Στο μικροσκόπιο της έρευνας έχουν μπει οι «δίδυμοι» κορινθιακοί Κούροι που κατασχέθηκαν στα χέρια αρχαιοκάπηλων στο χωριό Κλένια (κοντά στο Χιλιομόδι). Τα ερωτήματα που έχουν τεθεί είναι πολλά. Και οι πλέον ειδικοί στην αρχαιοελληνική πλαστική, όπως ο καθηγητής Γεώργιος Δεσπίνης, είναι πολύ επιφυλακτικοί.
Κλέοβις και Βίτων (Δελφοί): φαρμακωμένοι από τη μάνα τους Είναι ο πρώτος που κλήθηκε να τους εξετάσει. Θεωρεί περίεργο και εξαιρετικά ενδιαφέρον το ότι είναι τόσο όμοιοι, όπως λέει. Γιατί δεν υπάρχουν άλλα δίδυμα αρχαϊκά αγάλματα, εκτός από τον Κλέοβι και τον Βίτωνα (Μουσείο Δελφών) με την τραγική ιστορία. Τα δύο παλικάρια από το Άργος τα φαρμάκωσε η ίδια η μητέρα τους, η Κυδίππη, ιέρεια της Ήρας, όταν της ανακοίνωσαν ότι φεύγουν από την (ερωτική) αγκαλιά της για να βρουν την τύχη τους σε πυγμαχικούς αγώνες στην Αθήνα. Τους ζήτησε ως τελευταία χάρη να ζευτούν στην άμαξά της και να τη μεταφέρουν στο Ηραίο, πράγμα που έκαναν. Ο νέοι κατάκοποι αποκοιμήθηκαν κι η μάνα τούς έσταξε φαρμάκι στα χείλη. Οι Αργείοι σε ανάμνηση έστησαν τα αγάλματά τους στο ιερό των Δελφών.
Τα αδέλφια αυτά έχουν ταυτότητα, κάτι που λείπει από τα δίδυμα κορινθιακά αγάλματα. Πιθανολογείται ότι προέρχονται από την αρχαία Τενέα, μια πόλη που δεν έχει ακόμη ανασκαφικά εντοπιστεί.
Ο Παυσανίας είχε περιγράψει τη θέση της: «Από τον Ακροκόρινθο αν πάρουμε τον ορεινό δρόμο (σ.σ. σήμερα λέγεται Κλεισούρα και οδηγεί στο Αργος) θα βρούμε την Τενεατική Πύλη και το ιερό της Ειλειθυίας. Εξήντα τόσα στάδια απέχει η Τενέα (σ.σ. στη θέση αυτή είναι σήμερα το χωριό Κλένια, νότια του Χιλιομοδίου). Οι κάτοικοί της λένε πως είναι Τρώες, αιχμάλωτοι που έφεραν οι Έλληνες από την Τένεδο και που τους δόθηκε από τον Αγαμέμνονα ο τόπος για να εγκατασταθούν, γι’ αυτό και τιμούν τον Απόλλωνα πιο πολύ από τους άλλους θεούς».
Από την Τενέα γνωρίζαμε ότι προέρχεται ένας και μοναδικός Κούρος. Βρέθηκε το 1846 κοντά στην Κόρινθο και εκτίθεται από το 1854 στη Γλυπτοθήκη του Μονάχου. Είναι σαφώς παλαιότερος από τους νεοαποκαλυφθέντες «δίδυμους» Κορινθιακούς -έχει χρονολογηθεί τέλη 7ου-αρχές 6ου αιώνα π.Χ., ενώ αυτοί περί το 530-520 π.Χ.

