Πριν από λίγο καιρό είχαν δημοσιευτεί σε αθηναϊκή εφημερίδα κάποια στοιχεία με επιθετικό ύφος κατά του Ελληνικού Ινστιτούτου Βυζαντινών και Μεταβυζαντινών Σπουδών που εδρεύει στη Βενετία, μαζί με προκλητικά υπονοούμενα, ηθελημένες ασάφειες και προτροπές προς το αρμόδιο Υπουργείο για λήψη μέτρων που θα έπρεπε να επεκταθούν και στα άλλα επιστημονικά Ινστιτούτα. Παρ’ όλο που ξενίζει το γεγονός ότι στοιχεία καθαρά υπηρεσιακά διαρρέουν (απο ποιές δημόσιες υπηρεσίες άραγε;) σε δημοσιογράφους, το ζήτημα είναι ότι όχι μόνο βάλλεται ένα σημαντικό ελληνικό ερευνητικό ίδρυμα χωρίς να λαμβάνεται υπόψη τι έχει μέχρι σήμερα προσφέρει και ποια είναι η σημασία του για την Ελλάδα, αλλά ταυτόχρονα και προκλητικά αμφισβητείται η σημασία των επιστημονικών ιδρυμάτων γενικά. Δεν έχουν περάσει πολλοί μήνες που ο επιστημονικός κόσμος είχε αναστατωθεί από τη σχεδιαζόμενη αναδιάρθρωση του ερευνητικού ιστού της χώρας που ουσιαστικά σήμαινε, μεταξύ άλλων, και τη διάλυση του Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών. Τώρα, ο στόχος έχει μετατοπιστεί στη Βενετία.
Πρώτα απ’ όλα πρέπει να θυμηθούμε ότι το Ελληνικό Ινστιτούτο της Βενετίας, που ιδρύθηκε το 1950 και που επιτροπεύεται από την Ακαδημία Αθηνών, είναι το μόνο ελληνικό επιστημονικό ίδρυμα που δραστηριοποιείται εκτός Ελλάδας. Στα εξήντα χρόνια της λειτουργίας του και με την καθοδήγηση των διευθυντών του, της Σοφίας Αντωνιάδη, του Μ. Μανούσακα, του Ν. Παναγιωτάκη και της Χρύσας Μαλτέζου, έδωσε τη δυνατότητα σε μεγάλο αριθμό νέων επιστημόνων να καταρτισθούν και να εμβαθύνουν στην έρευνα της ιστορίας των σχέσεων του Βυζαντίου και του Νεότερου Ελληνισμού με τη Βενετία και τη δυτική Ευρώπη, στην ιστορία του Ελληνισμού κατα τη μεταβυζαντινή περίοδο, στη Φιλολογία, στην ιστορία της Τέχνης, του Δικαίου, της Παιδείας, των Επιστημών και σε πολλούς άλλους τομείς. Οι ερευνητές-υπότροφοι του Ινστιτούτου στελέχωσαν τα ελληνικά ερευνητικά Ιδρύματα, τα ελληνικά Πανεπιστήμια ή υπηρέτησαν στη Μέση Εκπαίδευση και σε άλλους τομείς του δημόσιου βίου και προώθησαν την ελληνική επιστήμη, ώστε όχι μόνο να είναι ανταγωνιστική αλλά και πρωτοπόρα διεθνώς. Εξ άλλου, στο Ελληνικό Ινστιτούτο βρίσκουν φιλοξενία Έλληνες και αλλοδαποί επιστήμονες προκειμένου να ερευνήσουν στο Κρατικό Αρχείο και στις βιβλιοθήκες της Βενετίας θέματα σχετικά με την ιστορία του Ελληνισμού. Παράλληλα το Ελληνικό Ινστιτούτο Βενετίας ανέπτυξε εκπληκτική εκδοτική δραστηριότητα τόσο με την τακτική έκδοση του διεθνούς κύρους επιστημονικού περιοδικού Θησαυρίσματα όσο και με τη σειρά των πολύτιμων μονογραφιών και συλλογικών τόμων, ενώ με τα διεθνή επιστημονικά συνέδρια που οργάνωσε στη Βενετία και στην Ελλάδα και με τη συνεργασία του με άλλα ελληνικά και ξένα ερευνητικά και ακαδημαϊκά ιδρύματα καλλιέργησε σε βάθος και με ευρύτητα επιλογών τα γνωστικά αντικείμενα που υπηρετεί. Όλη αυτή η πολυσχιδής επιστημονική δραστηριότητα έχει προσδώσει στο Ελληνικό Ινστιτούτο το κλέος της διεθνούς αναγνώρισης και το έχει καταστήσει τόπο αναφοράς για τη διεθνή επιστημονική κοινότητα.
