Η συζήτηση για τα δεινά που έχει προκαλέσει η οικονομική κρίση στα μουσεία δεν οδηγεί σε αισιόδοξα συμπεράσματα και ευοίωνες προβλέψεις για το μέλλον, αφού ο κρατικοδίαιτος πολιτισμός ανήκει οριστικά στο παρελθόν.
Οι ειδικοί προτείνουν λύσεις έτσι ώστε να γίνει επιτέλους και στην Ελλάδα κάτι που ισχύει εδώ και πολλά χρόνια σε χώρες του εξωτερικού, όπως η Γαλλία. Εκεί, ο ιδιωτικός τομέας στηρίζει τις τέχνες και τα γράμματα, χωρίς τη δυσπιστία, τη δυσκαμψία και την παραπληροφόρηση που ισχύει εδώ. Εξίσου αποθαρρυντικά είναι τα πράγματα για τις δωρεές. Έως πρόσφατα δεν υπήρχε νομική δίοδος, ώστε να μπορούν όσοι πολίτες επιθυμούν να δώσουν χρήματα για την αποκατάσταση ενός αρχαίου μνημείου.

Ξανθίππη Χόιπελ, πρόεδρος στο Μουσείο Μακεδονικής Τέχνης:
«Η δική μου εμπειρία από την αναζήτηση χορηγιών είναι τραυματική. Κάθε φορά που έχω συνάντηση με εταιρείες ή φυσικά πρόσωπα που θα μπορούσαν να δώσουν χρήματα στο μουσείο, περνάω έντονες κρίσεις άγχους με πόνους στο στομάχι. Η έλλειψη χορηγικής κουλτούρας στην Ελλάδα κάνει εκείνους που ζητούν χορηγίες να αισθάνονται ικέτες, επαίτες και τους χορηγούς πιστωτές, ενώ στο εξωτερικό το παιχνίδι παίζεται με όρους ισοτιμίας. Μην ξεχνάτε ότι ο ρόλος μας είναι δύσκολος για δύο λόγους, είμαστε στην περιφέρεια και καταπιανόμαστε με τη σύγχρονη τέχνη. Ιδιαίτερα στη Θεσσαλονίκη, όπου το Μουσείο Μακεδονικής Τέχνης έχει χτυπήσει πολλές πόρτες, δεν έχει βρει ανταπόκριση. Υπάρχουν ευκατάστατοι ιδιώτες που μπορεί να βγάλουν έξω την παρέα τους, ξοδεύοντας λ.χ. πολλά χρήματα για ακριβά κρασιά αλλά να απορρίψουν ένα αίτημα για χορηγία που δεν θα τους κόστιζε πολύ παραπάνω και θα ήταν ένα έργο κοινωνικής ευποιίας. Στην πρωτεύουσα υπάρχουν περισσότερες επιχειρήσεις, αλλά και αστοί με συνείδηση προσφοράς».

Σταύρος Μπένος, τέως υπουργός Πολιτισμού, ιδρυτής του ΔΙΑΖΩΜΑΤΟΣ: «Δυστυχώς, η προσέλκυση χορηγιών και δωρεών ποτέ δεν ήταν θέμα πρώτης προτεραιότητας ούτε για το υπουργείο Πολιτισμού ούτε για το υπουργείο Οικονομικών. Όσο και αν οι αρχές ισχυρίζονται το αντίθετο δεν έχουν γίνει ποτέ οι απαραίτητες κινήσεις. Ακόμα και σήμερα που οι πολιτιστικοί φορείς ασφυκτιούν από την έλλειψη πόρων, δεν υπάρχει σωστή πολιτική που να φέρει θεαματικά αποτελέσματα και αυτό θα το πληρώσουμε τα επόμενα χρόνια».

Ματούλα Σκαλτσά, μουσειολόγος, ειδική στις χορηγίες: «Το ελληνικό κράτος προσπαθεί τώρα να αποβάλλει την κάκιστη νοοτροπία να ασκεί πελατειακή πολιτική μέσα από τα χρήματα που διακινούνται στον τομέα του πολιτισμού, κρατώντας για τον εαυτό του τον ρόλο του μεσάζοντα ή του φοροεισπράκτορα. Γι’ αυτό και δεν έχει δημιουργήσει μέχρι σήμερα ένα πλαίσιο ελεύθερης συναλλαγής ανάμεσα στα δύο συμβαλλόμενα μέρη χορηγών – χορηγούμενων».

Το ισχύον πλαίσιο
Το 1986 ιδρύθηκε με ιδιωτική πρωτοβουλία ο ΟΜΕΠΟ (Όμιλος για την Επικοινωνία Πολιτιστικών και Οικονομίας), ένας ιδιωτικός οργανισμός που λειτούργησε μέχρι και το 1998, κάνοντας σοβαρή δουλειά. Οι ελληνικές επιχειρήσεις άρχισαν να δίνουν λεφτά στον πολιτισμό και από τα 2 δισ. δραχμές που δόθηκαν το 1991 φτάσαμε τα 7 δισ. δραχμές το 1997. Ένα από τα κύρια προβλήματα ήταν όμως ότι η πολιτιστική χορηγία μπορούσε να κατευθυνθεί μόνο σε συγκεκριμένους αποδέκτες που περιέχονταν σε κατάλογο μουσείων και ιδρυμάτων και όχι σε όλους τους μη κερδοσκοπικούς φορείς με πολιτιστικούς σκοπούς.
Το 1997 ψηφίστηκε ο «χορηγοκτόνος» νόμος (Ν2459/97) του Ευ. Βενιζέλου που επέβαλε φορολογία 20% σε κάθε χορηγία. Τα χρήματα αυτά τα διαχειριζόταν το υπουργείο ανάλογα με τη δική του βούληση. Μέσα σε δύο χρόνια, η καταγεγραμμένη μέσω του Ταμείου Παρακαταθηκών και Δανείων χορηγική κίνηση μειώθηκε κατά 85% και κάποιοι κατηγόρησαν τον υπουργό ότι στην πλάτη των χορηγιών κάνει τη δική του πελατειακή πολιτική.

Α.Μ.

Πηγή: Καθημερινή, Μ.Πουρνάρα, 11/7/10