Σύμφωνα με κάποια ευρήματα ανασκαφών στην Ιεριχώ, η λατρεία των κρανίων έχει μια προϊστορία που φτάνει μέχρι την Νεολιθική Εποχή, ενώ οι Έλληνες της Ελληνιστικής Εποχής λέγεται ότι ήταν οι πρώτοι στον Δυτικό πολιτισμό που τόλμησαν να αναπαραστήσουν τον ανθρώπινο σκελετό για να εκφράσουν το δράμα του περάσματος του χρόνου. Η επινόηση όμως του μοτίβου memento mori (το πορτρέτο του νεκρού συνοδεύει στο βάθος της εικόνας ένα ξεδοντιασμένο κρανίο) όπως και των «Μακάβριων χορών» ανήκει στην τελευταία περίοδο του Μεσαίωνα (14ος και 15ος αι.), στιγματισμένη από τις επιδημίες πανούκλας, τον Εκατονταετή Πόλεμο και τη νέα χριστιανική θεολογία του «Δράματος της Αγωνίας». Μια περίοδος που ολοκληρώνεται συμβολικά με την περίφημη τοιχογραφία του Μαζάτσιο, στην Santa Maria Novella της Φλωρεντίας. Ένας ξαπλωμένος στο φέρετρο του σκελετός, απευθύνεται στην ανθρωπότητα για να την προειδοποιήσει: «Αυτό που είσαστε ήμουνα, κι αυτό που είμαι θα γίνετε κι εσείς».
Η Αναγέννηση θα καταπνίξει με το ορθολογιστικό πνεύμα της για κάμποσες δεκαετίες τους μακάβριους βρυχηθμούς, μια σιωπή που θα διακόψει μέσα από τα σκοτεινά σοκάκια της Ρώμης ο Καραβάτζιο. Ο Άγιος Φραγκίσκος σε περισυλλογή (1603) που εκτίθεται στο μουσείο Maillol, ιδιοκτησία κάποιου Άγγλου συλλέκτη, σύμφωνα με τη λεζάντα, όπως και οι τρεις άλλοι πίνακες που τον συνοδεύουν στην αίθουσα, ένας Fransisco Zurbaran, ένας Georges de la Tour κι ένας Pietro Paolini, της ίδιας περιόδου, εγκαινιάζουν έναν αιώνα μυστικισμού και θρησκευτικής λατρείας των vanitas, που κοσμούν εκκλησίες και παλάτια σε όλους τους δυνατούς συνδυασμούς. Οι καλλιτέχνες ζωγραφίζουν την αναζήτηση της Σωτηρίας, τη βαθιά μελαγχολία που συνοδεύει συχνά την πνευματική αφύπνιση, Ολλανδοί και Βέλγοι καθιερώνουν το μοτίβο της «Νεκρής φύσης», «άψυχες» συνθέσεις αντικειμένων, συνήθως λουλουδιών ή φρούτων, στις οποίες προστίθεται ενίοτε ένα memento mori. Τη διαδρομή συμπληρώνουν μια συλλογή από αντικείμενα του 17ου αιώνα (αγαλματίδια από ελεφαντόδοντο, πολύτιμες πέτρες, βιβλία, ρολόγια κ. ά.) αρκετές φωτογραφίες (Mapplethorp, Newton, Penn, McDermott & McGough), μια εντυπωσιακή συλλογή από κοσμήματα της δεκαετίας του ’30, καθώς και η περίφημη συλλογή του Βενετσιάνου Codognato (δεκ. ’40-’50), αγαπημένου κοσμηματοποιού των Diaghilev, Manet, Cocteau, Visconti, Wharhol και Elton John. Τέλος, μια λίγο φτωχική πτέρυγα αφιερωμένη στους «Μοντέρνους» (ένας Σεζάν, ένας Μπυφέ, ένας Πικάσο, ένας Μπρακ), ολοκληρώνει με μια κυβιστική νότα μια ενδιαφέρουσα αλλά και εν τέλει ολίγον αποπνιχτική παρουσίαση ενός τόσο ελκυστικού θέματος, που θα άξιζε παρεμπιπτόντως ένα πιο δημιουργικό και έξυπνο στήσιμο, περισσότερη και πιο σοβαρή ερευνητική δουλειά.

Πηγή: Καθημερινή, 21/3/10
http://news.kathimerini.gr/4dcgi/_w_articles_civ_1_21/03/2010_394616