Colin Renfrew και Paul Bahn, Αρχαιολογία, Θεωρίες, Μεθοδολογία και Πρακτικές Εφαρμογές, Ινστιτούτο του Βιβλίου-Α. Καρδαμίτσα, Αθήνα 2001, 646 σελ.
ISBN 960-353-113-3

Βιβλιοκρισία
Τo 1991 έκανε την εμφάνισή του στην αγγλική βιβλιογραφία ένα συγγραφικό πόνημα που επιχειρούσε να συνοψίσει την ουσία της αρχαιολογίας ως πρακτικής και επιστήμης. Στόχος της συγγραφής του Archaeology, Theories, Methods and Practice (London, Thames & Hudson) ήταν η συνολική θεώρηση του σκοπού της αρχαιολογίας και των μεθόδων εφαρμογής της. Μέχρι τότε, η αντίληψη της αρχαιολογίας ως ερασιτεχνικού κυνηγιού θησαυρών αρχικά και αριστουργημάτων τέχνης στη συνέχεια είχε δώσει ανεπιστρεπτί τη θέση της σε μια πολυσύνθετη επιστήμη, όπου αλληλοδιαπλέκονταν διάφορες επιμέρους επιστήμες: η φιλολογία, η αρχιτεκτονική, οι φυσικές επιστήμες (φυσική ανθρωπολογία, χημεία, βιολογία, γεωλογία), η σημειωτική, η ιστορία, η κοινωνιολογία και, τέλος, η νεόκοπη ψηφιακή τεχνολογία. Η διαφορετικότητα στη συλλογιστική και την πρακτική εφαρμογή των επιμέρους αυτών επιστημών και η αφοσίωση που χρειάζεται για την ειδίκευση έστω και σε μία από αυτές οδηγεί αναπόφευκτα στην απώλεια του κέντρου βάρους της ίδιας της αρχαιολογίας και στη διάσπαση του ενδιαφέροντος των λειτουργών της.

Στην αναζήτηση του χαμένου αυτού κέντρου βάρους στέκεται πυξίδα το Archaeology, Theories, Methods and Practice, με δημιουργούς τους καταλληλότερους ίσως εκπροσώπους της έρευνας, τους Α. Colin Renfrew και Paul Bahn. Ειδικά στην ακαδημαϊκή καριέρα του λόρδου Renfrew είναι δυνατόν να αναγνωρίσουμε τις πολλαπλές κατευθύνσεις στην εξέλιξη της αρχαιολογίας τα τελευταία 50 χρόνια, καθώς το έργο του περιλαμβάνει πολυετή ανασκαφική και ερευνητική δραστηριότητα ειδικά στις Κυκλάδες, τη δραστηριότητά του στο Κέντρο Έρευνας Παράνομων Αρχαιοτήτων (The Illicit Antiquities Research Centre) του Πανεπιστημίου του Cambridge, αλλά και μεγάλη συγγραφική δραστηριότητα που τον καθιερώνει ως τον σημαντικότερο ίσως εκπρόσωπο της θεωρητικής αρχαιολογίας της γενιάς του (The Emergence of Civilization: The Cyclades and the Aegean in The Third Millennium BC, London 1972, The Archaeology of Cult, the Sanctuary at Phylakopi, London 1985, Archaeology and Language: The Puzzle of the Indo-European Origins, London 1987, Loot, Legitimacy and Ownership: The Ethical Crisis in Archaeology, London 2000). Και είναι πράγματι αυτή η εμπειρία που γίνεται ορατή διαβάζοντας το αγγλικό κείμενο, το οποίο καταλήγει να αποτελέσει εγχειρίδιο της επίσημης αρχαιολογίας.

Ήδη το 2001 κυκλοφόρησε και στη χώρα μας από τις εκδόσεις Καρδαμίτσα η ελληνική μετάφραση, την οποία υπογράφει η Ιουλία (Λίλιαν) Καραλή-Γιαννακοπούλου, ειδική στην περιβαλλοντική αρχαιολογία καθηγήτρια του Πανεπιστημίου Αθηνών. Την έκδοση έχει επιμεληθεί η ιστορικός-αρχαιολόγος Αντουανέττα Καλλέγια.

