Σωτήρης Ραπτόπουλος, «Κυκλάδες νήσοι» – Συμβολή στην οικονομική τους ιστορία κατά την Ελληνιστική και Αυτοκρατορική εποχή, 2010

Η εργασία εξετάζει ζητήματα οικονομικής ιστορίας των Κυκλάδων, μέσω της επαναξιολόγησης των παλαιότερων ερευνών και της παρουσίασης νέων. Στόχος είναι η εύρεση των βασικών στοιχείων των οικονομιών των Κυκλάδων –αλλά και οι διαφοροποιήσεις που τα συστήματα αυτά υφίστανται κατά το πέρασμα από τους ελληνιστικούς στους ρωμαϊκούς χρόνους.

Στην εισαγωγή γίνεται μία προσπάθεια να ευρεθούν οι κοινοί άξονες των θεωριών που έχουν διατυπωθεί μέχρι τις ημέρες μας. Η θεωρία του K. Sheedy, που διακρίνει τα οικονομικά συστήματα των νησιών σε σταθερά συστήματα και συστήματα ευμάρειας, βρίσκει παράλληλα στις θεωρήσεις των Bogaert και Vanhove –που εξειδικεύουν, δίνοντας σημασία στην λειτουργία των αξιωμάτων και στη χρηματιστηριακή δομή. Το μοντέλο της Δήλου παίζει έναν συμαντικό ρόλο στη δομή των οικονομιών των υπόλοιπων νησιών. Φαίνεται ότι η κατάργηση του διακομιστικού ρόλου του λιμένα της Δήλου (σε σημαντικό βαθμό, μετά τα μέσα του 1ου αι. π.Χ.) είναι ένα κομβικό σημείο στον τύπο του λιμένα που ευδοκιμεί έκτοτε στις Κυκλάδες: Λιμένες νέου τύπου κάνουν την εμφάνισή τους, όπως η Αγία Κυριακή και το Παλιοχώρι της Μήλου, ή ο Καλαφάτης της Μυκόνου –οι οποίοι εξυπηρετούν την τοπική παραγωγή και την εξαγωγή τοπικών προϊόντων, κυρίως ορυκτών υλών. Αυτές αποτελούν τις πρώτες ύλες για τομείς της Ιταλικής Βιοτεχνίας, όπως είναι ο τομέας της κατασκευής φαρμάκων και φορημάτων –αλλά και οι εγκαταστάσεις των γναφείων και των σκυτοτομείων.

Το κυρίως μέρος της εργασίας χωρίζεται σε 22 κεφάλαια, ένα για κάθε νήσο των Κυκλάδων. Ξεκινούμε με την περιγραφή της δηλιακής οικονομίας, περνούμε στην περιγραφή των οικονομιών των κεντρικών Κυκλάδων (Νάξου, Πάρου, Τήνου, Σύρου), της Θήρας, της Άνδρου, της Κέω και των άλλων Δ. Κυκλάδων, στην περιγραφή της Αμοργού και των υπόλοιπων Ν. Κυκλάδων.
Οι ισχυρές οικονομικώς κεντρικές Κυκλάδες στηρίζονται σε οικονομικούς πόρους που προέρχονται και από την αγροτική παραγωγή –αλλά και από την εκμετάλλευση του τοπικού ορυκτού πλούτου. Διαπιστώνουμε μία παράλληλη λειτουργία του συστήματος ευμάρειας και του σταθερού συστήματος. Το ίδιο παρατηρούμε και σε άλλα νησιά.
Σε νησιά όπως η Πάρος και η Μύκονος διαπιστώνεται η ταυτόχρονη ύπαρξη δύο διαφορετικών μοντέλων παραγωγής –ενός «αστικού», περί την πόλιν, και ενός που στηρίζεται στην σύμπραξη μικρών παραγωγών, σε περιοχές όπου ανθούν οι μικρές οικιστικές μονάδες.

