Η ιδέα γεννήθηκε στο στούντιο της France Culture: αρχές 2004, ο Alain Veinstein, παραγωγός του γαλλικού ραδιοφωνικoύ σταθμού, έχει την ιδιοφυή ιδέα να καλέσει στη βραδινή του εκπομπή τέσσερις σύγχρονους καλλιτέχνες να επιλέξουν και να σχολιάσουν ένα έργο της αρεσκείας του από την ιλιγγιώδη συλλογή του μουσείου του Λούβρου (Δυτική τέχνη από τον Μεσαίωνα έως το 1848, ελληνορωμαϊκές αρχαιότητες, ετρουσκική και ισλαμική τέχνη). Για τους νεαρούς ανερχόμενους σταρ της γαλλικής σκηνής πρόκειται για μια μοναδική ευκαιρία να μιλήσουν για τα έργα που τους σημάδεψαν, να αποκαλύψουν τις κρυφές αγάπες τους, τις εκλεκτικές συγγένειες του έργου τους με την τέχνη του παρελθόντος. Για τους δε ακροατές, σίγουρα τεχνόφιλους αλλά όχι απαραίτητα θαμώνες των παριζιάνικων γκαλερί, για μια καλοστημένη μύηση/περιήγηση στον συχνά δυσπρόσιτο κόσμο των δημιουργών της εποχής τους. Επιπλέον, η εν λόγω μηνιαία ραδιοφωνική συνάντηση τους έφερνε σε επαφή με έναν ελκυστικό τρόπο με αναγνωρίσιμα αλλά όχι απαραίτητα γνωστά έργα λαμπρών εκπροσώπων του καλλιτεχνικού πάνθεον, από τον Πουσέν, τον Φραγκονάρ, τον Ζερικώ και τον Ντελακρουά, έως τη γαλλική γλυπτική του 17ου αιώνα ή την εντυπωσιακή συλλογή αντικειμένων τέχνης και επίπλων του 18ου αιώνα του μουσείου…
Η μαγική συνταγή δεν άργησε να τραβήξει την προσοχή των επιμελητών και της διεύθυνσης του «Μεγάλου Λούβρου». Και όχι μόνο! Τρεις μήνες μετά την πρώτη εκπομπή του πολιτιστικού σταθμού, άνοιξη 2004, ξεκινάει μια πρωτοφανής επιχείρηση «εμβολιασμού» των μεγάλων ιστορικών συλλογών των βαρέων πυροβολικών της μουσειακής Γαλλίας με «σύγχρονο» (νέο) καλλιτεχνικό αίμα. Πρωτοστατεί το Λούβρο, με μια σειρά από «καλεσμένους», των οποίων το έργο συνδιαλέγεται με κάποιον τρόπο με την εκάστοτε περιοδική έκθεση του μουσείου: με την ευκαιρία για παράδειγμα μιας έκθεσης γύρω από τον πίνακα του Ντελακρουά Η Βάρκα του Δάντη (1822), ο Μιγκέλ Μπαρσελό καλείται να δείξει τις ακουαρέλες του για την εικονογράφηση της Θείας Κωμωδίας του Δάντη.

«Επέμβαση»

