Έχετε περάσει πρόσφατα από τον θεσσαλικό κάμπο; Και αν ναι, ποια εποχή του χρόνου; Είχαν ωριμάσει τα στάχυα στις καλλιέργειες σιταριού ή ήταν ακόμη πράσινα; Μήπως περάσατε φθινόπωρο, τότε που ο κάμπος ασπρίζει από τις βαμβακοκαλλιέργειες, ή λίγο αργότερα που το οργωμένο κοκκινόχωμα ετοιμάζεται για τη σπορά; Και πώς ήταν ο Πηνειός και οι παραπόταμοί του; «Φουσκωμένοι» και ξέχειλοι από νερό (κάθε άνοιξη) ή μήπως ξεροί και άνυδροι (στα τέλη των ξηρών καλοκαιριών και προτού αρχίσουν οι φθινοπωρινές βροχές);
Οι Θεσσαλοί «γνωρίζουν» τις εποχές του χρόνου από το ύψος του ποταμού και την εναλλαγή του τοπίου που οφείλεται στα διαφορετικά είδη καλλιεργειών. Τα πράγματα όμως δεν ήταν πάντοτε έτσι: οι πρώτοι κάτοικοι της Θεσσαλίας (όχι, δεν αναφερόμαστε στους Μυρμιδόνες, αλλά στους ανθρώπους της νεολιθικής εποχής!) ζούσαν σε μια δασώδη περιοχή με πυκνή βλάστηση. Συνυπήρχαν δε με μια ξεχωριστή πανίδα (ελέφαντες, ιπποπόταμοι, ρινόκεροι, ελάφια), την οποία συχνά συναντούσαν στις όχθες του Πηνειού. Πώς τα ξέρουμε όλα αυτά; Μα, μας τα είπε ο Πηνειός! Ή, μάλλον, τα είπε σε εκείνους που έσκυψαν να τον ακούσουν και εκείνοι μάς τα μετέφεραν. Με τη σειρά μας, θα σας πούμε σήμερα την ιστορία του θεσσαλικού κάμπου. Και αν θέλετε απτές αποδείξεις, θα τις έχετε: από την Παρασκευή 18 Δεκεμβρίου έως τέλος Ιανουαρίου στο Κτίριο Κατσίγρα (πλατεία Ταχυδρομείου) του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας στη Λάρισα λειτουργεί έκθεση με τα απολιθώματα του Πηνειού (τηλ. 2410565016)

Τι είδε ο… Γερμανός

 
Πιθανότατα η έκθεση αυτή να μη γινόταν ποτέ αν πριν από ακριβώς 50 χρόνια δεν είχε επισκεφθεί τη χώρα μας ένας νεαρός γερμανός γεωλόγος, ο Ηorst Schneider. Ο Schneider ήρθε χωρίς να ξέρει ακριβώς τι έψαχνε. Όπως μας διηγήθηκε, κατά τη διάρκεια τηλεφωνικής συνομιλίας, αναζητούσε«ένα ενδιαφέρον ερευνητικό πρόγραμμα, κάτι που να μην είχε ξαναγίνει. Εκείνη την εποχή εργαζόταν στην Ελλάδα μια αρχαιολογική ομάδα από το Πανεπιστήμιο της Χαϊδελβέργης, υπό τον καθηγητή V. Μilojcic. Η ομάδα αυτή πραγματοποιούσε ανασκαφές στις μαγούλες, επίπεδους λόφους οικισμών που χρονολογούνται από τη νεολιθική περίοδο ως την εποχή του χαλκού. Η ανασκαφή αποκάλυψε λίθινα εργαλεία, τα οποία όμως δεν εντάσσονταν στα ενδιαφέροντα της ομάδας του Μilojcic. Έτσι αναζητήθηκε ένας γεωλόγος με ενδιαφέρον στο Τεταρτογενές, προκειμένου να διερευνηθούν περαιτέρω τα ευρήματα. Αυτό έγινε το ερευνητικό πρόγραμμά μου και το καλοκαίρι του 1959 ήρθα για πρώτη φορά στη Θεσσαλία». Τα ευρήματα, περισσότερα από 250 εργαλεία τα οποία εντοπίστηκαν μαζί με οστά όχι μόνο στις μαγούλες αλλά κυρίως στην κοίτη του Πηνειού, χρονολογήθηκαν από τους γερμανούς ερευνητές και θεωρήθηκαν τυπικά της μέσης παλαιολιθικής περιόδου και του ανθρώπου του Νεάντερταλ.«Επρόκειτο για την πρώτη φορά που τόσο πολλά παλαιολιθικά εργαλεία εντοπίζονταν στον ελλαδικό χώρο»σημείωσε ο κ. Schneider. Ο γερμανός γεωλόγος, ο οποίος σήμερα είναι συνταξιούχος καθηγητής πανεπιστημίου, ήρθε και ξαναήρθε στη Θεσσαλία:«Κάθε χρόνο περνούσα δύο μήνες στη Θεσσαλία, προς το τέλος του καλοκαιριού και τις αρχές του φθινοπώρου. Αυτή την εποχή του χρόνου η στάθμη του Πηνειού κατεβαίνει και επιτρέπει τη γεωλογική μελέτη της κοίτης του».