Από αυτή τη λογική «φθίνουσα» ακολουθία, που προτάσσει τα ισχυρότερα οικονομικώς νησιά, εξαιρέθηκαν η Μύκονος και η Μήλος –από τις οποίες προέρχεται το περισσότερο νέο (ανασκαφικό και άλλο) υλικό. Τα δύο αυτά κεφάλαια αποτελούν το καταληκτήριο τμήμα του κυρίως μέρους, αφού η δομή τους συνδέεται στενά με το κεφάλαιο των συμπερασμάτων.

Μελετήθηκαν τέσσερις νέοι τύποι οξυπύθμενου αμφορέα: ο νάξιος, ο τηνιακός, ο μυκονιάτικος και ο μηλιακός. Οι τρεις πρώτοι είναι οινικοί αμφορείς.
Ο ναξιακός ελληνιστικός αμφορέας είναι ο τύπος που είχε γίνει γνωστός ως «petite Coen» –και έχει βρεθεί σε ανασκαφές από τη Β. Αφρική ως τον Εύξεινο Πόντο.
Ο μυκονιάτικος ελληνιστικός τύπος είναι κοντινός τυπολογικά με εκείνον της «ομάδος του Νικάνδρου».
Ο τηνιακός ελληνιστικός τύπος είναι κοντινός με τον τύπο της Πεπαρήθου και με εκείνον της Πάρου («Solocha 1» και «Parien 1»).
O μηλιακός ρωμαϊκός αμφορέας δεν είναι ένας οινικός αμφορέας –αλλά ένας αμφορέας που περιείχε θειϊκά άλατα του μαγγανίου και του σιδήρου, γνωστά ως στυπτηρία γη, χρήσιμα στην ιατρική και τη γναφευτική. Τα τελευταία χρόνια, ο αμφορέας αυτός βρέθηκε σε ανασκαφές γναφείων / εργαστηριακών / βιοτεχνικών χώρων, στην Ιταλία και τη Ν. Γαλατία.
Στη Νάξο, στη Δήλο, στην Πάρο, και στη Σύρο, τα τοπικά Μουσεία διαθέτουν συλλογές οξυπύθμενων οινικών αμφορέων και αμφορέων ελαίου, που προέρχονται κυρίως από παραδόσεις αλιέων. Στην Τήνο και στη Μύκονο υπάρχουν δύο αξιόλογες ιδιωτικές συλλογές οξυπύθμενων αμφορέων. Οι αμφορείς των συλλογών αυτών καλύπτουν ένα μεγάλο χρονικό φάσμα, από τους πρώιμους ελληνιστικούς έως τους ύστερους ρωμαϊκούς χρόνους. Προέρχονται από την Ανατολική Ελλάδα, τη Βόρειο Ελλάδα, την Ιταλία, τη Β. Αφρική, την Ιβηρική –και δείχνουν το εύρος των εμπορικών επαφών των Κυκλάδων. Φαίνεται ότι η Δήλος παρέμεινε ένα κέντρο διακομιστικού εμπορίου –τοπικής, έστω, κλίμακας.

Στο Μουσείο Μυκόνου βρίσκονται συλλογές νομισμάτων των ελληνιστικών και των ρωμαϊκών χρόνων από τη Νάξο, τη Μύκονο, την Άνδρο και τη Θήρα. Ακόμη, στην Πάρο υπάρχει μία αξιόλογη ιδιωτική συλλογή νομισμάτων. Η εικόνα των ποικίλων εμπορικών επαφών, που προκύπτει από τη μελέτη των νομισματικών συλλογών, είναι παραπλήσια με εκείνην που προκύπτει από την μελέτη των εμπορικών αμφορέων.

Ιδιαίτερη σημασία έχει η μελέτη θεσμών –όπως οι ανταλλαγές δικαστών κατά την Ελληνιστική περίοδο μεταξύ οινοπαραγωγών νήσων, η ενίσχυση των τοπικών πανηγύρεων και του εσωτερικού οικονομικού δικτύου από τις ίδιες τις πόλεις, η σύμπραξη των μικρών τοπικών παραγωγών / ιδιοκτητών τοπικών κεραμικών εργαστηρίων. Από την ανατολική Μύκονο προέρχεται επιγραφή που αποκαλύπτει την εκτέλεση ενός δημοσίου έργου, κατά την Αυτοκρατορική περίοδο. Στην ανατολική Μύκονο φαίνεται ότι εντοπίζεται, μετά την καταστροφή της γείτονος Δήλου, και ο κύριος λιμένας της Μυκόνου.