Ο Γάλλος καλλιτέχνης Φρανσουά Ρουάν «επεμβαίνει» στην έκθεση του μεγάλου Ιταλού γλύπτη της γαλλικής αυλής του 16ου αι., Πριματίς (1504-1570), ο Βραζιλιάνος Tunga δημιουργεί ένα έργο ειδικά για την έκθεση του Oλλανδού Franz Post πάνω στη Βραζιλία του 19ου, ενώ ο Αμερικανός Μάικ Κέλυ καλείται να προτείνει ένα έργο -θα στήσει μια σύνθετη εγκατάσταση με βίντεο, σχέδια και ζωγραφική- που να συνδιαλέγεται με την έκθεση «Οι Αμερικανοί καλλιτέχνες και το Λούβρο» (2006), που παρουσίαζε κυρίως Αμερικανούς ζωγράφους του 19ου αι.
Τη σκυτάλη θα πάρουν διαδοχικά οι Βερσαλλίες, το Musee d’Orsay, το μουσείο του γλύπτη Μπουρντέλ, το μουσείο του Κάστρου του Φοντενμπλό που ξεκινάει μια συνεργασία με το Παλέ ντε Τοκιό, και αρκετοί άλλοι. Η φόρμουλα λειτουργεί καταπληκτικά, αρκεί το ενδιαφερόμενο μουσείο να την προσαρμόσει στις ανάγκες και την ιδιαιτερότητα των συλλογών και του κοινού του. Το Ορσέ σε διάστημα τεσσάρων χρόνων (2004-2008) καλεί γύρω στους 24 καλλιτέχνες να επιλέξουν ένα έργο από τη συλλογή του κι ένα δικό τους και να τα φέρουν αντιμέτωπα μπροστά στο βλέμμα του κοινού: Γκουστάβ Κουρμπέ-Τόνυ Ούρσλερ, Εντουάρ Μανέ-Αντονυ Κάρο, Βαν Γκογκ-Μπράνκο Ντιμιτρίεβιτς… Στις Βερσαλλίες, τα βήματα γίνονται αργά και σταθερά. Ξεκινώντας δειλά δειλά την ίδια πάντα χρονιά (2004) με κάποιες μεμονωμένες επεμβάσεις σύγχρονων καλλιτεχνών στους εξωτερικούς κυρίως χώρους του κάστρου (Versailles off), και μια ιδιαίτερα επιτυχημένη «Λευκή Νύχτα» τον Οκτώβρη 2007 (ετήσια εκδήλωση κατά την οποία η πόλη και τα μουσεία της «ξαγρυπνούν» καλλιτεχνικά για μια ολόκληρη νύχτα), το μεγαλοπρεπές παλάτι του φιλότεχνου Λουδοβίκου του 14ου, τολμάει πέρυσι την πιο τολμηρή, όσο και δυναμική επικοινωνιακά, κίνηση στην ιστορία του: αψηφώντας επιμελώς και επισταμένως τις γκρίνιες των συντηρητικών πολέμιων κάθε είδους διαχρονικών αμαλγαμάτων, οι Βερσαλλίες ανοίγουν τα μεγαλοπρεπή και πολύτιμα Μεγάλα Διαμερίσματα του Βασιλιά και της Βασίλισσας, το Σαλόνι της Αφθονίας, την Galerie des Glaces και τον Πορτοκαλεώνα, στον βασιλιά του σύγχρονου κιτς, Τζεφ Κουνς.
Το αποτέλεσμα είναι εντυπωσιακό, θεαματικό, επιτυχημένο. Η βαριά, ξεθωριασμένη μπαρόκ χλιδή της διακόσμησης του βασιλικού σατώ μοιάζει να ανακτά ξαφνικά μια εφήμερη λάμψη, αντανακλώμενη στα κιτσάτα γυαλιστερά γλυπτά του Αμερικανού καλλιτέχνη. Σε όσους σοκάρονται μπροστά στην έκδηλη χυδαιότητα των υπερμεγέθων φουσκωτών λαγών, αστακών, βάζων, γλυπτών Μάικλ Τζάκσον και λοιπών ροζ πανθήρων, και τα 1,3 εκατ. ευρώ κόστος, οι επιμελητές απαντούν: «Ο Τζεφ Κουνς στις Βερσαλλίες είναι μια μοναδική στιγμή για το Κάστρο των Βερσαλλιών που έχει την ευκαιρία να συνδεθεί και πάλι με τους καλλιτέχνες της εποχής του». Αν έχετε, μ’ άλλα λόγια, να πάτε στις Βερσαλλίες από παιδί, όταν γονείς και δασκάλοι σας τραβολόγησαν σε μια βαρετή βόλτα στους ατελείωτους κλειστοφοβικούς διαδρόμους, ο Τζεφ Κουνς είναι εδώ για να σας διασκεδάσει. Ποιος δεν θα ήθελε να ξαναδεί με «νέα» μάτια το κρεβάτι και το μπουντουάρ της Μαρίας Αντουανέτας, να διασκεδάσει με τις ταπετσαρίες και τις αινιγματικές τοιχογραφίες των διαδοχικών δωματίων;

