Ποιος οδηγώντας επί της παραλιακής λεωφόρου δεν έχει στρέψει το βλέμμα του στον πύργο ο οποίος ορθώνεται ανάμεσα σε πολυκατοικίες στο ύψος του Τροκαντερό ως μοναδική υπόμνηση του λαμπρού παρελθόντος της περιοχής; Το χαρακτηριστικό νεογοτθικό κτίριο των αρχών του 20ού αιώνα στέκεται εκεί όπου τα «μπεν μιξ» έκαναν το Παλαιό Φάληρο τόπο συνάντησης της αστικής κοινωνίας του τότε. Με συμμετρικούς πύργους και επάλξεις, η πέτρινη οικία, σε οικόπεδο ενός στρέμματος, συνδέεται με την υδραίικη εφοπλιστική οικογένεια Κουλούρα που έδρασε ως τα μέσα του 20ού αιώνα. Και μπορεί από μακριά να εντυπωσιάζει ως ένα από τα ελάχιστα τέτοιου τύπου σωζόμενα κτίρια στα προάστια των Αθηνών, από κοντά ωστόσο παρουσιάζει εμφανή τα σημάδια που άφησαν πάνω του ο χρόνος και η εγκατάλειψη. Σκουριασμένα τα κάγκελα, ραγισμένη η μεγάλη μαρμάρινη σκάλα της μπροστινής εισόδου, παραμελημένος ο κήπος, ετοιμόρροπα πολλά σημεία των πέτρινων τοιχωμάτων. Ο πύργος μοι άζει βγαλμένος μέσα από ένα παραμύθι το οποίο περιμένει το happy end. Που δεν είναι άλλο από τη λειτουργία του ως Μουσείου Παιδικής Ηλικίας και Παιχνιδιών Παράρτημα του Μουσείου Μπενάκη, στεγάζοντας τη συλλογή παιχνιδιών η οποία δωρήθηκε στο Μουσείο Μπενάκη από τηΜαρία Αργυριάδη.Το κτίριο αποκτήθηκε από το Μουσείο Μπενάκη το 1980 με δωρεά της Βέρας Κουλούρα αλλά η ανακαίνιση και η επέκτασή του είναι ένα σχέδιο που εκκρεμεί περίπου είκοσι χρόνια. Τα 20.000 αντικείμενα της συλλογής περιμένουν να βρουν τον κατάλληλο χώρο για να αναδειχθούν. Προς το παρόν βρίσκονται σε πρόχειρες βιτρίνες ή στοιβαγμένα σε κούτες.
Σήμερα η είσοδος στο εσωτερικό της οικίας Κουλούρα γίνεται από το πίσω μέρος. Μπαίνοντας ο επισκέπτης στέκει μπροστά από μια παλιά ξύλινη σκάλα και κάτω από τα περίτεχνα διακοσμητικά μοτίβα των ταβανιών όπου οι φθορές είναι έντονες. Περικυκλωμένη από στοίβες βιβλία σε ένα μάλλον αυτοσχέδιο γραφείο, η κυρία Αργυριάδη εργάζεται με τη βοήθεια δύο υπαλλήλων του Μουσείου Μπενάκη στην ταξινόμηση, στην καταγραφή, στη μελέτη, στον εμπλουτισμό και στην ανάδειξη ενός υλικού εξαιρετικά πολύτιμου που το 1991 αποφάσισε να δωρίσει στο Μουσείο Μπενάκη. Η ίδια υπογραμμίζει ότι η συλλογή συνδέθηκε με τον χώρο επειδή αυτό το κτίριο παραπέμπει σε παραμύθι- ό,τι καλύτερο σε σχέση με το παιδί- αλλά για το πότε θα ανοίξει το Μουσείο αρμοδιότερος είναι να μιλήσει ο διευθυντής του Μουσείου Μπενάκη κ.Αγγελος Δεληβορριάς .
