Αμερικανοί και Σύριοι αρχαιολόγοι, υπό την καθοδήγηση του Gil Stein, διευθυντή του Ινστιτούτου Ανατολικών Σπουδών του Σικάγου (Oriental Institute of the University of Chicago), αναφέρουν την αποκάλυψη στοιχείων που συνδέονται με μια ισχυρή πρώιμη εγκατάσταση στην περιοχή του Άνω Ευφράτη. Η περιοχή, γνωστή ως Τελ Ζεϊντάν αποτελείται από τρεις γηλόφους ύψους μέχρι και 15,20 μ. στην Α. όχθη του Μπαλίκ, παραποτάμου του Ευφράτη. Μέσα σε δύο ανασκαφικές περιόδους οι αρχαιολόγοι κατόρθωσαν να αποκαλύψουν στο εσωτερικό των γηλόφων αυτών τα κατάλοιπα οικισμού που άκμασε από το 6000 μέχρι και το 4000 π.Χ. Ο χρονολογικός αυτός ορίζοντας κατατάσσει τον οικισμό σε μια αινιγματική ιστορική φάση, γνωστή ως Ουμπέιντ (Ubaid), που εντοπίζεται στα 5500-4000 π.Χ. και προηγείται της ευρύτερα μελετημένης περιόδου Ουρούκ.

Κατά τη φάση Ουμπέιντ εντοπίζονται οι πρωιμότερες σύνθετες κοινωνικές δομές. Αρκετές θέσεις της περιόδου αυτής που έχουν εντοπιστεί στη Β. Συρία είναι μικρές ή απροσπέλαστες λόγω της παρουσίας άλλων σημαντικών καταλοίπων σε υψηλότερα ανασκαφικά στρώματα, ενώ οι πιο σημαντικές θέσεις στη Ν. Μεσοποταμία, όπως η ίδια η Ουμπέιντ και Εριντού, αλλά και το Τεπέ Γκάουρα στο Β. Ιράκ έχουν δώσει συγκεχυμένες πληροφορίες για τον πολιτισμό που αναπτύχθηκε τότε. Η εμπόλεμη κατάσταση στην περιοχή όπου βρίσκονται οι σημαντικότερες θέσεις της περιόδου έχει επίσης δυσχεράνει το έργο των αρχαιολόγων που περιορίζουν αναγκαστικά την στις πιο προσπελάσιμες περιοχές του Άνω Ευφράτη, όπου και τα σύνορα του Ιράκ με τη Συρία και την Τουρκία. Η θέση του Τελ Ζεϊντάν σε αυτήν τη συνοριακή περιοχή, το γεγονός ότι δεν κατοικήθηκε μετά το 4000 π.Χ. αλλά και η έκτασή του, που φτάνει τα 125,452 στρέμματα, το καθιστά τη μεγαλύτερη γνωστή εγκατάσταση της φάσης Ουμπέιντ αλλά και την πιο προσπελάσιμη.

Πράγματι, στο Τελ Ζεϊντάν έχουν ταυτοποιηθεί τέσσερις γνωστές φάσεις κατοίκησης. Η πρωιμότερη αντιπροσωπεύει την λεγόμενη περίοδο της Χαλάφ και ακολουθείται από δύο στρώματα της περιόδου Ουμπέιντ και τέλος άλλα δύο της Ύστερης Χαλκολιθικής περιόδου. Τα ευρήματα περιλαμβάνουν δάπεδα με εστίες, τμήματα τοίχων από ωμόπλινθους, γραπτή κεραμική της φάσης Ουμπέιντ και τμήματα μεγαλύτερων τοίχων που αντιπροσωπεύουν μάλλον οχύρωση ή την παρουσία δημόσιων κτιρίων. Η τεχνοτροπία της κεραμικής αλλά και η εξέταση ευρημάτων με ραδιενεργό άνθρακα δείχνουν ότι το τείχος αυτό χρονολογείται γύρω στα 5500 π.Χ.

Ένα από τα πιο ενδιαφέροντα ευρήματα ήταν μια λίθινη σφραγίδα, διαστάσεων 5,8 X 6,35 εκ., με απεικόνιση ελαφιού. Το υλικό της, μια κόκκινη πέτρα, δεν εντοπίζεται στην περιοχή, ενώ η παράσταση παρουσιάζει ομοιότητες με άλλη, που έχει βρεθεί στο Τεπέ Γκάουρα, 298 χλμ. ανατολικότερα. «Το εύρημα συστήνει ότι, κατά την περίοδο εκείνη, υψηλόβαθμοι αριστοκράτες ασκούσαν κυριαρχία σε μια πολύ μεγάλη περιοχή ενώ αυτοί οι αριστοκράτες μοιράζονταν ένα κοινό συμβολιστικό σύστημα και πιθανόν κοινή ιδεολογία για την ανώτερη κοινωνική τους θέση» , αναφέρει ο δρ Stein.

Πηγή: The Bulletin, 09/04/10

Ζ.Ξ.