Κόστος 2 εκατ. ευρώ

Η επιτυχία της επιχείρησης Βερσαλλίες/Κουνς οδήγησε τον Ζαν Ζακ Αγιαγκόν, πρώην υπουργό Πολιτισμού και νυν διευθυντή του μουσείου, στη θεσμοθέτηση του καλλιτεχνικού ραντεβού: ο φετινός καλεσμένος του σατώ, Ξαβιέ Βεγιάν (13.09.09-13.12.09), παρόν ας σημειώσω σ’ εκείνη την πρώτη προφητική εκπομπή της France Culture και ταλαντούχος εκπρόσωπος της νέας γενιάς Γάλλων καλλιτεχνών, κλήθηκε αυτή τη φορά να δημιουργήσει έργα ειδικά για την περίσταση. Το κόστος παραγωγής ανέβηκε στα 2 εκατ. ευρώ (εκ των οποίων το μουσείο καλύπτει μόνο τις 200.000), αλλά η ποιότητα του αισθητικού αποτελέσματος (οκτώ γλυπτά κυρίως έργα διάσπαρτα στις αίθουσες και τους κήπους), παρά τις αναμφισβήτητες ικανότητες του Βεγιάν, απογοήτευσε αρκετούς από εμάς που κάναμε το ταξίδι. Η υπερβολικά «σοφιστικέ» προσέγγιση ενός καλλιτέχνη που διερευνά ζητήματα προοπτικής και αντίληψης των μορφών στον χώρο, σαν να πνίγηκε αυτή τη φορά κάτω από το βάρος του απολιθωμένου μνημείου.
Το Λούβρο από την πλευρά του, όχι μόνο δεν δίστασε να συστηματοποιήσει τις επισκέψεις σύγχρονων καλλιτεχνών στη συλλογή του, αλλά φρόντισε να λάβει και τα μέτρα του: προκειμένου να διασφαλίσει ένα συνεπή και αξιόπιστο προγραμματισμό, η διεύθυνση του μουσείου κάλεσε μια επιμελήτρια που γνωρίζει καλά τη σύγχρονη τέχνη (Μαρί Λωρ Μπερναντάκ) να αναλάβει να επιμεληθεί επίσημα το εν λόγω πρωτοποριακό άνοιγμα. Πέρα από τις περιοδικές εκθέσεις, στις αίθουσες και τους κήπους του Λούβρου μπορείτε να συναντήσετε πρωτοπόρους περφόρμερ και χορευτές (πρόσφατα οι Γκάρυ Χιλ, Κρίστιαν Μάρκλευ, Ελιάν Ραντίγκ, Ρομπίν Ορλύν), ενώ στο Αμφιθέατρο παρουσιάζονται τακτικά σημαντικοί μουσικοί και κινηματογραφιστές της σύγχρονης διεθνούς σκηνής. Στόχος του μουσείου, διαβάζουμε στα δελτία τύπου, είναι να «επανενεργοποιήσει το καλλιτεχνικό βλέμμα στις συλλογές του», να «επανεισάγει το ζητούμενο της τέχνης και της δημιουργίας σε ένα μουσείο που αναδιαμορφώνεται συνεχώς». Ή αλλιώς, να πάψει να λειτουργεί κατά κύριο λόγο ως τουριστικός ή επιμορφωτικός σχολικός προορισμός, προσελκύοντας ένα νεανικό κοινό που αναζητά να δει τέχνη που το αφορά πιο άμεσα. Για τους καλλιτέχνες (βλ. Μπολτάνσκι, Μαουρίτσιο Κατελάν, Γκάρυ Χιλ, Μάικ Κέλυ, Γιαν Φαμπρ, Ροντινόνε) μια έκθεση στο Λούβρο είναι όχι μόνο καλλιτεχνική πρόκληση, αλλά και μοναδική ευκαιρία να δείξουν το έργο τους στο μεγάλο κοινό, στα εκατοντάδες μάτια που διασχίζουν το κατώφλι της γυάλινης πυραμίδας του Πέι κάθε μέρα.

Nέον στις πέτρινες τάφρους

Αν βρεθείτε στο Παρίσι αυτόν τον χειμώνα, κάντε μια βόλτα στο Λούβρο και μην ξεχάσετε να επισκεφθείτε τα μεσαιωνικά τείχη του μουσείου. Ο Αμερικανός πρωτοπόρος της εννοιολογικής τέχνης Joseph Kosuth (1945-) έχει απλώσει πάνω στις πέτρινες τάφρους δεκαπέντε νέον επιγραφές, αποσπάσματα ενός ποιητικού κειμένου γύρω από την περίπλοκη σχέση της Ιστορίας με την Αρχαιολογία και την παρουσία του σημερινού θεατή. Η έκθεση «Ούτε φαίνεσθαι ούτε αυταπάτη» (22.10.09 – 21.06.10) μας καλεί να σκεφτούμε πάνω στην ίδια τη διαδικασία της όρασης και άρα της σχέσης μας με την τέχνη, στη διαφορά ανάμεσα στο βλέπω και το κοιτάζω, στην ικανότητά μας να μεταφράζουμε τις εικόνες σε νοήματα. Χάρη στην «επέμβαση» της σύγχρονης τέχνης, το ίδιο το μουσείο ζωντανεύει ξαφνικά στα μάτια μας, καθώς εκτίθεται και «μας» ξανασυστήνεται, αυτή τη φορά ως αρχιτεκτόνημα με τη δική του «αόρατη» ιστορία, αχανής γλυπτο-πινακοθήκη, βαριά πολιτιστική μηχανή, μνημείο.

Πηγή: Καθημερινή, Β. Θεοδωροπούλου, 22/11/09
http://news.kathimerini.gr/4dcgi/_w_articles_civ_1_22/11/2009_362011