«Δεν έχω καμία αμφιβολία ότι το Μουσείο κάποτε θα πραγματοποιηθεί» μας λέει ο κ. Δεληβορριάς. «Το Μουσείο Μπενάκη έχει εξασφαλίσει το ακίνητο, το υλικό και τους ανθρώπους. Εχουν κατατεθεί τα σχέδια, η μελέτη και ο προϋπολογισμός για την ανακαίνιση και επέκταση του κτιρίου – το οποίο μάλιστα θα πρέπει να έχει υπόγεια επικοινωνία με το υπάρχον κτίριο- καθ΄ ότι οι συγκεκριμένοι χώροι είναι περιορισμένοι. Θα πρέπει, λοιπόν, να αξιολογηθεί μεταξύ των προτεραιοτήτων της ελληνικής πολιτείας και να ενταχθεί σε κάποιο πρόγραμμα. Ως τότε ας υπολογίζουμε στις αντοχές της αισιοδοξίας μας. Σας ενημερώνω, όμως, ότι όταν πρότεινα την ιδέα του νέου κτιρίου του Μουσείου Μπενάκη κανείς δεν φανταζόταν ότι θα έπρεπε να περάσουν 25 χρόνια για να υλοποιηθεί…».
Το άλογο του Βενιζέλου και οι κούκλες του Θεοτοκά
Όλα ξεκίνησαν πριν από περίπου 20 χρόνια όταν η Μαρία Αργυριάδη βρήκε στον δρόμο της ένα πεταμένο…αρκουδάκι. Μα, πώς είναι δυνατόν, αναρωτήθηκε, αυτό το τόσο τρυφερό παιχνίδι που όλοι αγαπήσαμε να είναι στον δρόμο; Έσκυψε,το μάζεψε και από τότε άρχισε η μεγάλη περιπέτεια.«Με θεώρησαν ψώνιο αλλά δεν πτοήθηκα ποτέ» μας λέει.«Όργωσα την Ελλάδα μαζί με τον άντρα μου και έψαχνα να βρω ό,τι έχει σχέση με το παιχνίδι. Συνάντησα πανηγυριώτες, απευθύνθηκα σε οικοτέχνες, έφτασα ως τα ΚΑΠΗ όπου παππούδες και γιαγιάδες είχαν ανακατασκευάσει παιχνίδια των παιδικών τους χρόνων για να τους φέρω σε επαφή με νεότερες γενιές και να τους μάθουν ήθη κι έθιμα- μια από τις πιο υπέροχες δουλειές που έχω κάνει».Σήμερα η συλλογή αποτελεί πυρήνα του Τμήματος Παιχνιδιών και Παιδικής Ηλικίας του Μουσείου Μπενάκη στο οποίο η Μαρία Αργυριάδη τη δώρισε.«Ξεκινάμε από τα παιχνίδια της αρχαιότητας και φτάνουμε ως τα αστικά και τα λαϊκά παιχνίδια της νεότερης Ελλάδας αλλά και της Ευρώπης, της Αμερικής της Αφρικής καθώς επίσης και της ευρύτερης Ανατολής.Το πιο παλιό παιχνίδι της συλλογής είναι η κωδωνόσχημη κούκλα του 7ου αι π.Χ.από τη Βοιωτία (η περίφημη «Αθηνά» των Ολυμπιακών Αγώνων του 2004) και φτάνουμε σε παιχνίδια των δεκαετιών του 1980 και του 1990.Στη συλλογή συμπεριλαμβάνονται επίσης ρούχα, χάρτινα παιχνίδια και 3.000 τίτλοι παιδικής λογοτεχνίας και εκπαίδευσης» αναφέρει η κυρία Αργυριάδη.
