Μεσημέρι στην οδό Κριεζώτου, στο σπίτι του Ν. Χατζηκυριάκου Γκίκα όπου έχει εγκατασταθεί για τα καλά τον τελευταίο καιρό ο Άγγελος Δεληβορριάς, η ατμόσφαιρα μυρίζει Ελλάδα. Κόντογλου, Πικιώνης, Στρατής Δούκας, Μυριβήλης, Σεφέρης, Σπαθάρης, Κοσμάς Πολίτης, Μπαλάφας, Τλούπας, Κεφαλληνός, Απάρτης, Κωνσταντινίδης, Μάνος Χατζιδάκις σε μια πυκνή σύνθεση που ζαλίζει. Όλο το πάνθεον των «ωραίων» Ελλήνων, η γενιά του ΄30- λίγο πριν και αρκετά μετά- βρίσκεται εδώ. Μαζί και ο Άγγελος Δεληβορριάς, που όπως ένας διευθυντής ορχήστρας φροντίζει να ακούγονται καλά όλα τα όργανα, έτσι κι εκείνος συνθέτει αυτό το ελληνικό πανόραμα πολιτισμού του 20ού αιώνα, χωρίς να υπολείπεται κανείς. Και οι διανοούμενοι και οι λαϊκοί καλλιτέχνες και οι σοσιαλιστές και οι νεοφιλελεύθεροι. «Είμαι ελληνομανής» δηλώνει άλλωστε ο ίδιος.
Πολλοί πιστεύουν ότι το Μουσείο Μπενάκη, που συμπλήρωσε εφέτος τα 80 χρόνια του, δεν θα ήταν αυτό που είναι σήμερα, αν διευθυντής του – από το 1973- δεν ήταν ο Άγγελος Δεληβορριάς. Ένας χαρισματικός άνθρωπος, λαμπρός αρχαιολόγος, με ευρύτατη γνώση και καλλιέργεια, και ταυτόχρονα μια εκρηκτική, σαρωτική προσωπικότητα, που δεν δέχεται εύκολα αντιρρήσεις. Πολλές φορές χτύπησε το χέρι στο γραφείο κατά τη διάρκεια αυτής της συζήτησης, η φωνή υψώθηκε περισσότερες, θυμός και γλυκύτητα εναλλάσσονταν αστραπιαία. Ένα τέτοιο έργο χωρίς πάθος δεν γίνεται.
Σε αυτό το νέο παράρτημα του Μουσείου Μπενάκη «Πινακοθήκη Ν. Χατζηκυριάκου-Γκίκα» όπως λέγεται, που βρίσκεται πλέον στην τελική ευθεία, αν οι δύο τελευταίοι όροφοι είναι αφιερωμένοι στον μεγάλο ζωγράφο, στους υπόλοιπους «κατοικεί» ο Άγγελος Δεληβορριάς.
«Και όπως αυτό το κίνημα της ελληνικότητας, που κατηγορήθηκε για εθνικοσοσιαλισμό- κι εγώ μαζί, κατηγορήθηκα-, το στραπατσάρισαν ο πόλεμος και ο Εμφύλιος, έτσι και την επόμενη αναγέννηση της δεκαετίας του ΄ 60 ήρθε η χούντα και την κατέστρεψε ».
– Σήμερα αυτό το ιδεολόγημα της ελληνικότητας πόσο χρήσιμο είναι, ή μήπως παρήλθε;
«Δεν θέλω να γίνω μαλλιά-κουβάρια με μερικούς φίλους μου- γιατί είναι φίλοι μου κι αυτοί που πρεσβεύουν τα αντίθετα-, εκείνο που τους λείπει όμως είναι ο ευρύτερος ορίζοντας της θέασης και της αποτίμησης των πραγμάτων. Είναι βαθύτατα ριζωμένο μέσα μου πως ό,τι καλύτερο παρήγαγε ως τώρα αυτός ο έρημος τόπος, μας το πρόσφερε αυτή η γενιά. Και ο Έλληνας του αύριο οφείλει να το γνωρίζει αυτό. Οφείλει να ξέρει τι ήταν ο Σεφέρης, τι έγραψε ο Ελύτης, τουλάχιστον τα βασικά πράγματα, αυτά που εμείς στα νιάτα μας τα παίζαμε στα δάχτυλα. Διότι αυτά μας στηρίζουν σε δύσκολες στιγμές».