Μία επιγραφή από την Τήνο (ca 200 π.Χ.) δίνει σημαντικά στοιχεία για τις διαδρομές του ροδιακού ναυτικού στο Αιγαίο της εποχής εκείνης –και, κατά συνέπεια, για τον προστατευτικό ρόλο της Ρόδου στην περιοχή της Τήνου και των Κυκλάδων, την εποχή της επανίδρυσης του νησιωτικού κοινού.

Η μελέτη μίας ελληνιστικής αγροικίας από την κεντρική Μύκονο βοήθησε στην κατανόηση της δομής ενός μοντέλου αγροτικής παραγωγής –που υιοθετήθηκε από το Ιερό της Δήλου, για την οργάνωση της παραγωγής των Ιερών γαιών.

Σε γενικές γραμμές, οι οικονομίες των Κυκλάδων παρουσιάζουν, και κατά τους ελληνιστικούς και κατά τους ρωμαϊκούς χρόνους, την εικόνα παρεμβατικών συστημάτων. Σημαντικός είναι ο ρόλος των κρατών των Αντιγονιδών, των Πτολεμαίων, της Ρόδου. Οι τοπικές οικονομίες συνδυάζουν στοιχεία και των συστημάτων ευμάρειας και των σταθερών συστημάτων, καθώς στρέφονται και στην αγροτική παραγωγή και στην εκμετάλλευση του ορυκτού τους πλούτου. Κατά τους ρωμαϊκούς χρόνους, όμως, παρά τον ισχυρό παρεμβατισμό, απουσιάζει κάθε είδος προστατευτισμού από την πλευρά της Ρώμης.

Τα μικρότερα νησιά φαίνεται ότι στρέφονταν σε ένα είδος «οικονομίας της αυτάρκειας».
Στην περίπτωση της Μήλου είχαμε, χάρις στο κεραμικό υλικό από τις ανασκαφές της Εφόρου ε.τ. κας Ισμήνης Τριάντη, την ευκαιρία να παρακολουθήσουμε την εποχή της οικονομικής ανόδου του εμπορίου της στυπτηρίας γης (κατά τους δύο πρώτους μεταχριστιανικούς αιώνες). Μέσω των σφραγίδων των αμφορέων και των σκευών εμπλουτισμού της στυπτηρίας γης, έχουμε πλέον και μία μικρή προσωπογραφία των επιχειρηματιών που ασχολούνταν με το εμπόριό της. Μέλη του Gens Cornelii ασχολούνταν με το εμπόριο της μαγγανιούχου στυπτηρίας.
Ανάμεσα στα πρόσωπα που έπαιζαν κάποιον ρόλο στο εμπόριο αυτό, φαίνεται ότι βρίσκονταν και απελεύθεροι.
Οι κυκλαδικές οικονομίες, παρά το μικρό εύρος της παραγωγής, παρήγαν αγροτικά, κτηνοτροφικά και μεταλλευτικά προϊόντα υψηλής ποιότητας –που ήταν περιζήτητα μεταξύ των μελών των ανωτέρων οικονομικά τάξεων της Ιταλίας.

Πληροφορίες για την διατριβή:
Τίτλος: «Κυκλάδες νήσοι» – Συμβολή στην οικονομική τους ιστορία κατά την Ελληνιστική και Αυτοκρατορική εποχή
Διδακτορική Διατριβή, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο (2010 – ημ. κρίσεως 29.4.2010).
Καθηγητές τριμελούς επιτροπής: Μ. Τιβέριος, Π. Νίγδελης, Ι. Ακαμάτης.
509 σελ., 119 εικ.

Σωτήρης Ραπτόπουλος
sgrapto@yahoo.com