Νέα, σημαντικά τμήματα του τείχους της Βεργίνας, τα οποία αποτελούν την καλύτερη σωζόμενη οχύρωση της Μακεδονίας, έφερε στο φως η πανεπιστημιακή ανασκαφή του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης (ΑΠΘ) στο τείχος της αρχαίας πόλης, υπό τον Αν. Καθηγητή Παναγιώτη Φάκλαρη, κατά τη φετινή ανασκαφική περίοδο η οποία ολοκληρώθηκε χθες, Τετάρτη 25 Νοεμβρίου.

Πρόκειται για ένα από τα πλέον αξιόλογα σε κατάσταση διατήρησης τμήματα του τείχους, της αρχαίας πόλης που το Α.Π.Θ. ερευνά στη Βεργίνα. Στο ΒΑ τμήμα του οχυρωματικού περιβόλου, που βρίσκεται στον ιδιόκτητο αγρό Μπέλα, όπου επικεντρώνονται οι εργασίες της ομάδας του Αν. Καθηγητή Π. Φάκλαρη τα τελευταία χρόνια, το τείχος αποκαλύπτεται διατηρημένο σε εξαιρετική κατάσταση και σημαντικό ύψος έως 1,90 μ.
Στο σημείο αυτό, η ανασκαφική ομάδα δίνει αγώνα με τις επιχώσεις, καθώς το βάθος στο οποίο αποκαλύπτεται το τείχος, συχνά υπερβαίνει τα 4,5 μ., λόγω του όγκου των φερτών υλών που σώρευσε πάνω του ένας χείμαρρος που έδρασε καταστροφικά κατά την αρχαιότητα. Στο γεγονός αυτό ωστόσο, οφείλεται η καλή κατάσταση του μνημείου, καθώς οι τεράστιες αυτές επιχώσεις το προστάτευσαν από τη φυσική και την ανθρώπινη φθορά.

Με τα μεταπύργια να φθάνουν το εντυπωσιακό πάχος των 2,80 μ. και ενίσχυση κατά διαστήματα από στιβαρούς ορθογώνιους και ημικυκλικούς πύργους, το τείχος αυτό ήταν σαφώς κατασκευασμένο με πρόνοια για την αντιμετώπιση, αλλά και την εγκατάσταση πολεμικών μηχανών. Η άνοδος στους πύργους και τις επάλξεις γινόταν με χτιστές κλίμακες, πέντε από τις οποίες έχουν ήδη ερευνηθεί.

Δίπλα σε πύργους, καλυμμένες από την ημικυκλική προβολή τους, βρέθηκαν πυλίδες που χρησίμευαν για εξόδους αιφνιδιασμού του εχθρού. Σε όλο το αποκαλυφθέν τμήμα του τείχους, διαπιστώθηκε η ενσωμάτωση στην κατασκευή του, οικοδομικού υλικού σε δεύτερη χρήση, προερχόμενου από άγνωστα, κατεστραμμένα δημόσια κτίρια της πόλης.

Από το πλίνθινο αυτό τείχος, σώζεται η λίθινη υποδομή του, δομημένη κατά το έμπλεκτον σύστημα, με μέτωπα από αδρά δουλεμένους ασβεστόλιθους ή πώρινους γωνιόλιθους και γέμισμα με αδούλευτες ντόπιες πέτρες. Στα μέτωπα έχει χρησιμοποιηθεί ακανόνιστο σύστημα τοιχοδομίας, με ευρύτερη χρήση μεγάλων εγγώνιων πωρολίθων στο εξωτερικό μέτωπο και κυρίως στους πύργους και τις πύλες, ενώ στο εσωτερικό κυριαρχούν οι μικρότερες ντόπιες πέτρες.

Όλα τα αρχιτεκτονικά χαρακτηριστικά του τείχους, αλλά και τα ανασκαφικά στοιχεία, με στρωματογραφημένο το σύνολο του αποκαλυφθέντος τμήματος του περιβόλου, ομόφωνα οδηγούν στο συμπέρασμα ότι η κατασκευή του ανάγεται στα χρόνια της βασιλείας του Κασσάνδρου, και συγκεκριμένα μετά τις αρχές του 3ου αι. π.Χ., εποχή κατά την οποία η Μακεδονία γνωρίζει μια ταραχώδη περίοδο, εμφύλιων συγκρούσεων και εξωγενών επεμβάσεων. Η γεωγραφική θέση της πιερικής αυτής πόλης, πάνω στον αμαξιτό δρόμο που οδηγούσε από τα λιμάνια της Πύδνας και της Μεθώνης προς την Άνω Μακεδονία, καθιστούσε απαραίτητη την οχύρωσή της για την εξασφάλιση και τον έλεγχο της σημαντικής αυτής διάβασης.

Πέρα από την αποκάλυψη του σπουδαίου αυτού μνημείου, ένα πλήθος, ποικίλων κινητών ευρημάτων συμπληρώνει την εικόνα της ζωής του οικισμού, κυρίως κατά το 2ο και 1ο αι. π.Χ. Ιδιαιτέρως αξιόλογο εύρημα της φετινής ανασκαφικής περιόδου αποτελεί μεγάλο σύνολο απανθρακωμένων σπόρων από όσπρια, δημητριακά και κουκούτσια ελιάς, από τροφικά κατάλοιπα της εποχής αυτής.

Πηγή: Ναυτεμπορική, 26/11/09

http://www.naftemporiki.gr/t+z/story.asp?id=1746837