Αν και οι πάντες αναγνωρίζουν ότι η αρχαιοκαπηλία αποτελεί μεγάλη μάστιγα, η νεοσύστατη Διεύθυνση Αρχαιοκαπηλίας του ΥΠΠΟ έχει οκτώ υπαλλήλους. Στριμώχνονται σε ένα δωμάτιο του τετάρτου ορόφου του κεντρικού κτιρίου του υπουργείου, στην Μπουμπουλίνας, και διαθέτουν ένα και μοναδικό «όπλο»: κομπιούτερ με πρόσβαση στο Διαδίκτυο.
Πάλι καλά. Μέχρι πρότινος ουδείς έξω από τα ελληνικά σύνορα μάθαινε τις κλοπές που γίνονταν σε μουσεία και βυζαντινά ξωκλήσια, με αποτέλεσμα να βγαίνουν ελεύθερα τα κλοπιμαία σε δημοπρασίες μεγάλων οίκων του εξωτερικού χωρίς να τα ψάχνει κανείς. Τώρα, τουλάχιστον, οι υπάλληλοι της Διεύθυνσης, όταν πληροφορούνται από την Αστυνομία οποιαδήποτε αφαίρεση αρχαίου ή βυζαντινού αντικειμένου, σπεύδουν να κοινοποιήσουν το γεγονός σε όλες τις χώρες της Ε.Ε. και στην Interpol, προκειμένου να αναζητηθούν τα κλεμμένα και, αν εντοπιστούν, να μας επιστραφούν.
Αυτό ακριβώς έπραξε η Διεύθυνση Αρχαιοκαπηλίας τον περασμένο Σεπτέμβριο μετά την εξαφάνιση ολόκληρου κιονόκρανου από την Αρχαία Ολυμπία, αλλά και τα Χριστούγεννα, όταν διαπιστώθηκε ότι άγνωστοι «έγδυσαν» την εκκλησία της Παναγίας στο Κουκούλι στα Ζαγοροχώρια Ιωαννίνων από 50 εικόνες, ιερά ευαγγέλια, εξαπτέρυγα και δισκοπότηρα.
Ωστόσο, η υπηρεσία αυτή λειτουργεί από τον περασμένο Ιούλιο, παράλληλα με το Τμήμα Αρχαιοκαπηλίας του υπουργείου, χωρίς να έχει στη διάθεσή της το αρχείο των παλαιών υποθέσεων. Θα το λάβει όταν και εάν μεταφερθεί στα νέα γραφεία της, στο νεοκλασικό της Ασωμάτων 33 και Ψαρομηλίγκου, στο Θησείο. Επιπλέον, λειτουργεί χωρίς τη συνδρομή αξιωματικού της Ελληνικής Αστυνομίας, όπως προβλέπει το ιδρυτικό της, και βέβαια δίχως κανέναν άλλο εξοπλισμό, ενώ οι Ιταλοί καραμπινιέροι έχουν στη διάθεσή τους τζιπ, ελικόπτερα και ταχύπλοα για το κυνήγι των αρχαιοκαπήλων. Έτσι, έχουν και μεγάλες επιτυχίες, ενώ εδώ μια καραμπινάτη ιστορία, που απασχόλησε την κοινή γνώμη επί μέρες, όπως της βίλας στη Σχοινούσα, ύστερα από τρία χρόνια δεν φαίνεται να παίρνει τον δρόμο της αίθουσας των δικαστηρίων. Αφέθηκε στη λήθη και στο ενδεχόμενο παραγραφής των αδικημάτων.
Ευαισθητοποιημένοι δικαστές στα θέματα αρχαιοκαπηλίας και γνώστες του αντικειμένου δεν μας έλειψαν. Μήπως, όμως, σκοντάφτει στην πολιτική βούληση η περαιτέρω διερεύνηση κάποιων υποθέσεων; Θυμίζουμε ότι ο εισαγγελέας Ιωάννης Διώτης, μιλώντας πέρυσι στη διημερίδα για την αρχαιοκαπηλία, είχε πει ότι στο αμερικανικό Μουσείο Ζαν Πολ Γκετί βρίσκονται «χιλιάδες αντικείμενα ελληνικού ενδιαφέροντος που θα μπορούσαμε ενδεχομένως να διεκδικήσουμε», αλλά δεν δόθηκε καμία συνέχεια στην καταγγελία. Ο ίδιος είχε επίσης επισημάνει ότι θα έπρεπε να υπάρχει εισαγγελέας ειδικός για θέματα αρχαιοκαπηλίας. Ούτε επ’ αυτού υπήρξε συνέχεια.
Το Μουσείο Γκετί, όμως, όταν το ΥΠΠΟ έδειξε αποφασισμένο να διεκδικήσει δικαστικά τρεις κλεμμένες ελληνικές αρχαιότητες, υποχρεώθηκε να τις επιστρέψει. Κι έτσι, γύρισαν το 2006 το χρυσό μακεδονικό στεφάνι, η βοιωτική ενεπίγραφη στήλη και το ανάγλυφο από τη Θάσο.
Τη συμφωνία επιστροφής των αρχαίων είχε υπογράψει ο διευθυντής του Μουσείου Γκετί, Μάικλ Μπραντ, ο οποίος στις 7 Ιανουαρίου ανακοίνωσε ξαφνικά την απόφασή του να παραιτηθεί στο τέλος του μήνα, ένα χρόνο πριν από τη λήξη της σύμβασής του. Είναι ο άνθρωπος που προσπάθησε να κλείσει μερικές βρώμικες υποθέσεις του μουσείου, συνάπτοντας συμφωνίες με ξένα κράτη – είχε ξεκινήσει το 2007 διαπραγματεύσεις και με την Ιταλία για την επιστροφή αντικειμένων.
Οι λόγοι για τους οποίους παραιτήθηκε είναι μάλλον οικονομικοί, γιατί έχει περικοπεί κατά 24% ο προϋπολογισμός του μουσείου για φέτος και έχουν απολυθεί 205 υπάλληλοι (το 14% του προσωπικού του). Ωστόσο, ανακοινώθηκε ότι θα λαμβάνει τον μισθό του μέχρι τη λήξη της σύμβασής του και θα συνεχίσει να τους παρέχει συμβουλευτικές υπηρεσίες.
Πηγή: Ελευθεροτυπία, Ν. Κοντράρου-Ρασσιά, 12/1/10
http://www.enet.gr/?i=news.el.texnes&id=120123