Πηνειός, ο «γλύπτης» της Θεσσαλίας

Ο Πηνειός δεν αποτελεί μόνο μάρτυρα του γεωλογικού παρελθόντος της Θεσσαλίας αλλά και«κύριο παράγοντα διαμόρφωσης του θεσσαλικού ανάγλυφου, τουλάχιστον από το Πλειστόκαινο και μετά, δηλαδή κατά τα τελευταία 1,8 εκατομμύρια έτη» λέει ο κ. Α. Αθανασίου, γεωλόγος παλαιοντολόγος του υπουργείου Πολιτισμού και επιμελητής της έκθεσης. Πράγματι, μετά την περίοδο της αλπικής ορογένεσης (καινοζωικός αιώνας) που είχε ως αποτέλεσμα τη δημιουργία των ελληνικών και σχεδόν του συνόλου των περιμεσογειακών οροσειρών, καθοριστικό ρόλο στη διαμόρφωση του ανάγλυφου παίζουν τα ποτάμια συστήματα, τα οποία διαβρώνουν ή εναποθέτουν ιζήματα κατά μήκος των κοιλάδων τους. Στη Θεσσαλία ο μεγαλύτερος όγκος ιζημάτων μεταφέρεται και αποτίθεται από το ποτάμιο σύστημα του Πηνειού, ο οποίος πηγάζει από την περιοχή των Χασίων (ΒΔ της Καλαμπάκας) και, κινούμενος μαιανδρικά στις πεδινές περιοχές, εκβάλλει στο Αιγαίο, αφού πρώτα διασχίσει τη Μεσοθεσσαλική Λοφοσειρά (στενά Καλαμακίου), τον Κάτω Όλυμπο και την Όσσα (στενά Ροδιάς και Τεμπών). Στην πορεία του, μήκους άνω των 200 χιλιομέτρων, ο Πηνειός δέχεται τα νερά πολλών παραποτάμων και χειμάρρων.«Η γεωμορφολογική δράση του ποτάμιου συστήματος του Πηνειού είναι όμως εντελώς διαφορετική στις δύο μεγάλες θεσσαλικές λεκάνες»σημειώνει ο κ. Αθανασίου και εξηγεί:«Στη δυτική λεκάνη ο Πηνειός και οι παραπόταμοί του συνεχίζουν να εναποθέτουν ιζήματα ως σήμερα (προερχόμενα από διάβρωση στην οροσειρά της Πίνδου).Αντίθετα, στην πεδιάδα της Λάρισας, ο Πηνειός διαβρώνει σε βάθος τις παλιές αποθέσεις του ρέοντας σε εγκιβωτισμένη κοίτη με υψηλές απότομες όχθες. Αυτή η σε βάθος διάβρωση των παλαιότερων προσχώσεων δημιουργεί φυσικές τομές, η μελέτη των οποίων μάς δίνει πληροφορίες για το περιβάλλον της περιοχής κατά το παρελθόν».

