H ζωγραφική ήταν από τους αρχαίους Έλληνες και τους Ρωμαίους πιο περιζήτητη από τη γλυπτική. Οι παραστάσεις σε καμβά θεωρούνταν ανώτερες από τις τοιχογραφίες, οι οποίες εκλαμβάνονταν ως ιδιαίτερα διακοσμητικού χαρακτήρα. Ωστόσο, ούτε ένας πίνακας σε καμβά, όπως εκείνοι που περιγράφονται από τον Πλίνιο τον Πρεσβύτερο στην εγκυκλοπαιδική Φυσική Ιστορία του (1ος αι. μ.Χ), δεν έχει διασωθεί μέχρι τις μέρες μας. Κατά συνέπεια, σε ό, τι αφορά την κατανόηση της ρωμαϊκής ζωγραφικής, είμαστε, όπως φαίνεται, καταδικασμένοι να διαθέτουμε μόνο το μισό της ιστορίας.

Σήμερα, μια διεθνής ομάδα ειδικών με επικεφαλής τον Eugenio La Rocca έρχεται αντιμέτωπη με τον σκόπελο αυτόν της έρευνας μέσα από την έκθεση «Ρώμη: Η ζωγραφική μιας Αυτοκρατορίας» (Roma: La pittura di un Impero). Στην έκθεση συγκεντρώνονται πάνω από 100 από τα καλύτερα και πιο χαρακτηριστικά σωζόμενα παραδείγματα της ρωμαϊκής ζωγραφικής, στην πλειοψηφία τους τοιχογραφίες, και ταυτόχρονα προτείνοντας άποψη για μια ευρύτερη εικόνα της ζωγραφικής στον αρχαίο κόσμο παρά τις απώλειες. Καλύπτοντας χρονολογικά παραπάνω από τέσσερις αιώνες, τα έργα αυτά απεικονίζουν τα βασικά θεματικά είδη της ρωμαϊκής εικονογραφίας, από τη ζωγραφική μυθολογικών, θρησκευτικών και φυσικών θεμάτων μέχρι τη νεκρή φύση, το γυμνό και την προσωπογραφία, προσφέροντας μια συνολική άποψη ασυνήθιστων βλέψεων για μία μόνη έκθεση.

Αν και δεν διαθέτουμε πραγματικά δείγματα από αρχαίους πίνακες, τέτοιοι εικονογραφούνται σε μια σειρά από τοιχογραφίες. Στην πρώτη αίθουσα της έκθεσης, μια τοιχογραφία από τον Οίκο των Criptoportico στην Πομπηία περιέχει δύο παραδείγματα – μια θρησκευτική σκηνή και μια νεκρή φύση που περιλαμβάνει ένα καλάθι με φρούτα και έναν ζωντανό πετεινό – όπου ένα σύστημα από ξύλινες πόρτες αναδιπλώνεται ψευδαισθητικά (trompe l’oeil) για να αποκαλύψει τις εικόνες. Επίσης, εδώ υπάρχουν μερικά κλασικά παραδείγματα μυθολογικών σκηνών – επεισόδια της Οδύσσειας του Ομήρου – από τη Ρώμη και την Πομπηία, τα οποία εμφανίζουν επιδέξιο χειρισμό του τοπίου και της ζωγραφικής εικόνας. Ειδικότερα, οι καλλιτέχνες έχουν συμπεριλάβει σκιές των αντικειμένων και των δέντρων, ένα χαρακτηριστικό πιο κοινό από ό, τι συνήθως πιστεύεται.