«Στους στόχους μας επίσης συγκαταλέγεται η συγκέντρωση αντικειμένων που σχετίζονται με τη ζωή του παιδιού από τότε που γεννιέται ως τα σχολικά του χρόνια, τόσο στην Ελλάδα όσο και στο εξωτερικό: τα θήλαστρα, οι πάνες, τα έθιμα, τα βαφτιστικά, τα ρούχα, τα πρώτα παιχνίδια. Ένα άλλο πράγμα που μας ενδιαφέρει, τέλος, είναι να συγκεντρώσουμε παιχνίδια και αντικείμενα επωνύμων. Υπάρχουν ιστορικά παιχνίδια, όπως η κουδουνίστρα και κάποιες κούκλες του Θεοτοκά, το ξύλινο άλογο του Βενιζέλου, ένα σκίτσο του Χατζηκυριάκου-Γκίκα,παιχνίδια της οικογένειας Γερουλάνου και πολλά ακόμη».
Σκοπός του Τμήματος είναι να καλύψει όλες τις εκφράσεις και τις πτυχές του θέματος Παιδί και Παιχνίδι ερευνώντας τόσο το παιχνίδι όσο και την καθημερινή ζωή του παιδιού και χωρίζεται σε δύο ενότητες. Στην ενότητα της ελληνικής και την ενότητα της ευρωπαϊκής συλλογής, ενώ βιβλία-μελέτες που αφορούν το Παιδί και το Παιχνίδι, αρχειακό υλικό, φωτογραφίες και στοιχεία για έλληνες κατασκευαστές παιχνιδιών
ολοκληρώνουν τη συλλογή. Γιατί η κυρία Αργυριάδη αποφάσισε να δωρίσει τα παιχνίδια της συλλογής της στο Μουσείο Μπενάκη; Απλούστατα διότι την έπνιγε, όπως λέει χαρακτηριστικά.«Σκέφτηκα, δεν είναι κρίμα να κάθονται εδώ στο σπίτι και να μην τα δώσω κάπου; Με το κράτος δεν ήθελα να μπλεχτώ- ίσως διότι ήθελα κάποια ελευθερία. Και μια μέρα που συζητούσα με τον κ. Δεληβορριά μου είπε να δωρίσω τα παιχνίδια μου στο Μουσείο Μπενάκη, κάτι το οποίο έγινε την επόμενη ημέρα».Από τότε έχουν περάσει σχεδόν είκοσι χρόνια. Το συντριπτικό μέρος της συλλογής βρίσκεται στοιβαγμένο στους χώρους του κτιρίου. Και παρ΄ ότι δεν διαφαίνεται φως για τη δημιουργία του παραρτήματος του Μουσείου, η ίδια ομολογεί: «Δεν το έχω μετανιώσει. Ίσως μόνο λίγο να κουράστηκα…».
Προς το παρόν, οι ενδιαφερόμενοι μπορούν να δουν μερικά μόνο κομμάτια της συλλογής μέσα από εκθέσεις, συνέδρια ή σχετικές εκδόσεις που γίνονται κατά τη διάρκεια αυτών των ετών. Η Μαρία Αργυριάδη μαζί με τις συνεργάτιδές της, ωστόσο, που δουλεύουν όχι κάτω από τις ιδανικότερες συνθήκες φωτισμού και θέρμανσης, δεν έχουν πάψει να ονειρεύονται. «Έχουμε σκεφτεί στον χώρο του υπογείου να τοποθετήσουμε τα παιχνίδια κατά τέτοιον τρόπο ώστε να μπορούν τα παιδιά να τα αγγίζουν και να τα χαίρονται και στους πάνω χώρους να στήσουμε μια εξειδικευμένη βιβλιοθήκη για κάθε ενδιαφερόμενο…».Και να ελπίζουν ότι η καλή νεράιδα θα αγγίξει με το μαγικό της ραβδάκι αυτόν τον πύργο για να τον κάνει το κατάλληλο σπίτι που θα στεγάσει ό,τι περισσεύει από τους μικρούς και λείπει από τους μεγάλους: τη φαντασία.
Πηγή: Το Βήμα, Κ. Λυμπεροπούλου, 17/1/10