Τελειότητα στην εργασία και ακρίβεια στο σχέδιο. Ευγένεια και ήθος στην έκφραση των προσώπων. Οι στάσεις συγκρατημένες, οι συνθέσεις να διακρίνονται για την οργάνωση και την ισορροπία τους και οι χρωματικοί συνδυασμοί σε απόλυτη αρμονία. Οι ιστορικοί της τέχνης συμφωνούν όταν πρόκειται να μιλήσουν για τους ζωγράφους της βενετοκρατούμενης Κρήτης. Αυτοί οι περίφημοι εικονογράφοι που από τον 14ο ως τον 17ο αιώνα άσκησαν την τέχνη τους σε ένα ιδιόμορφο πολιτισμικό περιβάλλον, το οποίο καθοριζόταν εν πολλοίς από την κυριαρχία των Βενετών, ήταν οι δημιουργοί μιας ξεχωριστής φυσιογνωμίας στην τέχνη, της ονομαζόμενης σήμερα Κρητικής Σχολής. Και μέσα από αυτό το κοινωνικό, πολιτικό και κυρίως καλλιτεχνικό πλαίσιο, στο οποίο συνυπήρχαν οι δύο παραδόσεις- της Ανατολής και της Δύσης-, θα ξεπηδούσε στα μέσα του 16ου αιώνα η μεγάλη μορφή του Δομήνικου Θεοτοκόπουλου. Αυτή την περίοδο στην οποία ζυμώθηκαν κατά θαυμαστό τρόπο τα στοιχεία της παλαιολόγειας παράδοσης της Κωνσταντινούπολης με εκείνα της δυτικής τέχνης παρουσιάζει το Ωνάσειο Πολιτιστικό Κέντρο στη Νέα Υόρκη, από τις 8 Δεκεμβρίου, σε μία έκθεση στην οποία περιλαμβάνονται μοναδικές κρητικές εικόνες του 15ου και 16ου αιώνα αλλά και πρώιμα έργα του Θεοτοκόπουλου.
«Οι καταβολές του Εl Greco: η ζωγραφική εικόνων στη Βενετοκρατούμενη Κρήτη» είναι ο τίτλος αυτής της έκθεσης στην οποία εκτός των άλλων παρουσιάζονται για πρώτη φορά, τα δύο φύλλα ενός τριπτύχου της ιταλικής περιόδου του Δομήνικου Θεοτοκόπουλου, συγκεκριμένα η «Βάπτιση του Χριστού»που ανήκει στον Δήμο Ηρακλείου, και η «Προσκύνησις των Ποιμένων»που βρίσκεται στο Πανεπιστήμιο Queen΄s στο Κingston του Οντάριο, καθώς θεωρείται μάλιστα ότι αποτελούσαν αρχικώς τμήματα του ίδιου έργου. Δύο ακόμη σημαντικά έργα της έκθεσης είναι η πρώιμη εικόνα του Δομήνικου Θεοτοκόπουλου «Η Κοίμησις της Θεοτόκου», η οποία σπανίως ταξιδεύει μακριά από τον ομώνυμο ναό της Ερμούπολης Σύρου, καθώς και ένα όψιμο έργο του Εl Greco από την περίοδο της διαμονής του στην Ισπανία- «Η Στέψη της Θεοτόκου»-,που παρουσιάζεται επίσης για πρώτη φορά στη Νέα Υόρκη κατόπιν παραχώρησής του από το Κοινωφελές Ιδρυμα Αλέξανδρος Σ. Ωνάσης, μητρικό του Ωνάσειου Πολιτιστικού Κέντρου.

Τέσσερις εικόνες της έκθεσης εξάλλου προέρχονται από τη συλ λογή του Μουσείου Ερμιτάζ και συγκεκριμένα η «Πιετά»,η «Ανάσταση και το Μη Μου Απτου»,η «Παναγία Νικοποιόςμε τους αγίους Αθανάσιο, Σπυρίδωνα, Μαρίνα και Ρόκο»και ο «Αγιος Δημήτριος του Δονάτου Βιτζαμάνου». Εργα τα οποία από το 1930, όταν εντάχθηκαν στη συλλογή του μουσείου, ταξιδεύουν για πρώτη φορά εκτός της Αγίας Πετρούπολης. Πρώτο ταξίδι εξάλλου είναι και για «Δέηση»του Νικολάου Τζαφούρη, από το Βυζαντινό Μουσείο Αντιβουνιώτισσας στην Κέρκυρα. Πυρήνα της έκθεσης όμως αποτελούν οι έντεκα εξαιρετικές εικόνες από τη Συλλογή της Αγίας Αικατερίνης Σιναϊτών Ηρακλείου, του Επικοινωνιακού και Μορφωτικού Ιδρύματος της Ι. Αρχιεπισκοπής Κρήτης. Μεταξύ τους και «Ο Μυστικός Δείπνος»του Μιχαήλ Δαμασκηνού. Στο σύνολό τους εν τέλει, 46 έργα που«φωτίζουν τις συναρπαστικές καλλιτεχνικές εξελίξεις οι οποίες ελάμβαναν χώρα στην Κρήτη κατά τους δύο αυτούς αιώνες»,όπως σημειώνει η επιμελήτρια της έκθεσης δρ Αναστασία Δρανδάκη.