– Εσείς αυτό που συνέβη στη χώρα το περιμένατε;
«Γνωρίζοντας πώς αντιμετώπιζε η ελληνική Πολιτεία τον πολιτισμό, είχα στα χέρια μου- και δεν ήμουν ο μόνος- τις ενδείξεις για ό,τι επρόκειτο να μας συμβεί. Φαινόταν από την αδιαφορία τους, από το γεγονός ότι δεν είχαν καταλάβει την παραγωγική σημασία του πολιτισμού ούτε ως οικονομία. Τα μηνύματα δεν ήταν καθόλου θετικά. Όχι μόνον από την εποχή της κυβέρνησης Καραμανλή αλλά και παλαιότερα. Από την άλλη μεριά, αυτό το προμοτάρισμα της ευζωίας, του καταναλωτισμού, της ψευδαίσθησης ότι ζούμε στην εποχή των χοντρών αγελάδων, όλο αυτό επηρέασε βαθύτατα το κοινωνικό σώμα και ακόμη πιο βαθιά την ηθική του υπόσταση».
– Πώς σκέφτεστε να αντιμετωπίσετε την κρίση;
«Εγώ λόγω ιδιοσυγκρασίας επιλέγω την επίθεση. Σε μια δύσκολη περίοδο δεν περιστέλλεσαι, αντίθετα επιτίθεσαι. Και δεν σταμάτησαν οι χορηγίες. Για την Πινακοθήκη του Γκίκα έχω δεχτεί σοβαρές δωρεές».
– Γιατί οι δημιουργοί σάς δωρίζουν το έργο τους;
«Γιατί το Μουσείο Μπενάκη έχει μια εντελώς συγκεκριμένη άποψη για το περιεχόμενο της έννοιας του πολιτισμού. Ο πολιτισμός είναι ένα πράγμα σύνθετο, δεν είναι μόνον, όπως λέω εδώ μέσα, οι… μπογιατζήδες (εννοώ τους ζωγράφους, αστειευόμενος), είναι και διανοούμενοι, είναι και η μουσική και το θέατρο, είναι η κοινωνικότητά μας. Αυτό το έχει δείξει το Μουσείο Μπενάκη και ο κόσμος το έχει καταλάβει, το έχει εισπράξει. Και δεν είναι μόνον τα έργα που μας έρχονται, είναι και περιουσιακά στοιχεία που μας κληροδοτούνται. Διότι ξέρουν ότι θα τα φροντίσουμε, θα τα αναδείξουμε, θα τα τιμήσουμε και θα τα παραδώσουμε στις επόμενες γενιές να τα προσκυνήσουν όπως τα προσκυνάμε εμείς».
– Αν οι δωρεές είναι το βασικό, το κράτος τι είναι;
«Μας δίνει γύρω στα 2 εκατομμύρια τον χρόνο, εφέτος τα περιόρισε και ελπίζω να μην τα περιορίσει ακόμη περισσότερο του χρόνου, αλλά πιστεύω ότι δεν θα ήθελε να αντιμετωπίσει το ενδεχόμενο απόλυσης 300 ανθρώπων που εργάζονται στο Μουσείο. Από την άλλη, έχουν συνταξιοδοτηθεί δέκα άνθρωποι και δεν έχω χρήματα να προσλάβω άλλους».
– Όλα τα νέα και σπουδαία συμβαίνουν πλέον στο Νέο Κτίριο του Μουσείου Μπενάκη στην οδό Πειραιώς. Φαίνεται σαν να έχει ατονήσει το κεντρικό μουσείο.
«Δεν είναι έτσι. Το Νέο Κτίριο είναι η νέα γενιά, το βλέπεις αυτό και από τον κόσμο που πηγαίνει εκεί. Το παλιό κτίριο είναι, ας πούμε, η δική μου η εποχή. Είναι ο χρυσός της Κολχίδας, είναι ο Θεόφιλος, είναι τέτοιου είδους πράγματα».