Πού ακριβώς εντοπίζονται και τι μας λένε αυτές οι φυσικές τομές της κοίτης του ποταμού;«Τα περισσότερα ευρήματα εντοπίστηκαν στο τμήμα της κοιλάδας δυτικά της Λάρισας και ως τα στενά του Καλαμακίου. Αξίζει δε να σημειωθεί ότι μετά την πρώτη αποκάλυψη, στα τέλη της δεκαετίας του ΄50,έχουν πραγματοποιηθεί αρκετές συλλογές απολιθωμάτων, ιδιαίτερα σε έτη με μεγάλη ξηρασία, όταν δηλαδή η στάθμη του ποταμού ήταν πολύ χαμηλή»λέει ο κ. Αθανασίου. Και προσθέτει:«Σε αυτή την περιοχή έχουν εντοπιστεί τόσο ανθρωπογενή κατάλοιπα της μέσης παλαιολιθικής εποχής όσο και σκελετικά λείψανα ζώων του Ανώτερου Πλειστοκαίνου». Τα ζωικά απολιθώματα «μιλούν» για μια πανίδα που δεν μοιάζει καθόλου με τη σημερινή: από ελέφαντες, ρινόκερους και ιπποπόταμους ως μεγάλα βοοειδή, αντιλόπες, ελάφια και ζαρκάδια, όλα αποκαλύπτουν ότι η Θεσσαλία ήταν πάντοτε ένας εύφορος τόπος αλλά με διαφορετικό κλίμα και βλάστηση. Ας τα δούμε λεπτομερώς.

1. Ο ελέφαντας (Εlephas antiquus) αποτελεί πολύ κοινό ευρωπαϊκό είδος στο Μέσο και Ανώτερο Πλειστόκαινο (800.000 ως 20.000 χρόνια πριν) και, σύμφωνα με τον κ. Αθανασίου, έχει εντοπιστεί σε τουλάχιστον 20 θέσεις στον ελλαδικό χώρο. Συγγενής του σημερινού ινδικού ελέφαντα, ήταν σημαντικά μεγαλύτερος από αυτόν, καθώς ορισμένα αρσενικά άτομα μπορούσαν να φθάσουν τα 4 μέτρα ύψος και να ζυγίζουν περί τους 10 τόνους. Θεωρείται ότι ζούσε σε ανοιχτά δάση με εύκρατο κλίμα, τα οποία θα μπορούσαν να ικανοποιήσουν τις τροφικές ανάγκες του. Κατά τις μεσοπαγετώδεις εποχές επέκτεινε τη γεωγραφική εξάπλωσή του ως τη Βόρεια Ευρώπη, ενώ στις περιόδους των παγετώνων περιοριζόταν στις νοτιότερες εκτάσεις. Τα απολιθώματα ελεφάντων του Πηνειού είναι πολλά. Χαρακτηριστική είναι η σχεδόν πλήρης γνάθος που φέρει δύο γομφίους.

2.Ο ιπποπόταμος (Ηippopotamus sp.), ο οποίος εξαπλωνόταν ως και τη σημερινή Αγγλία, ήταν αρκετά μεγαλύτερος από τον σημερινό, με ορισμένα άτομα να ξεπερνούν σε μήκος τα 5 μέτρα και σε βάρος τους 4 τόνους. (Είναι χαρακτηριστικό ότι ένα τμήμα κυνόδοντα από την άνω γνάθο ιπποπόταμου που εντοπίστηκε στον Πηνειό έχει μήκος 15 εκατοστά!) Εκτός από το μέγεθος, θεωρείται ότι η μορφολογία του πλειστοκαινικού ιπποπόταμου δεν έχει αλλάξει και πολύ σε σχέση με αυτήν του σημερινού. Ήταν επίσης ημιυδρόβιος και ζούσε κοντά σε λίμνες και ποτάμια.

3.Ο ρινόκερος ανήκε μάλλον στο είδοςStephanorhinus hemitoechus, όπως προκύπτει από τη γνάθο μήκους 29 εκατοστών που εντοπίστηκε στον Πηνειό. Ήταν μάλλον μικρόσωμος, με ύψος ώμων γύρω στα 1,40-1,60 μέτρα και βάρος γύρω στον έναν τόνο. Θεωρείται ότι ζούσε σε ανοιχτές εκτάσεις και αραιά δάση.

