Το άλας της γης διεκδικεί κι αυτό το μουσείο του. Και δικαίως. Ιδίως όταν το αίτημα δημιουργίας μουσείου αλατιού-ακονιού προέρχεται από μια περιοχή όπως η Ελούντα του Αγίου Νικολάου Κρήτης, οι αλυκές της οποίας στήριξαν για έξι συνεχείς αιώνες την επιβίωση και ανάπτυξη των κατοίκων της.
Οι αλυκές της Ελούντας δημιουργήθηκαν τον 13ο αιώνα από τους Ενετούς. Ακόμη και σήμερα μπορεί κανείς να δει τους πετρόχτιστους χαμηλούς τοίχους που οριοθετούν τα μεγάλα τετράγωνα, μέσα στα οποία έμενε το θαλασσινό νερό και εξατμιζόταν, αφήνοντας στο βάθος το αλάτι, που συγκεντρωνόταν και στοιβαζόταν σε αποθήκες. Οι Ενετοί είχαν για χρόνια το μονοπώλιο διακίνησης του αλατιού στη Μεσόγειο και διατηρούσαν αρκετά ψηλή τιμή. Το προϊόν ήταν γι’ αυτούς πολύτιμο και φυλασσόταν σε αποθήκες στο Φρούριο Μιραμπέλλο.
Ο Δήμος του Αγίου Νικολάου, επτά χρόνια τώρα, από το 2003, έχει δρομολογήσει σχέδιο οργάνωσης ενός μουσείου αλατιού σε μία παλιά πετρόκτιστη αποθήκη αλατιού στη θέση Χιόνα, στην παραλία. Συγκρότησε τότε μια διεπιστημονική ομάδα για να εκπονήσει μια μελέτη, η οποία υποβλήθηκε το 2007 για έγκριση στο υπουργείο Πολιτισμού και έμεινε καταχωνιασμένη σε κάποια συρτάρια. Τελικά προ ημερών εισήχθη προς έγκριση στο Κεντρικό Αρχαιολογικό Συμβούλιο και λίγο έλειψε να απορριφθεί.
Αιτία; Η αρνητική εισήγηση της Διεύθυνσης Αναστήλωσης Βυζαντινών και Μεταβυζαντινών Μνημείων να αποκτήσει στέγη η παλιά αποθήκη αλατιού, που ρημάζει εγκαταλειμμένη εδώ και χρόνια, γιατί, άκουσον-άκουσον, δεν είχε ποτέ στέγη και θα χρειαστεί «βαθιά υποθεμελίωση» της τάξης των 70 πόντων για να αποκτήσει. Η εισηγήτρια πρότεινε να γίνει μια υπαίθρια έκθεση εντός του ασκεπούς ερειπίου με πλαστικοποιημένες επιφάνειες. Την απαράδεκτη αυτή πρόταση σιγοντάρισε και ο νομικός σύμβουλος του ΥΠΠΟ, λέγοντας πως η περιοχή έχει χαρακτηριστεί ως ζώνη Α (αδόμητη), άρα δεν μπορεί να εκδοθεί οικοδομική άδεια. Ο αρχαιολογικός νόμος προβλέπει, όμως, ακόμα και σε αυτές τις περιοχές επισκευές σε υπάρχοντα παλαιά κτίσματα.
Ευτυχώς επενέβη η γεν. γραμματέας του ΥΠΠΟ, Λίνα Μενδώνη, που προεδρεύει του ΚΑΣ, και ρώτησε το αυτονόητο: «Τι προτείνετε; Να αφήσουμε το κτίριο να καταρρεύσει;». Πιο λογική φάνηκε η συναρμόδια Διεύθυνση Βυζαντινών, η οποία πρότεινε να κατασκευαστεί στέγη, αλλά να μην ακουμπήσει πάνω στους πέτρινους τοίχους του υπάρχοντος κτιρίου, το οποίο χρονολογείται προ του 1830 και θεωρείται μνημείο.
Έτσι, δόθηκε η έγκριση για τη μετατροπή του σε μουσείο και μαζί η παραχώρησή του για τριάντα χρόνια στον δήμο, που αναλαμβάνει τη λειτουργία του. Ωστόσο, κανείς δεν ανέφερε ότι το έργο αυτό είναι ενταγμένο ήδη στο πρόγραμμα «Θησέας» και η καθυστέρηση έγκρισης της μελέτης έχει συνέπεια τη μηδενική απορρόφηση πιστώσεων. Κοινώς, χάνουμε χρήματα κοινοτικά σε εποχές που δεν μας περισσεύουν. Αλλά, σιγά μην ιδρώσει το αυτάκι του δημοσίου υπαλλήλου για τα λεφτά…
Μάλιστα, στη διάρκεια της Κατοχής (1941-44), το αλάτι ανταλλασσόταν με άλλα είδη διατροφής και λόγω του υψηλού πληθωρισμού αποτέλεσε είδος μέτρησης και μονάδα συναλλαγής στο ανταλλακτικό εμπόριο. Το 1960 παρήγαγαν 1.200 τόνους αλάτι. Λειτούργησαν μέχρι το 1973, οπότε και καταργήθηκαν. Ο χώρος των συνολικά 60 στρεμμάτων ανήκει σήμερα στην Κτηματική Εταιρεία του Δημοσίου (ΚΕΔ). Λόγω της γειτνίασής του με την αρχαία Ολούντα, θεωρείται αρχαιολογικός και έχει υπαχθεί στη διαχείριση του υπουργείου Πολιτισμού και Τουρισμού.

Πηγή: Ελευθεροτυπία, Ν. Κοντράρου-Ρασσιά, 30/4/10
http://www.enet.gr/?i=news.el.article&id=157107