Για πολλά χρόνια ήταν αντικείμενο συζητήσεων και θαυμασμού όχι μόνο για τον ιδιοκτήτη της, αλλά και για την τύχη της μετά τον θάνατό του. Η αρχαιολογική συλλογή Ιόλα, από τις πιο πλούσιες με μοναδικούς, όπως έλεγαν, θησαυρούς, έπειτα από πολλές λεηλασίες, εξακολουθεί και σήμερα να προβληματίζει. Νόμιμοι κληρονόμοι της είναι δύο ανιψιές του συλλέκτη, στις οποίες θα περιέλθουν τα κατασχεθέντα αντικείμενα που είχαν κλαπεί, αλλά και εκείνα που είχαν παραδοθεί προς φύλαξη στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο και το Βυζαντινό Μουσείο Αθηνών. Το θέμα είναι ότι στο υπουργείο Πολιτισμού και Τουρισμού έχει εμφανιστεί μόνο η μία από αυτές.
Συγκεκριμένα η Ελένη Κουτσούδη – Ιόλα, κόρη του αδερφού του συλλέκτη Δημήτρη Κουτσούδη, η οποία με αίτημά της στο υπουργείο ζήτησε πριν από ένα χρόνο το μερίδιο που της αναλογεί. Διεκδικεί 67 αρχαία αντικείμενα και επτά εικόνες, ενώ από την άλλη πλευρά η κόρη της αδερφής του Ιόλα, Νίκης φον Στάιφελ, η Σίλβια Μαρία ντε Κουέβας δεν έχει εμφανιστεί για να εκδηλώσει ενδιαφέρον για το δικό της μερίδιο.
Το Κεντρικό Αρχαιολογικό Συμβούλιο γνωμοδότησε θετικά προχθές να δοθούν στη μία εκ των κληρονόμων του συλλέκτη τα 64 από 67 αντικείμενα, ενώ τρία γλυπτά, έναντι αποζημίωσης 6.000 ευρώ, να περιέλθουν στην κατοχή του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου. Πρόκειται για ένα Σάτυρο, μια εντυπωσιακή κεφαλή Τραϊανού και ένα ανάγλυφο.
Τα υπόλοιπα αντικείμενα από τα 131 συνολικά που διασώζονται από τη συλλογή παραμένουν αζήτητα και προς φύλαξη στα δύο μεγάλα μουσεία, προκαλώντας πολλά ερωτήματα στις υπηρεσίες του ΥΠΠΟΤ για τη δεύτερη νόμιμη κληρονόμο που δεν έχει κάνει την εμφάνισή της.
Μύθος επί δεκαετίες η αρχαιολογική συλλογή του Αλέξανδρου Ιόλα (νόμιμος συλλέκτης από το 1966) αποτελείται από μελαμβαφείς κανθάρους, αρύβαλλους, μυκηναϊκό αμφορίσκο, μαρμάρινο κορμό Φαραώ, επίσης τμήμα κορμού Φαραώ από ψαμμόλιθο, άγαλμα Σάτυρου, μαρμάρινο πορτρέτο του αυτοκράτορα Τραϊανού, μαρμάρινο επίκρανο, μαρμάρινους και γυναικείους κορμούς ανάμεσά τους κι αυτός της Αφροδίτης κ.ά. Πρόκειται για ορισμένα μόνο από τα αντικείμενα της συλλογής, που όσοι γνώριζαν το μέγεθός της υποστηρίζουν πως ήταν μεγάλης σπουδαιότητας και αξίας.
Από το 1987 που πέθανε ο ιδιοκτήτης της πολλά άλλαξαν σε όσα άφησε. Το σπίτι του στην Αγία Παρασκευή σφραγίστηκε εξ αιτίας της διαμάχης των κληρονόμων, ενώ έγινε στόχος πολλών που ήθελαν ή να εμπλουτίσουν τη δική τους συλλογή ή να πάρουν ένα ενθύμιο από τον μεγάλο ιδιόμορφο συλλέκτη.
Οι δύο κλοπές που καταγγέλθηκαν το 1988, ένα χρόνο μετά τον θάνατό του, και το 1989, δεν έλυσαν πολλά προβλήματα.
Στην πορεία -όπως σημειώνεται στον σχετικό φάκελο της υπόθεσης Ιόλα στις υπηρεσίες του ΥΠΠΟΤ- 46 από τα αντικείμενα που είχαν καταγραφεί ως κλαπέντα, κατασχέθηκαν στην οικία Στάιφελ καθώς και επτά μεγάλα γλυπτά έτοιμα για εξαγωγή (χωρίς άδεια), σε αποθήκη μεταφορικής εταιρείας.
Το δικαστήριο όρισε τα κατασχεθέντα αντικείμενα να δοθούν για φύλαξη στα δύο μουσεία, το 1997 αποδόθηκαν οριστικά στο Δημόσιο τα αντικείμενα από την οικία Στάιφελ και την αποθήκη, όμως την ίδια χρονιά πέθανε η Νίκη Στάιφελ, το μερίδιο της οποίας κληρονόμησε η κόρη της Σίλβια Μαρία ντε Κουέβας. Το 2000 αποφασίστηκε να γίνει δικαστική διανομή της περιουσίας με κλήρωση. Τώρα αποδίδονται τα αρχαία αντικείμενα και οι εικόνες της συλλογής σε μία εκ των δύο κληρονόμων, όμως το άλλο μερίδιο παραμένει σε εκκρεμότητα.
Πηγή: Γ. Συκκά, Καθημερινή, 27/08/10