Ο διάλογος

«Οι ζωγράφοι των εργαστηρίων της Κρήτης του 15ου και 16ου αιώνα ήταν φημισμένοι για την ικανότητά τους να φιλοτεχνούν εικόνες όχι μόνο σύμφωνα με το βυζαντινό ύφος αλλά και σύμφωνα με δυτικά πρότυπα»λέει η ίδια. «Αν και ο διάλογος της βυζαντινής με τη δυτική τέχνη είχε μακρά ιστορία ήδη από την παλαιολόγεια περίοδο, οι ιδιαίτερες ιστορικές συνθήκες που επικρατούσαν στη βενετοκρατούμενη Κρήτη έπαιξαν αναμφίβολα αποφασιστικό ρόλο στη βαθύτερη εξοικείωση των Κρητικών καλλιτεχνών με την εικονογραφία και το ύφος της δυτικής τέχνης, ιδιαίτερα μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Τούρκους το 1453»προσθέτει η κυρία Δρανδάκη, η οποία είναι επιμελήτρια της Βυζαντινής Συλλογής του Μουσείου Μπενάκη.
Σύμφωνα με τις ιστορικές πηγές, από τον 14ο ως το τέλος του 15ου αιώνα 130 ζωγράφοι εργάζονταν στον Χάνδακα- σημερινό Ηράκλειο-, ενώ τον 16ο αιώνα αναφέρονται 150. Κατά τα βυζαντινά πρότυπα μάλιστα ήταν οργανωμένοι σε συντεχνίες, όπως συνέβαινε και με τους άλλους επαγγελματίες, ονομάζονταν δε « Σχολή Αγίου Λουκά των ζωγράφων ή «Αδελφότητα του Αγίου Λουκά των ζωγράφων», δηλαδή ήταν αφιερωμένοι στον ευαγγελιστή, ο οποίος ήταν κατά την παράδοση ομότεχνός τους. Αλλωστε και αυτοί ως απλοί επαγγελματίες αντιμετωπίζονταν καθώς δεν φαίνεται να κατείχαν ιδιαίτερη θέση στην κοινωνία της εποχής.

Οι ζωγράφοι

Ο Άγγελος, ο Ανδρέας Ρίτζος και ο γιος του Νικόλαος, ο Ανδρέας Παβίας και ο Νικόλαος Τζαφούρης ήταν οι σημαντικότεροι ζωγράφοι του 15ου αιώνα, ενώ σε αυτούς πρέπει να προστεθούν κατά τον 16ο αιώνα ο Ευφρόσυνος, ο Θεοφάνης, ο Μιχαήλ Δαμασκηνός, ο Νικόλαος Κλόντζας και άλλοι. Κύριο μέσο της έκφρασής τους ήταν η εικόνα, αντικείμενο ευλάβειας που εξυπηρετούσε την ιδιωτική αλλά και τη δημόσια ευσέβεια, βρίσκοντας τη θέση της τόσο σε εκκλησίες και μοναστήρια όσο και σε σπίτια. Είναι γνωστό μάλιστα ότι πολλοί πλούσιοι αστοί ή ευγενείς του Χάνδακα στόλιζαν με εικόνες τους χώρους εργασίας ή τις οικίες τους, κατέχοντας συχνά ολόκληρες συλλογές.
Έλληνες και Βενετοί της Κρήτης, αστοί, ευγενείς ή χωρικοί, χριστιανοί και καθολικοί, ιδιώτες ή εκκλησίες ήταν οι παραγγελιοδότες των εικόνων. Χωρίς να λείπουν οι παραγγελίες και από άλλες περιοχές του ελληνικού χώρου αλλά και του μεσογειακού. Και όπως είναι φυσικό ο παραγγελιοδότης καθόριζε, σε μεγάλο βαθμό, την εικονογραφία των έργων. Οσο για τους δημιουργούς, από μια εποχή και μετά έχοντας πλέον επίγνωση του ταλέντου τους, τα υπέγραφαν και όταν επρόκειτο να ταξιδέψουν μακριά από την Κρήτη, πρόσθεταν περήφανα δίπλα στο όνομά τους τις λέξεις «de Candia».
 