Όπως θα άρμοζε σε συγγραφείς-εκπαιδευτικούς, το απλό ύφος του κειμένου διατηρείται και στην ελληνική μετάφραση. Δομικά, το βιβλίο εισάγεται με ξεχωριστό εισαγωγικό κείμενο που τιτλοφορείται ως «Η φύση και οι στόχοι της αρχαιολογίας» και υποδιαιρείται σε τρία μέρη: «Η δομή της αρχαιολογίας», «Ανακαλύπτοντας την ποικιλία της ανθρώπινης εμπειρίας» και «Ο κόσμος της αρχαιολογίας». Κατευθείαν λοιπόν, οι συγγραφείς περνούν από το γενικό στο μερικό, από το τι στο πώς. Στο κλίμα αυτό εντάσσεται και το γεγονός ότι, πέρα από το πρώτο κεφάλαιο του πρώτου μέρους, τα υπόλοιπα τιτλοφορούνται με ερωτήσεις, π.χ. Τι έχει απομείνει; Πού; Πότε; Η θεματική σειρά κατάταξης των κεφαλαίων φανερώνει την προσπάθεια η ανάλυση να ξεκινά από το προφανές ή και περισσότερο γνωστό στον μέσο αναγνώστη. Αυτό το προφανές χρησιμεύει τελικά ως υπόβαθρο για την παρουσίαση στη συνέχεια μεθόδων λιγότερο γνωστών στο ευρύ κοινό, που χαρακτηρίζουν όμως τη σύγχρονη έρευνα. Η κατανόηση τέτοιων μεθόδων -που αντανακλούν τη «συνομιλία» της αρχαιολογίας με τη γενετική, τη μηχανική, την κοινωνιολογία ή τη σημειωτική- από το ευρύ κοινό είναι γενικά ιδιαίτερα δύσκολη καθώς βασίζεται σε εξαιρετικά επίπεδα εξειδίκευσης. Μέσα από το βιβλίο αυτό όμως η ανάλυση τέτοιων μεθόδων περιορίζεται μέχρι το σημείο που μπορεί να αποτελέσει γενική γνώση με έναν σαφή και άμεσο τρόπο. Έτσι, εξοικειωμένος με την ιστορία της αρχαιολογικής μεθοδολογίας, ο αναγνώστης οδηγείται στη γνωριμία με την κοινωνική διάσταση της αρχαιολογίας, μέσα από την ξενάγηση σε πραγματικά προγράμματα αξιοποίησης αρχαιολογικών θέσεων αλλά και την παράθεση προβληματικής πάνω σε ειδικά θέματα, π.χ. «Οι χρήσεις του παρελθόντος».

Η δομική κατεύθυνση από το γενικό στο μερικό ακολουθείται και σε καθένα από τα κεφάλαια. Εδώ η απάντηση στην κάθε ερώτηση-τίτλο δίνεται μέσα από ένα μακροσκελές κείμενο, χωρισμένο, όπου είναι δυνατόν, σε ενότητες. Πρακτικά παραδείγματα των όσων παρουσιάζονται θεωρητικά στο κείμενο παρατίθενται σταδιακά μέσα σε πλαίσια, ενώ όλα συνοδεύονται από φωτογραφικό υλικό. Αναμφίβολα, το καθένα από αυτά τα κεφάλαια εξαντλεί τη θεματική του, δίνοντας λεπτομερέστατες όσο και σαφείς απαντήσεις στους ερωτηματικούς τίτλους, και αποτελώντας έτσι μια σύγχρονη εγκυκλοπαίδεια της αρχαιολογίας.

Αναγκαίο κακό που προκύπτει από την ανάγκη για λεπτομερή επιστημονική παρουσίαση, και ίσως και από τη μετάφραση, είναι το ύφος γραφής. Ιδιαίτερα επίπεδο, και σε συνδυασμό με την παράθεσή του σε στήλες, ίσως κουράσει κάπως τον αναγνώστη. Διφορούμενο αποτέλεσμα έχει επίσης και η διατήρηση της αγγλικής αρχαιολογικής ορολογίας σε αρκετά σημεία του κειμένου, με την εξήγηση των όρων στα ελληνικά μόνο κατά την πρώτη αναφορά τους, και μέσα σε παρένθεση. Σίγουρα, η προσπάθεια για συνέπεια στην απόδοση του νοήματος των όσων παραδίδουν οι Renfrew και Bahn είναι ένα ισχυρό επιχείρημα υπέρ της πρακτικής. Επιπλέον, η προσπάθεια για δημιουργία σταθερής ελληνικής ορολογίας εκεί που ίσως δεν υπάρχει θα ήταν κάτι το παράτολμο για τον μέσο μεταφραστή. Θεωρώ όμως ότι η αρχαιολόγος κα Καλλέγια, όπως και η καθηγήτρια κα Καραλή, που έχει ήδη στο ενεργητικό της ένα υποδειγματικό λεξικό περιβαλλοντικών όρων (Λεξικό Αρχαιολογικών-Περιβαλλοντικών Όρων, Αθήνα 1994), είναι αρκετά ικανές ώστε να τολμήσουν περισσότερο στον τομέα της χρήσης σύντομων όρων στα ελληνικά για την αντικατάσταση δημοφιλών αγγλικών (όπως π.χ. context).

Σε γενικές γραμμές, η εργασία των Renfrew και Bahn στην ελληνική της μετάφραση εκπληρώνει το σκοπό της αλλά και αφήνει περιθώρια ώστε να χρησιμοποιείται για πολλά χρόνια ακόμη από τους φοιτητές και τους ενδιαφερόμενους για την αρχαιολογία. Κάτι το οποίο, σε μια εποχή σαν τη σημερινή, με την καθημερινή αλλαγή των δεδομένων, είναι πάρα πολύ σημαντικό.

Ζέτα Ξεκαλάκη

Δρ Αρχαιολογίας, Πανεπιστήμιο Liverpool
zetaxekalaki@gmail.com