Oι μαρτυρίες λένε ότι αυτό το κτίριο, το λεγόμενο Βάιλερ (ή Μακρυγιάννη), επίκεντρο μιας από τις μεγαλύτερες μάχες του Εμφυλίου το 1944, είχε… μεταβληθεί σε κόσκινο από το σφυροκόπημα των πολυβόλων όπλων. Και άλλα κτίρια της γύρω περιοχής άλλωστε, επί της λεωφόρου Βασιλίσσης Αμαλίας, φέρουν στους τοίχους τους σημάδια από σφαίρες, στην περίπτωσή του όμως η καταστροφή ήταν τεράστια. Πολλοί από τους σοβάδες του έπεσαν μόνοι τους και άλλους τους έριξαν σε μια προσπάθεια αναστροφής της εικόνας του κτιρίου, αλλά κυρίως ιδεολογικής «διαγραφής» του γεγονότος. Σήμερα, 60 χρόνια μετά, το κτίριο Βάιλερ έχει ειρηνική αποστολή, αφού στεγάζει υπηρεσίες του υπουργείου Πολιτισμού και του νέου Μουσείου Ακρόπολης. Το θέμα όμως σχετικά με την εικόνα του ανέκυψε στο Κεντρικό Συμβούλιο Νεωτέρων Μνημείων εσχάτως, λόγω των εργασιών αποκατάστασης που θα γίνουν σε αυτό. Και το ερώτημα που τέθηκε είναι: Σοβαντισμένο ή όχι;
«Να μείνει ως έχει» αποφάνθηκε τελικώς το συμβούλιο, το οποίο συζητεί το θέμα από τον περασμένο Μάρτιο. Και αυτό παρά τις σοβαρές ενδείξεις ότι το κτίριο ήταν επιχρισμένο στην αρχική του μορφή (1834). Με εμφανή την πέτρα και τα τούβλα, αλλού καλοδουλεμένα και αλλού εντελώς πρόχειρα, αφού στην πραγματικότητα επρόκειτο για επιφάνεια προορισμένη να καλυφθεί με σοβά. Χάνεται επομένως η ευκαιρία αποκατάστασης του κτιρίου, αλλά και η δυνατότητα μιας καλύτερης αισθητικά επικοινωνίας με το μουσείο από το οποίο απέχει λίγα μόλις μέτρα. Ομως η Ιστορία- και η κοινή λογική- άλλα λέει. «Εάν οι σφαίρες του ΄44 είχαν χτυπήσει την πέτρινη επιφάνεια των τοίχων θα είχαν αφήσει πολύ μεγαλύτερα σημάδια, γι΄ αυτό είναι σαφές ότι χτύπησαν πρώτα τους σοβάδες, οι οποίοι και καθαιρέθηκαν» επισήμανε ο καθηγητής Αρχιτεκτονικής κ. Παναγιώτης Τουρνικιώτης. Ο κ. Νίκος Χαρκιολάκης εξάλλου, προϊστάμενος της Διεύθυνσης Αναστήλωσης Νεώτερων και Σύγχρονων Μνημείων του υπουργείου Πολιτισμού, είχε να καταθέσει και μια προσωπική εμπειρία, καθώς ως παιδί θυμάται καλά τους πεσμένους σοβάδες του κτιρίου. «Είναι ένα κτίριο για το οποίο επί χρόνια υπάρχει αντιπάθεια στην ελληνική αρχιτεκτονική και στην ελληνική κουλτούρα γενικότερα» έδωσε τέλος την άλλη διάσταση το μέλος του συμβουλίου, αρχιτέκτονας κ. Γιώργος Τζιρτζιλάκης. Ας μην ξεχνάμε άλλωστε ότι πολλές φωνές έχουν ακουστεί και στο πρόσφατο παρελθόν για την κατεδάφισή του. Τόσο ο κ. Δημήτρης Παντερμαλής , διευθυντής του Μουσείου Ακρόπολης, όσο και ο καθηγητής κ. Νίκος Ζίας, μέλος του συμβουλίου, έχουν διαφορετική αισθητικά άποψη, προτιμώντας τη σημερινή εικόνα του κτιρίου. Οσο για την αρχιτέκτονα κυρία Κατερίνα Πετσά-Κολλινιάτη δεν είχε να παρουσιάσει τα αποτελέσματα κάποιων ερευνών για την εξέλιξή του και τις αλλαγές του μέσα στον χρόνο. Οι λοιπές εργασίες αποκατάστασης του κτιρίου αφορούν τη στατική του επάρκεια, καθώς δύο τοίχοι παρουσιάζουν πρόβλημα απόκλισης έως και 20 εκατοστών από την κατακόρυφο, ενώ υπάρχουν και ρηγματώσεις στις τοιχοποιίες και στον φέροντα οργανισμό του κλιμακοστασίου. Μια ενδιαφέρουσα αλλαγή πάντως θα είναι η διάνοιξη τριών κτισμένων σήμερα παραθύρων στη βόρεια όψη του κτιρίου που είναι και τα μόνα παράθυρα των κοινόχρηστων χώρων που προσφέρουν θέα στην Ακρόπολη.
Οικοδομήθηκε για στρατιωτικό νοσοκομείο
Ως στρατιωτικό νοσοκομείο οικοδομήθηκε το κτίριο από τον βαυαρό υπολοχαγό του μηχανικού Βίλχελμ φον Βάιλερ στο πλαίσιο της συστηματικής οργάνωσης της υγειονομικής υπηρεσίας του στρατεύματος του νέου ελληνικού κράτους. Ο ρυθμός του ήταν επηρεασμένος από τον γερμανικό νεορομαντισμό, δεν ήταν δηλαδή νεοκλασικός, ενώ ο αρχιτέκτονας είναι γνωστός από τα τοπογραφικά του σχέδια για την Αθήνα, αλλά και από το κτίριο του λοιμοκαθαρτηρίου στη Σύρο. Γύρω στο 1920 παραχωρήθηκε στο Ταμείο Εθνικής Αμυνας για να στεγάσει τελικώς το Τάγμα Χωροφυλακής και να γίνει επίκεντρο σημαντικών μαχών στα Δεκεμβριανά του ΄44. Το 1977 παραχωρήθηκε στο ΥΠΠΟ και επισκευάστηκε στα έτη 1985-1987.
Πηγή: Το Βήμα, Μ. Θερμού, 8/9/10