Είναι ένα από τα 22 κυκλαδίτικα ιερά που είναι αφιερωµένα στον Απόλλωνα και ένα από τα πλέον σηµαντικά του αρχαίου ελληνικού κόσµου, καθώς θεωρούνταν ο πιο µεγάλος αντίπαλος της Δήλου.
Περισσότερα από 10.000 τ.µ. αρχαιολογικών ανασκαφών στη Μάντρα Δεσποτικού, στην ακατοίκητη νησίδα, δυτικά της Αντιπάρου αποκαλύπτουν τα µυστικά του σπουδαίου αρχαϊκού ιερού και φέτος φέρνουν τους αρχαιολόγους ένα βήµα πιο κοντά στην αρχική του εικόνα.
«Πρόκειται για ένα από τα σηµαντικότερα πανελλήνια ιερά µε εµβέλεια που έφτανε ώς την Κρήτη, τη Συρία και την Παλαιστίνη», λέει στα «ΝΕΑ» ο ανασκαφέας του χώρου Γιάννος Κουράγιος. «Η κεντρική του θέση το καθιστούσε εξίσου σηµαντικό ιερό µε εκείνο της Δήλου», συνεχίζει για το ιερό που ίδρυσαν οι Παριανοί στα αρχαϊκά χρόνια ώστε να ενισχύσουν την κυριαρχία τους στο Αιγαίο.
Πλούσια η φετινή ανασκαφική σοδειά έφερε στο φως το κεφάλι ενός κούρου, που χρονολογείται περί το 580 π.Χ. σε φυσικό µέγεθος. Αν και δεν σώζεται σε καλή κατάσταση, θεωρείται πολύ σηµαντικό εύρηµα για δύο λόγους: πρώτον, επειδή είναι το πέµπτο κεφάλι κούρου που βρέθηκε στην Αντίπαρο (έχει βρεθεί και µιας κόρης) και αφού µέχρι πρότινος σωζόταν από το νησί της Πάρου µόνον ένας αρχαϊκός κούρος µε το κεφάλι του (σήµερα στο Μουσείο του Λούβρου).
Και δεύτερον, διότι σε συνδυασµό µε τα περίπου 45 τµήµατα γλυπτών που έχουν ώς τώρα εντοπιστεί διαπιστώνεται πως πρόκειται για ένα πλούσιο ιερό µε πολλά αναθήµατα. Άλλωστε ανάµεσα στα φετινά ευρήµατα είναι και ένα µαρµάρινο δάχτυλο πιθανότατα από το λατρευτικό σύµπλεγµα του Απόλλωνα και της Αρτέµιδος, µαζί µε µια ακέραια σιδερένια αιχµή δόρατος, τρία χάλκινα νοµίσµατα και θραύσµατα ενός ερυθρόµορφου κρατήρα αττικού εργαστηρίου της εποχής του πλούσιου ρυθµού (5ος αι. π.Χ.).
Τρεις αρχαϊκοί τοίχοι δε, που έφερε στο φως η αρχαιολογική σκαπάνη έρχονται να συµπληρώσουν την εικόνα του νότιου συγκροτήµατος του ιερού, το οποίο αποτελούνταν από 11 δωµάτια και ένα είδος λουτρού και εν συνεχεία µετατράπηκε σε κάστρο για να προστατέψει το νησί από τους γάλλους πειρατές, ενώ στις εκπλήξεις συγκαταλέγεται η ανακάλυψη της ταυτότητας ενός πηγαδιού.
Αν και είχε εντοπιστεί από το 2007 µόλις φέτος διαπιστώθηκε πως ήταν µια δεξαµενή βάθους 3,4 µ. και διάµετρο 2,6 µ. καθώς τα τοιχώµατα και ο πυθµένας του ήταν επενδεδυµένα µε κονίαµα.
«Πιθανότατα χρησιµοποιούνταν για τη συγκέντρωση βρόχινου νερού ώστε να καλύψει τις αυξηµένες ανάγκες του ιερού», εκτιµά ο κ. Κουράγιος, που υποθέτει πως αργότερα µετατράπηκε σε πηγάδι στο εσωτερικό του οποίου εντοπίστηκαν καµένα οστά ζώων.
Πηγή: Τα Νέα, Μ. Αδαμοπούλου, 16/7/10