«Ζωντανό Βυζάντιο, όπου στο πολυχρόνιο ακούγεται ακόμη το όνομα του αυτοκράτορα Ιουστινιανού και όπου το πρώτο γραπτό κείμενο δόθηκε από τον ίδιο το Θεό στα μόνα Θεοφάνια» χαρακτήρισε τη Μονή Αγίας Αικατερίνης του Σινά η πρύτανης κυρία Ελένη Αρβελέρ τη Δευτέρα το βράδυ, κατά την ομιλία της στην εκδήλωση που πραγματοποιήθηκε σε κεντρικό ξενοδοχείο με στόχο την ανεύρεση πόρων για την αναδιαμόρφωση της βιβλιοθήκης του μοναστηριού. Ενός ιερού τόπου ο οποίος υπήρξε το «συναπάντημα των τριών μονοθεϊσμών, του Ιουδαϊσμού, του Χριστιανισμού και του Ισλαμισμού, που χαρακτηρίζουν τους πολιτισμούς της Μεσογείου, όταν η Μεσόγειος μονοπωλούσε την παγκόσμια ιστορία» όπως επίσης τόνισε η κυρία Αρβελέρ.
Η εκδήλωση οργανώθηκε με πρωτοβουλία του Αμερικανικού Συνδέσμου του Ιδρύματος Αγία Αικατερίνη, το οποίο από το 1996 που συστάθηκε στο Λονδίνο έχει υλοποιήσει έργα υποδομής με κεντρικό πάντα άξονα την προστασία της μονής. Όπως έγινε μάλιστα γνωστό, τα σχέδια ανακαίνισης της βιβλιοθήκης έχουν εγκριθεί από το Ανώτατο Συμβούλιο Αρχαιοτήτων της Αιγύπτου και οι εργασίες πρόκειται να ξεκινήσουν στα τέλη του έτους ή στις αρχές του επομένου. Ο προϋπολογισμός τους είναι 4 εκατ. ευρώ.
Το αρχαιότερο στον κόσμο εν λειτουργία χριστιανικό μοναστήρι, με έτος ίδρυσης το 550, κατόπιν επιθυμίας του ίδιου του Ιουστινιανού, στους πρόποδες του όρους όπου κατά την Παλαιά Διαθήκη ο Μωυσής έλαβε από τον Θεό τις Δέκα Εντολές, είναι η Μονή Αγίας Αικατερίνης. Η θέση της, μεταξύ του Κόλπου του Σουέζ και του Κόλπου της Ακαμπα, υπήρξε ιδιαιτέρως σημαντική στο πέρασμα των αιώνων αφού η περιοχή δέχθηκε τις επιδράσεις πολλών πολιτισμών αλλά και τις επιδρομές πολλών κατακτητών. Η λειτουργία της ωστόσο ήταν αδιάλειπτη λόγω του σεβασμού που ενέπνευσε σε όλους, ενώ έχει χαρακτηριστεί Μνημείο Παγκόσμιας Πολιτιστικής Κληρονομιάς από την UΝΕSCΟ. Το σύνολο των ανυπολόγιστης αξίας χειρόγραφων κειμένων, τα οποία αποτελούν τη δεύτερη σε σημασία βιβλιοθήκη του είδους στον κόσμο (μετά την αντίστοιχη του Βατικανού), και η πληρέστερη συλλογή εικόνων διεθνώς, αρχίζοντας από την Παλαιοχριστιανική εποχή, τον 6ο αιώνα δηλαδή, που είναι και οι πρώτες σωζόμενες εγκαυστικές απεικονίσεις ιερών μορφών στον χριστιανικό κόσμο, καθιστούν τη μονή μοναδική.
Το γιγάντιο έργο της συντήρησης των περίπου 4.000 χειρογράφων μεγάλης ιστορικής σημασίας, το οποίο γίνεται με σημαντική οικονομική και τεχνική υποστήριξη από το Ίδρυμα Αγία Αικατερίνη, παρουσίασε ο κ. Δημήτρης Ντόντος, πρόεδρος του ιδρύματος στο Λονδίνο, παρουσία και του Αρχιεπισκόπου του Σινά κ. Δαμιανού. Το ίδρυμα οργανώνει παράλληλα την αναδιαμόρφωση και ανακαίνιση της ιστορικής βιβλιοθήκης, τη δημιουργία και τον εξοπλισμό σύγχρονου αναγνωστηρίου αλλά και εργαστηρίων συντήρησης και ψηφιοποίησης των χειρογράφων. Στο στάδιο της εξέτασης προσφορών βρίσκεται επίσης η κατασκευή 2.000 ειδικά μελετημένων ανοξείδωτων θηκών για τη φύλαξη των κυριοτέρων εγγράφων. Τέλος προγραμματίζεται αναβάθμιση της πυροπροστασίας όλης της μονής, σύμφωνα με μελέτες που ήδη ολοκληρώνονται.
Μνημεία από την ίδια τη μονή και τα απανταχού μετόχιά της περιλαμβάνονται στην κινητή σιναϊτική μνημειακή κληρονομιά και συγκεκριμένα εικόνες, μικρογραφίες χειρογράφων, χαλκογραφίες, έργα μεταλλοτεχνίας, χρυσοκεντητικής, ξυλογλυπτικής και μικροτεχνίας.
Ιδιαιτέρως μάλιστα η Σιναϊτική Βιβλιοθήκη και το Σιναϊτικό Αρχείο διασώζουν στοιχεία από τα οποία προκύπτει η αδιάρρηκτη συνέχεια του βίου σε βάθος χρόνου 17 αιώνων. Όσον αφορά εξάλλου την ακίνητη μνημειακή κληρονομιά, περιλαμβάνονται κτίσματα (παρεκκλήσια, σιναϊτικά καθίσματα και μετόχια σε περιοχές εντός και εκτός της Αιγύπτου), ψηφιδωτά και τοιχογραφίες που συνδέονται με το κύριο συγκρότημα και τον χώρο της μονής.
Να σημειωθεί ότι η Μονή Σινά μαζί με όλη την περιοχή Σινά, που συνδέεται με την Αρχιεπισκοπή Σινά, Φαράν και Ραϊθώ, ακολουθεί τους Ιερούς Κανόνες των Οικουμενικών Συνόδων και πνευματικώς είναι ενταγμένη στο σύνολο των Ορθοδόξων Εκκλησιών. Κατέχει άλλωστε το μοναδικό προνόμιο στην Ορθόδοξη Χριστιανοσύνη να είναι διοικητικά διά του Ηγουμένου της και Αρχιεπισκόπου Σινά «αδούλωτος, ασύδοτος, ακαταπάτητος, πάντη και παντός ελευθέρα, αυτοκέφαλος» καθώς δεν εξουσιάζεται από κανέναν Πατριάρχη ή από Σύνοδο.
Πηγή: Το Βήμα, Μ. Θερμού, 21/10/09