο Τούρκων ειδικών που ξεγυμνώνουν χωρίς περιστροφές τη λογική των τότε τουρκικών κυβερνητικών μέτρων (οι ανάγκες του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου έπρεπε να αντιμετωπισθούν με θυσίες δυσανάλογες για τους “ξένους”), όσο κι αναμνήσεων των Τούρκων κατοίκων του χωριού της εκτόπισης. Πυκνές φράσεις ενός από τους τελευταίους, τελικά συν-θύματα μιας στυγνής κεντρικής μηχανής: ” Ζούσαν μέσα στα ζώα…γκρεμίστηκε ο κόσμος τους”. Βρίσκω διδακτικό ότι η επιστροφή των επιβιωσάντων αποδίδεται σαφώς στη διεθνή δια του τύπου ενημέρωση για το μαρτύριο αυτών των ανθρώπων και την αναδίπλωση των τουρκικών αρχών. Η μνήμη πρέπει να είναι πάντα ψύχραιμη αλλά και ουσιαστική. Κι όπως λέει το τραγούδι του Σαββόπουλου, “όποιος δεν καταλαβαίνει, δεν ξέρει που πατά και πού πηγαίνει”.
Όλες λοιπόν αυτές οι κινηματογραφικές διαδρομές σε χώρους της ιστορίας ας εμπλουτίσουν κι ας βοηθήσουν τη μνήμη και την κρίση μας να μας τοποθετήσουν από πολλές απόψεις σοφότερα κι υπεύθυνα στο παρόν και το μέλλον. Ώστε όταν ξανανάβουν τα φώτα της αίθουσας, ο νους κι η καρδιά μας να διατηρούν κάτι από το χρήσιμο φως αυτών των εικόνων.
Κωνσταντίνος Μπουραζέλης
Καθηγητής, Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας
Πανεπιστήμιο Αθηνών