Η Δύση
Η ιδιαίτερη ικανότητα των κρητικών ζωγράφων, αυτή που δημιούργησε τον ξεχωριστό χαρακτήρα τους αλλά και διεύρυνε την πελατεία τους ήταν η συνέχιση της βυζαντινής κληρονομιάς και ταυτόχρονα η αφομοίωση στοιχείων της δυτικοευρωπαϊκής ζωγραφικής. Αλλά πώς τη γνώρισαν; Βασική «πηγή» τους ήταν τα καθολι κά μοναστήρια και οι εκκλησίες του Χάνδακα όπου υπήρχαν έργα σημαντικών βενετών ζωγράφων, ακόμη και φλαμανδών. Από τον 16ο αιώνα, εξάλλου, η δυτική τέχνη φθάνει στην Κρήτη και με τα χαρακτικά έργα που σημειώνουν ευρεία διάδοση. Δημιουργίες ευρωπαίων καλλιτεχνών έμπαιναν και χάρη στη χαμηλή τιμή τους σε κάθε σπίτι, ενώ τα θέματά τους δεν ήταν μόνο θρησκευτικά αλλά και κοσμικά.
Μέσα σε αυτή την καλλιτεχνική ατμόσφαιρα και στον συγκερασμό δύο κόσμων θα γεννηθεί ο Δομήνικος Θεοτοκόπουλος. Δεν ξεπήδησε από το πουθενά, αντίθετα αναδείχθηκε πρώτος μέσα από ένα ζωντανό καμίνι δημιουργίας τριών και πλέον αιώνων.

Ο δάσκαλος

Άγνωστος παραμένει ακόμη και σήμερα ο δάσκαλος του νεαρού Δομήνικου Θεοτοκόπουλου που γεννήθηκε το 1541 σε μία μάλλον εύπορη οικογένεια του Χάνδακα. Σύμφωνα με τους μελετητές του έργου του, όμως, θα πρέπει αυτός ο δάσκαλος να ήταν ένας από τους καλύτερους της πόλης. Πόσο μάλλον που οι εικόνες του, όπως λένε οι ειδικοί, παρουσιάζουν συνάφειες με έργα του Θεοφάνη, του Μιχαήλ Δαμασκηνού και ιδιαιτέρως του Γεωργίου Κλόντζα, ο οποίος ήταν εκφραστής και της βυζαντινής και της δυτικής τεχνοτροπίας. Το βέβαιο είναι ότι ο Δομήνικος αναφέρεται από το 1563 ως «μαΐστρος» στον Χάνδακα, σύμφωνα με έγγραφο που βρίσκεται στα Αρχεία της Βενετίας. Ενα άλλο έγγραφο εξάλλου που χρονολογείται τρία χρόνια αργότερα, αναφέρει ότι ο ζωγράφος θέλησε να πουλήσει μία εικόνα του- το «Πάθος Κυρίου»- αντί 70 χρυσών δουκάτων, τιμή πολύ υψηλή για νέο καλλιτέχνη. Θεωρείται μάλιστα ότι τα χρήματα από την πώληση αυτής ακριβώς της εικόνας αξιοποιήθηκαν από τον Θεοτοκόπουλο προκειμένου να καλυφθούν τα έξοδα για την εγκατάστασή του στην Ιταλία το 1568 ή και νωρίτερα.

Σήμερα όλοι αναγνωρίζουν τη σπουδαιότητα των πρώτων χρόνων μαθητείας και εργασίας του Δομήνικου Θεοτοκόπουλου στην Κρήτη και τη σημασία τους για τη μετέπειτα εξέλιξή του. Και αυτό ακριβώς αναδεικνύεται στην έκθεση του Ωνάσειου Πολιτιστικού Κέντρου στον αριθμό 645 της Πέμπτης Λεωφόρου στη Νέα Υόρκη. Για τη διοργάνωσή της συνεργάστηκαν το Μουσείο Μπενάκη και η Ιερά Αρχιεπισκοπή Κρήτης ενώ η χρηματοδότηση έγινε από το Κοινωφελές Ιδρυμα Αλέξανδρος Σ. Ωνάσης. Τα εγκαίνια θα γίνουν από τον υπουργό Πολιτισμού κ. Παύλο Γερουλάνο παρουσία του προέδρου του Ιδρύματος Ωνάση κ. Αντώνη Παπαδημητρίου και των συνδιοργανωτών της έκθεσης, κυρίας Αιμιλίας Γερουλάνου, προέδρου του Μουσείου Μπενάκη, και του Αρχιεπισκόπου Κρήτης κ. Ειρηναίου. Την έκθεση θα συνοδεύει έγχρωμος κατάλογος 132 σελίδων με τα έργα και κείμενα της δρος Αναστασίας Δρανδάκη, της καθηγήτριας Βυζαντινής Αρχαιολογίας του Πανεπιστημίου Κρήτης δρος Ολγας Γκράτσιου και του ομότιμου καθηγητή Ιστορίας της Τέχνης στο Πανεπιστήμιο Κρήτης, ειδικού στον Ελ Γκρέκο, δρος Νίκου Χατζηνικολάου. Η έκθεση θα διαρκέσει ως τις 27 Φεβρουαρίου 2010.

Πηγή: Το Βήμα, Μ. Θερμού, 6/12/09