– Όλη αυτή η πολυπραγμοσύνη που έχει αναπτυχθεί στο Νέο Κτίριο δεν υπάρχει φόβος να δημιουργήσει έναν γίγαντα που ίσως δεν ελέγχεται;
«Έχω απόλυτη συναίσθηση πως ό,τι κάνουμε είναι για να προστατέψουμε τα πράγματα ως εκείνη τη στιγμή που θα συνειδητοποιηθεί εν Ελλάδι η σημασία τους. Μακάρι να το πετύχουμε, και σε δέκα, είκοσι χρόνια το Μουσείο να αποστερηθεί κομμάτια από τις δραστηριότητες ή τα ενδιαφέροντά του. Η Ελλάδα είναι η χώρα των μη βιβλιοθηκών, έτσι ορίζεται επιγραμματικά. Μέχρις ότου λοιπόν γίνει μια χώρα που θα τιμάει τις βιβλιοθήκες, το Μουσείο Μπενάκη είναι υποχρεωμένο να προστατέψει την ιδέα της βιβλιοθήκης αλλά και την ιδέα της νεοελληνικής αρχιτεκτονικής, της φωτογραφίας, των αρχείων…».
– Μήπως το Μουσείο Μπενάκη θα ήθελε να υποκαταστήσει ή να φτιάξει ένα δικό του υπουργείο Πολιτισμού;
«Το πολύ πολύ που θα ήθελε είναι να διδάξει. Να μεταδώσει αυτή την εμπειρία, την ιδιαιτερότητα της προσέγγισης των θεμάτων και θα μου επιτρέψεις να πω και του ήθους της συμπεριφοράς του. Βλέπω ότι πηγαίνουν έξω να σπουδάσουν μουσειολογίες κ.λπ. Εγώ νομίζω ότι η Ελλάς, παρά τις δυσκολίες και τις απενταρίες της, παράγει έργο».
– Υπάρχει κάποιος αδύναμος κρίκος σε όλο αυτό το δημιούργημα; Για παράδειγμα, είστε ευχαριστημένος με το Ισλαμικό Μουσείο;
«Έχετε απόλυτο δίκιο. Το Ισλαμικό Μουσείο όμως είναι μια κατάθεση για το μέλλον. Ωστόσο δεν θα έπρεπε τα εκπαιδευτικά προγράμματα των σχολείων να συμπεριλάβουν και μια γεύση από έναν άλλο πολιτισμό; Αλλά αυτό είναι ενδεικτικό για τον τρόπο που αρθρώθηκε το πολιτιστικό μας ιδεώδες».
– Πώς έγινε και βρεθήκατε τελευταία αντιμέτωπος με μια μερίδα αρχαιολόγων;
«Στο Αμυκλαίο στη Λακωνία, σε ένα ιερό που είχε εντυπωσιακά μνημεία, τον θρόνο του Απόλλωνα και τον βωμό, κάνουμε τα τελευταία χρόνια μια μεγάλη προσπάθεια ανασύνθεσης της μορφής τους. Γι΄ αυτό είχα ζητήσει από το ΚΑΣ να αφαιρέσουμε ορισμένα τμήματα ενός βυζαντινού ναού που έχει κτισθεί με κομμάτια του αρχαίου μνημείου και αυτό εγκρίθηκε. Αντέδρασαν όμως ο Σύλλογος Ελλήνων Αρχαιολόγων, το Ελληνικό Τμήμα του ΙCΟΜΟS, ο Μητροπολίτης Μονεμβασίας και Σπάρτης και ο κ. Αθανάσιος Δαβάκης που έκανε και ερώτηση στη Βουλή. Και επί δύο μήνες αντί να κάνω τη δουλειά του γράφω απαντήσεις».
– Θα καταστραφεί η εκκλησία, όπως λένε;
«Όχι βέβαια! Θα βγουν τα αρχαία κομμάτια, τα οποία μάλιστα είναι εμφανή, και θα μπουν μαρμάρινα αντίγραφα. Αυτό γίνεται παντού στον κόσμο, σε πολλές περιπτώσεις και χωρίς επιπτώσεις».