Το Ελληνικό Ινστιτούτο κατα την ίδρυσή του είχε προικιστεί με την ακίνητη περιουσία της Ελληνικής Κοινότητας της Βενετίας που δωρήθηκε στο Ελληνικό Κράτος με πρόταση του τότε Προέδρου της Γεράσιμου Μεσσήνη ακριβώς γι’ αυτό τον σκοπό και μόνο. Η ελληνική παροικία στη Βενετία άρχισε να σχηματίζεται από τον 13ο αιώνα και πήρε τη μορφή αναγνωρισμένου σωματείου ως Αδελφότητα του Αγίου Νικολάου το 1498 για να μετασχηματιστεί τον 19ο αιώνα σε Ελληνική Κοινότητα. Σήμερα, το Ελληνικό Ινστιτούτο στεγάζεται στο κτήριο του Φλαγγινιανού Φροντιστηρίου, του περίφημου ελληνικού σχολείου που είχε ιδρύσει με το κληροδότημά του ο κερκυραίος με κυπριακές καταβολές Θωμάς Φλαγγίνης τον 17ο αιώνα για να σπουδάζουν οι νέοι της ελληνικής παροικίας. Και ανάμεσα στις άλλες επιστημονικές του δραστηριότητες το Ελληνικό Ινστιτούτο είχε και έχει την ευθύνη για την αναστήλωση και τη συντήρηση του Φλαγγινιανού κτηρίου, του περίλαμπρου ναού του Αγίου Γεωργίου (που έχτισαν οι Έλληνες της Βενετίας τον 16ο αιώνα για να μπορούν Οι Μέτοικοι και οι αεί καταίροντες Ενετίαζε των Ελλήνων έχοιεν κατα τα πάτρια τω Θεώ θρησκεύειν), του κτηρίου της Αδελφότητας που στεγάζει το Μουσείο με τη πολύτιμη συλλογή Βυζαντινών και Μεταβυζαντινών εικόνων και κειμηλίων, καθώς και των λοιπών κτηρίων της Ελληνικής Κοινότητας, ενώ παράλληλα φροντίζει για τη συστηματική συντήρηση των εικόνων και των ιερών σκευών, του πολύτιμου Ιστορικού Αρχείου της Αδελφότητας και της παλιάς Βιβλιοθήκης της Κοινότητας. Μαζί με όλα αυτά, το Ελληνικό Ινστιτούτο φροντίζει να εμπλουτίζει τη χρηστική επιστημονική Βιβλιοθήκη του με τα απαραίτητα βιβλία και επιστημονικά περιοδικά που αποτελούν βασικό εργαλείο για τους υποτρόφους και τους φιλοξενούμενους ερευνητές που πραγματοποιούν συστηματικές έρευνες στη Βενετία.
Το κράτος οφείλει να προστατεύσει το Ελληνικό Ινστιτούτο και να εξασφαλίσει την απρόσκοπτη λειτουργία του συνεισφέροντας στην ανάπτυξη του έργου του. Η επιστημονική έρευνα δεν είναι πολυτέλεια αλλά βασική εθνική ανάγκη. Ο πολιτισμός μας δεν μπορεί να οριοθετείται με διεθνείς διαγωνισμούς αγγλόγλωσσου τραγουδιού∙ έχει να επιδείξει πολύ σημαντικότερα πεδία δραστηριότητας και επιτυχιών. Σε μια εποχή, όπου άλλα κράτη επεκτείνουν την επιστημονική και πολιτισμική τους ακτινοβολία η Ελλάδα δεν πρέπει να υποσκάπτει ό,τι μοναδικό διαθέτει. Στη Βενετία υπάρχουν και άλλα ανάλογα ξένα ερευνητικά ιδρύματα, όπως το Γερμανικό και το Ρουμανικό Ινστιτούτο, ενώ η Ρωσία, επιδιώκει την ίδρυση στη Βενετία, στην Κωνσταντινούπολη και στην Ιερουσαλήμ δικών της Ινστιτούτων κατα το πρότυπο του Ελληνικού της Βενετίας. Στην Αθήνα υπάρχουν οι ξένες αρχαιολογικές σχολές (Αγγλική, Αμερικανική, Γαλλική, Ιταλική) και ινστιτούτα (Γερμανικό, Ολλανδικό, Σουηδικό, Φινλανδικό) με σημαντική ερευνητική δραστηριότητα και ανάλογα ιδρύματα υπάρχουν σε άλλες χώρες. Θα έπρεπε και η Ελλάδα κάποτε να σκεφτεί σοβαρά την ίδρυση αντίστοιχων αρχαιολογικών σχολών ή μόνιμων αποστολών στη Ρώμη, στην Κωνσταντινούπολη, στη Μασσαλία, στην Αλεξάνδρεια, στην Ιερουσαλήμ και άλλες πόλεις χωρών όπου ο Ελληνισμός είχε διαδραματίσει ιστορικό ρόλο (Τίρανα, Βελιγράδι, Σόφια, Βουκουρέστι). Και δεν εννοώ ιδρύματα πολιτισμικού τύπου – τέτοια υπάρχουν σε αρκετές χώρες και στην Ιταλία (Τεργέστη) – αλλά ιδρύματα επιστημονικά ερευνητικά κατα το πρότυπο των ξένων αρχαιολογικών σχολών ή του Ελληνικού Ινστιτούτου της Βενετίας. Πρόκειται για εθνική υπόθεση∙ αν θέλουμε να υπάρχει Ελληνισμός. Το ζήτημα είναι αν θέτουμε στόχους ελαφρολαϊκούς ή αν τολμούμε να δημιουργούμε πολιτισμό.
Ν. Γ. Μοσχονάς, Ιστορικός