Στον Ιούλιο Καίσαρα αποδίδεται η έναρξη της μόδας των δημοσίων εκθέσεων έργων τέχνης και από τον πρώτο αιώνα μ.Χ. υπήρχαν στην πρωτεύουσα εκατοντάδες έργα γνωστών Ελλήνων καλλιτεχνών. Ο Πλίνιος ο Πρεσβύτερος είχε σίγουρα την ευκαιρία να μελετήσουν έργα πάνω από τριάντα Ελλήνων καλλιτεχνών, τους οποίους αναφέρει στη Φυσική Ιστορία του. Αν και η τοιχογραφία μπορεί να θεωρηθεί περισσότερο τεχνική παρά τέχνη, πολλοί από τους λειτουργούς της ήταν Έλληνες και οι πιο εξελιγμένα από εκείνους αντλούσαν έμπνευση από τους σήμερα χαμένους πίνακες.

Το τοπίο ήταν μια σταθερή παρουσία στη ρωμαϊκή ζωγραφική. Ο Βιτρούβιος παραθέτει ως τυπικά στοιχεία: «λιμάνια, ακρωτήρια, θαλάσσιες ακτές, ποταμούς, σιντριβάνια, στενά, ελαιώνες, βουνά, βοοειδή και βοσκούς…». Ο Πλίνιος απέδωσε την εφεύρεση αυτού του ύφους της ζωγραφικής στον Studius (ή Ludius), αν και εκείνος αντί να εφεύρει, φαίνεται να είχε φέρει το είδος σε μία νέα τελειότητα. Αυτός ο καλλιτέχνης θα μπορούσε κάλλιστα να ήταν υπεύθυνος για τα θαυμάσια τοπία που βρέθηκαν στη Villa della Farnesina στις όχθες του Τίβερη, ουσιαστικά τμήματα των οποίων μπορούμε να δούμε εδώ.

Ζωγραφισμένα εναλλάξ σε απλό άσπρο και μαύρο φόντο, πλαισιωμένα από αρχιτεκτονικά μοτίβα αποδοσμένα εξαιρετικά λεπτά στην τεχνοτροπία της ψευδαίσθησης (trompe l’oeil), τα τοπία, τα κτίρια, και οι εικόνες ανθρώπων και ζώων είναι όλα σκιαγραφημένα με επιτήδειες ιμπρεσιονιστικές πινελιές σε παστέλ χρώματα, δημιουργώντας ένα σχεδόν ονειρικό αποτέλεσμα. Κάποτε όλα αυτά κοσμούσαν διαδρόμους και τα τοιχώματα μιας τραπεζαρίας. Ο άριστος φωτισμός που παρέχεται στην έκθεση κάνει τις τοιχογραφίες ευανάγνωστο με τρόπο που αποζημιώνει τον επισκέπτη, αν και ιδωμένες κάτω από το τρεμάμενο φως από τις λάμπες πετρελαίου στην αρχική τους θέση, θα ήταν ακόμη πιο φευγαλέα μαγικές.

Ήρεμα τοπία αντικατόπτριζαν την ειρήνη και την ευημερία που επιβλήθηκε από τον αυτοκράτορα Αύγουστο και τους διαδόχους του, μετά από δεκαετίες εμφυλίων συγκρούσεων στον πρώιμο πρώτο αιώνα π.Χ. Αυτό άλλωστε αντικατοπτρίζει η δημοτικότητα των θεμάτων νεκρής φύσης με άφθονα φρούτα, ψάρια και πουλερικά, ένα άλλο ελληνικό είδος που είχε τις ρίζες του στα “ξένια”, την ποικιλία από φρούτα που παρουσιαζόταν από ευγένεια στους επισκέπτες κατά την υποδοχή.

Ακόμη πιο «εξωστρεφείς» ήταν οι τοιχογραφίες του Διονύσου, που συχνά διακοσμούσαν τραπεζαρίες, και οι οποίες απέδιδαν φόρο τιμής στα τρόφιμα, το κρασί και τον ευχάριστο ηδονιστικό κόσμο του μύθου. Οι μυθολογικές σκηνές αποτελούσαν ενδεχομένως ευκαιρία για την απεικόνιση γυμνών μορφών, μερικές εξευγενισμένες εκδόσεις των οποίων εκτίθενται εδώ.