Από Τενέα Μόναχο

Ο Κούρος του Μονάχου και οι δύο νέοι κούροι έχουν κοινή προέλευση από την Τενέα -σύμφωνα με τις μέχρι στιγμής εκτιμήσεις- και χαρακτηριστικά. Η ομοιότητά τους είναι εμφανής «στα καμπύλα εξάρματα στο πηγούνι» και το λακκάκι που δημιουργείται, σύμφωνα με τον έφορο Αρχαιοτήτων της περιοχής, Κωνσταντίνο Κίσσα. Έχει αναλάβει τις έρευνες στο χωράφι που υπέδειξαν οι αρχαιοκάπηλοι ως τόπο εύρεσης των αγαλμάτων. Ο ένας είπε ότι βρήκε τα γλυπτά 40 πόντους από το έδαφος. Οι αρχαιολόγοι έσκαψαν βαθύτερα και δεν βρήκαν τίποτα. Μόνον έναν υστεροκλασικό λακκοειδή τάφο, άσχετο με τα αγάλματα. Ο κ. Κίσσας θα ευχόταν να βρει το βάθρο των γλυπτών για να διαπιστώσει αν πρόκειται για ταφικό μνημείο ή ιερό. Δηλαδή, αν πρόκειται για δύο νεκρούς αδελφούς ή για αφιερώματα στο ιερό του Τενεάτη Απόλλωνα.
Ο αν. διευθυντής και τμηματάρχης χώρων της Δ’ Εφορείας Αρχαιοτήτων Αργολίδας, Χρήστος Πιττερός, βλέποντας τις φωτογραφίες των δύο κούρων τους συσχέτισε με τον χάλκινο Κούρο-Απόλλωνα του Πειραιά (500 π.Χ.). Σε υπό δημοσίευση άρθρο του αναθεωρεί όσα ξέραμε γι΄ αυτόν. Τον θεωρεί έργο κορινθιακό και όχι αττικό, όπως πίστευαν ο Γ. Δοντάς και η Όλγα Παλαγγιά. Ισχυρίζεται ότι δεν ήταν στημένος σε κάποιον ναό Απόλλωνα στην Αθήνα, αλλά σε ένα εκατόμπεδο ναό του Δηλίου Απόλλωνα στο Δήλεσι της Βοιωτίας. Επίσης υποστηρίζει ότι εκφράζει τον απόηχο της πρώιμης κορινθιακής τέχνης σε μια μεταγενέστερη εποχή.
Εξετάζοντας τα τρία αρχαϊκά αυτά γλυπτά διαπιστώνει πολλές ομοιότητες: μακρόστενο πρόσωπο, τονισμένο πηγούνι και πλάσιμο των μαλλιών. Φέρουν, όπως λέει, παχείς κοχλιωτούς βοστρύχους, όπως και ένα πρώιμο αυτών έργο στο Μουσείο της Κορίνθου -πώρινο τμήμα κεφαλής (ύψους 11,5 εκ.) πιθανότατα σφίγγας που χρονολογείται περί το 575-550 π.Χ. Θεωρεί τα δύο «δίδυμα» αγάλματα ως τον κρίκο που έλειπε στην εξέλιξη της κορινθιακής τέχνης από το 575 π.Χ. (της πώρινης σφίγγας) ώς το 500 π.Χ. (του Κούρου του Πειραιά). Ομοιότητες βρίσκει πως έχει επίσης ο Κούρος του Μονάχου (ύψους 1,53 μ.) με μια μαρμάρινη σφίγγα της ίδιας εποχής, στο Μουσείο της Κορίνθου. Θεωρεί πως αυτά τα γλυπτά μαζί και τα «δίδυμα» έχουν ανάλογο πλάσιμο στη διάπλαση του κορμού αλλά διαφέρουν στην απόδοση των μαλλιών.

Λύση ο κασμάς
Σε πολλούς κούρους του β’ μισού του 6ου αι. π.Χ. είναι κοινός ο τρόπος καλλιτεχνικής απόδοσης της κόμης με κάποιες επιμέρους διαφοροποιήσεις, τόσο στην Αττική όσο και στον νησιωτικό, βοιωτικό και κορινθιακό χώρο. Για παράδειγμα «η κόμμωση στην πίσω πλευρά της κεφαλής, από τον τράχηλο ώς τον ώμο, αποδίδεται συμπαγής με εγχάρακτες κυματοειδείς γραμμές και αποτελεί το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό των δύο Κούρων της Κορίνθου», λέει ο κ. Πιττερός. Ως εκ τούτου θεωρεί ότι τα δύο «χαρίεντα» και «δίδυμα» αγάλματα είναι εξέλιξη της πώρινης σφίγγας και «απηχούν έναν παλιό θεϊκό πρόγονό τους, ένα χαμένο λατρευτικό άγαλμα Απόλλωνα, από το δεύτερο τέταρτο του 6ου αι. π.Χ. 675-650 π.Χ. Άλλωστε, ο Απόλλωνας λατρευόταν στην Τενέα. Ετσι, το πιθανότερο είναι είτε να αποτελούσαν αναθήματα στο ναό του Απόλλωνα της Τενέας, είτε να απεικόνιζαν δύο αδέλφια και να ήταν στημένα σε κοινό ταφικό μνημείο.
«Την πιο ασφαλή απάντηση σε όλα αυτά θα δώσει, όμως, η ίδια η ανασκαφή», καταλήγει. «Όπως έλεγε ο καθηγητής Νικόλαος Κοντολέων, ο καλύτερος αρχαιολόγος είναι ο κασμάς».

Πηγή: Ελευθεροτυπία, Ν. Κοντράρου-Ρασσιά, 29/5/10
http://www.enet.gr/?i=news.el.article&id=167194