4.Τα μεγάλα βοοειδή αντιπροσωπεύονται από το είδος Βos primigenius. Πρόκειται για ένα πολύ μεγαλόσωμο και εύρωστο είδος ταύρου με μεγάλα κέρατα που στρέφονταν προς τα μπρος και το πλάι. Το ύψος των αρσενικών στους ώμους έφθανε τα 1,65-1,85 μέτρα, αν και ορισμένα θα πρέπει να ξεπερνούσαν τα 2 μέτρα. Τα θηλυκά ήταν μικρότερα κατά 20%25%. Το συγκεκριμένο είδος ταύρου είχε ευρεία εξάπλωση σε ολόκληρη την Ευρασία και τη Βόρεια Αμερική. Το τελευταίο άτομο του είδους αυτού πέθανε στην Πολωνία το 1627. Πάντως από τον Βos primigenius προέρχονται όλες οι ποικιλίες οικόσιτων βοοειδών που χρησιμοποιούνται από τον άνθρωπο ως υποζύγια και για την παραγωγή κρέατος και γάλακτος ήδη από τη νεολιθική εποχή. «Στην πρώτη ανασκαφή είχε εντοπιστεί και θραύσμα κέρατος που είχε αποδοθεί σε βούβαλο (Βubalus cf. arnee), ωστόσο η ελλιπής διατήρησή του δεν επιτρέπει τη βέβαιη απόδοσή του σε αυτό το είδος»λέει ο κ. Αθανασίου.

5.Τα μικρά βοοειδή
αντιπροσωπεύονται στην κοιλάδα του Πηνειού από τον αίγαγρο Capra ibex, ο οποίος ζει και σήμερα περιορισμένος στις Άλπεις και σε υψόμετρο άνω των 1.500 μέτρων. Τα πλειστοκαινικά άτομα του είδους ήταν λίγο μεγαλύτερα από τα σημερινά που δεν ξεπερνούν σε ύψος το 1 μέτρο (ύψος ώμων αρσενικών), ενώ το μήκος του σώματός τους φθάνει τα 1,60 μέτρα και το βάρος τους τα 100 κιλά. Τα κέρατα των αρσενικών εμφανίζουν χαρακτηριστική καμπύλωση προς τα πίσω. Λόγω της οργανικής σύστασής τους τα κέρατα δεν απολιθώνονται.«Αυτά που διατηρούνται ως “κέρατα” στα απολιθώματα είναι οι οστέινες αποφύσεις του κρανίου στις οποίες στηρίζονται εσωτερικά τα κέρατα και οι οποίες ονομάζονται γόμφοι κεράτων» εξηγεί ο κ. Αθανασίου.

6. Τα άλογα που εντοπίστηκαν στην κοιλάδα του Πηνειού ανήκουν στα είδη Εquus ferus και Εquus hemitoechus, τα οποία συνυπήρξαν στην πλειστοκαινική Ευρώπη.«Το μεγαλόσωμο Εquus ferus αποτέλεσε τον πρόγονο των σημερινών οικόσιτων ποικιλιών, ενώ το Εquus hemitoechus εξαφανίστηκε στο τέλος του Πλειστοκαίνου»λέει ο κ. Αθανασίου. Και προσθέτει:«Οι ίπποι ζούσαν σε αγέλες σε ανοιχτό περιβάλλον ή σε εκτάσεις με αραιά δασοκάλυψη, τρεφόμενοι με ποώδη βλάστηση. Ειδικά το Ε. ferus αποτέλεσε για χιλιάδες χρόνια ένα από τα κύρια θηράματα του προϊστορικού ανθρώπου, ενώ η εξημέρωσή του επιχειρήθηκε πολύ αργότερα σε σχέση με άλλα οικόσιτα ζώα».

7. Τα ελαφοειδή της κοιλάδας του Πηνειού ανήκουν τόσο στα τρία είδη που απαντούν και σήμερα στα εύκρατα δάση της Ευρώπης, δηλαδή το ελάφι, το ζαρκάδι και το πλατόνι, όσο και στο εξαφανισμένο γιγαντιαίο είδος, το Μegaloceros giganteus. Αυτό το τελευταίο αποτελεί το μεγαλύτερο ελαφοειδές που έζησε ποτέ: το ύψος στους ώμους των αρσενικών ξεπερνούσε τα 2 μέτρα, ενώ τα τεράστια παλαμοειδή κέρατά του είχαν πλάτος άνω των 3 μέτρων! «Οι μελετητές εκτιμούν ότι το μέγεθος των κεράτων του υπήρξε η αιτία της εξαφάνισής του, καθώς εμπόδιζε την κίνηση ειδικά σε περιοχές με πυκνή βλάστηση» λέει ο κ. Αθανασίου.