Τα περισσότερα ευρήματα απ’ όσα έχουν έρθει στο φως στις πόλεις της κοιλάδας του Βεζούβιου δημιουργούνταν με τη χορηγία ατόμων όχι ιδιαίτερα εύπορων, κάτι που αντικατοπτρίζεται στο χαμηλό επίπεδο της τέχνης. Μια εκπληκτική εξαίρεση εδώ είναι ένα πιο περίτεχνο δείγμα δημόσιας ζωγραφικής από το Herculaneum (Ηράκλειο): μια μυθολογική σκηνή του Ηρακλή – πολιούχου θεότητας της πόλης – και του γιου του, Τήλεφου, σε ένα Augusteum, ναού για τη λατρεία του αυτοκράτορα. Το μοντέλο ήταν προφανώς ένα έργο από την Ελληνική Πέργαμο και η γλυπτική ποιότητα των στοιχείων, η κομψή πτυχολογία, η διαχείριση της λεπτομέρειας αλλά και ολόκληρη η σύνθεση, δίνουν μια δελεαστική ιδέα για το πώς θα πρέπει να έμοιαζαν οι καλύτεροι αρχαίοι πίνακες. Και πάλι, τα πρότυπα αυτά δεν ξεπεράστηκαν μέχρι και την Αναγέννηση.

Οι φυσιογνωμίες των πρωταγωνιστών της τοιχογραφίας του Herculaneum, ήταν φανερά τυποποιημένες, όπως θα ταίριαζε σε μια αλληγορική εικόνα. Γνωρίζουμε όμως από φιλολογικές πηγές πόσο σημαντική ήταν δημιουργία εξατομικευμένων προσωπογραφιών στον ρωμαϊκό αυτοκρατορικό κόσμο. Μια αξιοσημείωτη επιβίωση αυτού του είδους της προσωπογραφίας αντιπροσωπεύεται από τα νεκρικά πορτραίτα του Fayum από την Αίγυπτο, εικόνες ζωγραφισμένες σε ξύλο, οι οποίες στη συνέχεια τοποθετούνταν επάνω από τα πρόσωπα των ταριχευμένων «αντικειμένων» τους. Διατηρημένα ανέπαφα από τις συνθήκες της ερήμου, μερικά από τα πιο σημαντικά παραδείγματα τέτοιων πορτραίτων, που προέρχονται από ευρωπαϊκές συλλογές εκτίθενται εδώ ως δάνεια.

Τα πορτραίτα Fayum εικονογραφούνταν στην Αίγυπτο για ένα διάστημα τεσσάρων αιώνων, και είχαν διαρκώς ως «αντικείμενα» διάφορα μέλη της ρωμαϊκής αυτοκρατορικής ελίτ (συμπεριλαμβανομένων των διαχειριστών, των εφοπλιστών και των ανώτερων αξιωματικών του στρατού), όπως αποδεικνύεται από τα ενδύματα, την κόσμηση και τις κομμώσεις τους – όλα σύμφωνα με την μόδα της άρχουσας οικογένειας και των υψηλότερων κλιμακίων της ρωμαϊκής κοινωνίας. Το γεγονός ότι αυτό το υψηλό επίπεδο στα πορτραίτα, απαράμιλλο μέχρι την Αναγέννηση, δεν ήταν απλώς ένα τοπικό φαινόμενο, υποστηρίζεται εδώ από την παρουσία μερικών πολύ σπάνιων μικρογραφιών από την ίδια την ιταλική χερσόνησο, οι οποίες διατηρήθηκαν διότι ήταν χαραγμένες και ζωγραφισμένες σε χρυσό και καλύφθηκαν από γυαλί.

Η έκθεση “Roma: La pittura di un Impero”, Ρώμη, Scuderie del Quirinale, θα διαρκέσει μέχρι και τις 17 Ιανουαρίου 2010.

Πηγή: New York Times, Roderick Conway Morris, 6/11/09
http://www.nytimes.com/2009/11/07/arts/07iht-conway.html?_r=1

Ζ. Ξ.