– Νιώθετε καμιά φορά τον φθόνο των άλλων για την επιτυχία σας;
«Ωστόσο όποτε με χρειάζονται οι άλλοι, εγώ είμαι απίκο! Στους υπουργούς, στην κοινωνία, στα πάντα!».
– Σας έχουν ζητήσει ποτέ να πολιτευθείτε;
«Δύο φορές. Την πρώτη από τη μεταδικτατορική κυβέρνηση και δεν δέχθηκα. Έγινε τότε ο Γιώργος Μυλωνάς. Για την άλλη φορά δεν θα σας πω».
– Ποια θα είναι η επόμενη γενιά στο Μουσείο;
«Υπάρχει μια πολύ καλή μαγιά ανθρώπων εδώ. Εγώ όταν συνταξιοδοτήθηκα από το Πανεπιστήμιο ήθελα να φύγω και από το Μουσείο αλλά δεν με άφησαν. Η Ειρήνη (Γερουλάνου, αντιπρόεδρος) είναι ένας άνθρωπος σπάνιας νοητικής εγρήγορσης, ποιότητας μόρφωσης, καλλιέργειας. Και εμένα και εκείνη μας αγαπούν οι συνεργάτες μας, από τις καθαρίστριες ως τους επιστήμονες, το ίδιο».
– Γνωρίζετε όμως και τον σημερινό υπουργό Πολιτισμού από μικρό. Δεν ξέρω αν…τον κρατούσατε στα γόνατά σας όπως λέμε, από τη θέση του μεγαλύτερου όμως ποια συμβουλή θα του δίνατε;
«Νομίζω ότι ο Παύλος έχει τις προϋποθέσεις από το σπίτι του και από την παράδοσή του να βλέπει τα πράγματα, να τα σταθμίζει και να παίρνει τις σχετικές αποφάσεις. Θα τον συμβούλευα να είναι σε αμεσότερη επαφή με τον κόσμο του πολιτισμού και όλα τα άλλα θα έρθουν από μόνα τους».
– Το βράδυ προτού κοιμηθείτε κάνετε απολογισμό;
«Κάνω αλλά όχι το βράδυ, το πρωί της επόμενης μέρας. Και κρατάω λεπτομερείς σημειώσεις. Θα τον εκδώσω κάποια στιγμή, γιατί έχω απόλυτη συναίσθηση τι έχω προσφέρει».
ΟΙ ΠΡΟΣΔΟΚΙΕΣ ΚΑΙ ΟΙ ΑΠΟΓΟΗΤΕΥΣΕΙΣ
– Υπήρξε κάποια περίοδος που ο πολιτισμός ευνοήθηκε από το κράτος;
«Υπήρξαν περίοδοι προσδοκιών, προσπαθειών αλλά το γενικό κλίμα δεν ήταν ποτέ υπέρ του πολιτισμού. Ο πολιτισμός είναι ο τελευταίος τροχός μιας άμαξας και είναι ζήτημα αν έχει τις άλλες τρεις ρόδες. Κοιτάξτε, η Ελλάδα ευλογήθηκε από τον καλό της τον Θεό με μια αρχαιότητα, με μια βυζαντινή περίοδο τρανταχτή, με μια υποτιμημένη- κακώς ακόμη- μεταβυζαντινή περίοδο και με μια σύγχρονη που δεν έχει να ζηλέψει τίποτε από το εξωτερικό. Το γιατί τα έχουμε απορρίψει όλα αυτά, γιατί δεν αντιλαμβανόμαστε τη δυναμική τους, τη σύνθεσή τους και απομονώνουμε κομμάτια δεν το καταλαβαίνω. Πώς φθάνουμε δηλαδή να λέμε ότι αυτά είναι κλασικά, άρα καλά και τα άλλα όχι; Αυτή είναι μια λογική που οδηγεί σε εορτές τύπου Μαραθώνα…».
Πηγή: Το Βήμα, Μ. Θερμού, 3/10/10