Ήπιοι παγετώνες, Ηomo και Νεάντερταλ

Ποια είναι λοιπόν τα συμπεράσματα που εξάγονται για την πλειστοκαινική Θεσσαλία με βάση την πανίδα της;«Εκτός από τη σύσταση της πανίδας, έχει ληφθεί υπ΄ όψιν και η απόλυτη χρονολόγηση ορισμένων ιζημάτων στην κοιλάδα του Πηνειού»λέει ο κ. Αθανασίου. Και προσθέτει: «Σύμφωνα με τις χρονολογήσεις αυτές, τα ιζήματα στην περιοχή των στενών Καλαμακίου αποτέθηκαν πριν από περίπου 30.000-45.000 χρόνια. Η περίοδος αυτή στην οποία έζησαν τα απολιθωμένα θηλαστικά που βρέθηκαν στην κοιλάδα του Πηνειού εμπίπτει στην τελευταία εποχή των παγετώνων, πράγμα που σημαίνει ότι το κλίμα ήταν αισθητά ψυχρότερο από το σημερινό. Ωστόσο, λόγω του σχετικά μικρού γεωγραφικού πλάτους της Θεσσαλίας, τα παγετικά φαινόμενα δεν θα πρέπει να ήταν έντονα. Η άποψη αυτή ενισχύεται και από το γεγονός ότι από τα απολιθώματα απουσιάζουν ζώα απόλυτα προσαρμοσμένα στο ψύχος, όπως το μαμούθ και ο τριχωτός ρινόκερος. Αντιθέτως, η πανίδα περιλαμβάνει είδη που δεν μπορούν να ζήσουν στο ψύχος, όπως ο ρινόκερος, αλλά και είδη που προτιμούν τα δάση, όπως ο ελέφαντας και τα ελαφοειδή (τα δέντρα δεν ευδοκιμούν στο ψύχος). Από το σύνολο λοιπόν της απολιθωμένης πανίδας του Πηνειού μπορούμε να πούμε ότι κατά το Ανώτερο Πλειστόκαινο στη Θεσσαλία επικρατούσαν αραιά δάση διακοπτόμενα από χαμηλή βλάστηση, πράγμα που επιβεβαιώνεται και από παλαιοβοτανικές μελέτες».

Τι μαρτυρούν όμως τα εργαλεία που βρέθηκαν εκεί για την ανθρώπινη παρουσία; «Η ηλικία της απολιθωμένης πανίδας του Πηνειού συμπίπτει με μια σημαντική αλλαγή στην Ευρώπη:είναι η εποχή που ο σύγχρονος άνθρωπος (Ηomo sapiens) φτάνει εδώ, προερχόμενος από την Αφρική και πιθανότατα μέσω της Μέσης Ανατολής. Κατά την άφιξή του βρίσκει ένα παλαιότερο είδος το οποίο κυριάρχησε στην Ευρώπη και στη Δυτική Ασία για σχεδόν 200.000 χρόνια, τον άνθρωπο του Νεάντερταλ (Ηomo neaderthalensis).Τα δύο είδη συνυπάρχουν για διάστημα 10.000 ετών, με τους πληθυσμούς Νεάντερταλ να φθίνουν συνεχώς, ως την τελική εξαφάνισή τους πριν από περίπου 30.000 χρόνια. Η αργή εκτόπιση των Νεάντερταλ από τους σύγχρονους ανθρώπους αφήνει ανοιχτά ερωτήματα σχετικά με το ποιος κατασκεύασε τα παλαιολιθικά τέχνεργα που βρέθηκαν στα ιζήματα μαζί με τα απολιθωμένα οστά»λέει ο κ. Αθανασίου.

Με άλλα λόγια, τα ευρήματα δείχνουν ότι στις όχθες του Πηνειού περπάτησαν πολλοί πριν από εμάς και ότι το ποτάμι δεν έχει αποκαλύψει όλα τα μυστικά τους. Ακόμη…

Πηγή: Το Βήμα, Ι. Σουφλερή, 13/12/09