Εφέτος συμπληρώθηκαν 24 χρόνια από την ημέρα που ο καθηγητής Πέτρος Θέμελης ξεκίνησε στη Μεσσήνη μια ανασκαφή η οποία έμελλε να φέρει στο φως μια ολόκληρη αρχαία πόλη. Με τη στιβαρή οχύρωσή της και το άριστο πολεοδομικό της σύστημα, το Θέατρο, το Βουλευτήριο, το Στάδιο και το Γυμνάσιο, το πλήθος των ιερών της, τις κρήνες, τα μνημεία και τα αγάλματά της. Και το σημαντικότερο: την εξαιρετική διατήρησή της, η οποία οφείλεται στο γεγονός ότι ουδέποτε καλύφθηκε από μεταγενέστερους οικισμούς, παρά εξακολουθεί ακόμη και σήμερα να εκτείνεται ανάμεσα σε αμπέλια και ελαιώνες.
Υπήρξαν και άλλοι περιηγητές και αρχαιολόγοι στο παρελθόν που ανέσκαψαν τη Μεσσήνη, σπουδαίοι, μάλιστα, όπως ο Θεμιστοκλής Σοφούλης (ο μετέπειτα πολιτικός), ο Γεώργιος Οικονόμος και ο Αναστάσιος Ορλάνδος. Ωστόσο, μόλις τα τελευταία χρόνια το ανασκαφικό πρόγραμμα είχε τη συνέχεια και τη συνέπεια που οδήγησε στην αποκάλυψη τόσων μνημείων. Πόσω μάλλον που η ταυτόχρονη αναστήλωσή τους τα διασώζει μέσα στον χρόνο καθιστώντας τα εύληπτα για τον επισκέπτη. Άλλωστε και ο ίδιος, όταν ξεναγεί επισκέπτες στα μνημεία της Μεσσήνης, δεν χρησιμοποιεί βαρύγδουπους χαρακτηρισμούς. Λέει απλώς ότι «τα αρχαία είναι κομμάτι της ζωής μας. Η Ελλάδα είναι γεμάτη από αρχαιότητες και πρέπει να μάθουμε να ζούμε με αυτές».
Σε έκταση περίπου 4.000 στρεμμάτων απλώνεται η πόλη- ένας τεράστιος αρχαιολογικός χώρος δηλαδή. Και χώρεσε… ολόκληρη σε έναν τόμο 375 σελίδων με τίτλο «Αρχαία Μεσσήνη: Ιστορία- Μνημεία- Άνθρωποι» (εκδόσεις Μίλητος), ο οποίος θα κυκλοφορήσει τις επόμενες ημέρες. Όταν το 1963 ο εκ Θεσσαλονίκης ορμώμενος, νεαρός τότε, αρχαιολόγος Πέτρος Θέμελης πατούσε για πρώτη φορά το πόδι του στη Μεσσηνία, δεν μπορούσε να φανταστεί ότι αρκετά χρόνια αργότερα θα ήταν σε θέση να συντάξει το χρονικό της αρχαίας Μεσσήνης… « Από τις ανασκαφές αποδεικνύεται ότι αυτή η πόλη διαδραμάτισε ενδιαφέροντα ρόλο στα ιστορικά πράγματα της Ελλάδας, καθώς υπάρχουν πολλά στοιχεία για τις σχέσεις της με τις άλλες ελληνικές πόλεις, συμμετέχοντας ή όχι στις συμμαχίες τους, αλλά και με τη Μακεδονία και αργότερα τη Ρώμη, η οποία την ευνοούσε ιδιαίτερα» λέει ο ίδιος.
Σε αυτή την πόλη της ελληνιστικής εποχής- ιδρύθηκε το 369 π.Χ.-, που οφείλει το όνομά της στην πρώτη μυθική, προδωρική βασίλισσα της χώρας, τη Μεσσήνη, κόρη του αργείου βασιλιά Τρίοπα και σύζυγο του Λάκωνα Πολυκάονα, η «ξενάγηση» αρχίζει από την προϊστορία της ευρύτερης περιοχής. Από εκεί και έπειτα η ιστορία της πόλης και των ανθρώπων της με τα επιτεύγματά τους παρακολουθείται βήμα προς βήμα: Πώς έχτισαν τα φοβερά τείχη τους για να προστατεύονται από τους εχθρούς, Σπαρτιάτες κατά βάση, με τους οποίους βρίσκονταν διαρκώς σε πόλεμο. Πώς δημιούργησαν μεγαλειώδη δημόσια κτίρια και μνημεία. Πώς διέπρεψαν στον αθλητισμό και καλλιέργησαν τις τέχνες.
Όπως επισημαίνει ο κ. Θέμελης, « η ελληνιστική αρχιτεκτονική και γλυπτική της Μεσσήνης μπορεί να παραβληθεί με τα επιτεύγματα της Περγάμου των Ατταλιδών στην Μικρά Ασία. Διότι και οι δύο πόλεις δημιούργησαν, μέσα στο πλαίσιο συγκεκριμένων πολιτικών προγραμμάτων, μνημειακές αρχιτεκτονικές μορφές και συνθέσεις ή ελεύθερα μεγαλειώδη έργα γλυπτικής, που στάθηκαν πρότυπο για ανάλογες δημιουργίες και στη Ρώμη». Από τον 1ο αιώνα π.Χ., μάλιστα, όπως δείχνουν τα ευρήματα, λειτουργούσε στην πόλη οργανωμένο τοπικό εργαστήριο γλυπτικής το οποίο επιδιδόταν τόσο στην κατασκευή εικονιστικών ανδριάντων όσο και αντιγράφων των φημισμένων έργων της κλασικής αρχαιότητας που απευθύνονταν στην αισθητική αλλά και στο βαλάντιο μιας συγκεκριμένης πελατείας.
Πηγή: Το Βήμα, Μ. Θερμού, 9/10/10