Η Πάρος, όπως άλλα νησιά των Κυκλάδων κι ελληνικές πόλεις-κράτη, αποκτά νομίσματα λίγο αργότερα από τα μέσα του 6ου π.Χ. αιώνα. Έχουν προηγηθεί η Αίγινα, η Κόρινθος και η Αθήνα στον κυρίως ελλαδικό χώρο, μετά την εμφάνιση των πρώτων κερμάτων στη μικρασιατική Λυδία και Ιωνία.
Το ήλεκτρο (φυσικό κράμα χρυσού και αργύρου) έχει αντικαταστήσει τώρα ο άργυρος. Έτσι, στην Πάρο «κόβονται» ασημένιοι στατήρες, σύμφωνα με το αιγινίτικο πρότυπο. Τα κατοπινά χρόνια θα εφαρμοστούν κι άλλα νομισματικά συστήματα – αθηναϊκό, ροδίτικο ή ελεύθερο. Αναλόγως με τους εκάστοτε επικυρίαρχους στο νησί.
Όπως εξηγεί ο υπεύθυνος του μουσείου, «ψυχή» της έκθεσης και αυτοδίδακτος νομισματολόγος, με αξιοζήλευτη συλλεκτική εργασία, Ιωάννης Βασιλειόπουλος: «τα νομίσματα κάθε πόλης έφεραν τα σύμβολά της, που έδειχναν την ενασχόληση των κατοίκων της και θρησκευτικά σύμβολα. Η Πάρος έχει σύμβολο τον τράγο και το δελφίνι, που δηλώνουν την αγροκτηνοτροφική και ναυτική ζωή των Παριανών. Η Νάξος στα νομίσματά της απεικονίζει κάνθαρο (αγγείο κρασιού) με φύλλα κισσού και σταφύλια, σύμβολα του Διόνυσου…».
«Ανάγνωση»
Στο μπροστινό μέρος του παριανού δίδραχμου (1 στατήρας =2 δραχμές) αποτυπώνεται μια κατσίκα που τρέχει, γυρνώντας το κεφάλι προς τα πίσω. Κάτω από τα πόδια της δελφίνι κολυμπά προς αντίθετη κατεύθυνση. Στο πίσω μέρος του δεν έχει παράσταση, αλλά εγχάρακτο κοίλωμα, όπως όλα σχεδόν τα νομίσματα της ίδιας περιόδου.
Οι νομισματολόγοι έχουν δώσει διάφορες εξηγήσεις γι’ αυτόν τον τύπο του έγκοιλου οπισθότοπου. Το πιο πιθανό είναι ότι η τεχνική, σ’ ένα πρώτο στάδιο, επιτρέπει την κατασκευή κερμάτων μίας όψεως. Στο πίσω μέρος απλώς αποτυπώνεται η βάση πάνω στην οποία διαμορφώνεται το μέταλλο σε νόμισμα ή κάποιο γεωμετρικό σχήμα, έχοντας θέση σφραγίδας για τη γνησιότητά του.
Σε μια πιο προσεκτική «ανάγνωση» του παριανού «τράγου» και συνδυάζοντας πληροφορίες για την προέλευση των Παριανών της αρχαϊκής εποχής, οι δυο παραστάσεις υποδηλώνουν τους Αρκάδες αγρότες και κτηνοτρόφους οικιστές του νησιού (9ος π.Χ. αιώνας), που αναμειγνύονται με τους Ίωνες ναυτικούς και εμπόρους (εγκαθίστανται στο νησί στα μισά του ίδιου αιώνα). Μαζί με τους στατήρες στην Πάρο κυκλοφορούν, φυσικά, ασημένιες δραχμές και οβολοί (1 δραχμή = 6 οβολοί).
Η κοπή των παριανών αρχαϊκών νομισμάτων συμπίπτει, βεβαίως, με την ακμή και την οικονομική ισχύ του νησιού. Η Πάρος είναι μια περιφερειακή δύναμη, μετά τον αποικισμό της Θάσου (8ος-7ος π.Χ. αιώνας). Έχουν δημιουργηθεί ονομαστές σχολές στις τέχνες (αγγειοπλαστική, γλυπτική, αρχιτεκτονική) και τα γράμματα.
Στο νησί του λυχνίτη (το περίφημο παριανό μάρμαρο) θα σημειωθεί με τον Αρχίλοχο η στροφή της ποίησης από το έπος, δηλαδή τις διηγήσεις για θεούς, άρχοντες και ήρωες προς τον κοινό θνητό. Ο Αρχίλοχος είναι ο πρώτος «ατομικός ποιητής της Ευρώπης», όπως χαρακτηριστικά τον ονόμαζε ο καθηγητής Αρ. Σκιαδάς.
Στις συνθήκες αυτές τα νομίσματα της Πάρου γίνονται υπερτοπικά. Έχουν κάποια διεθνή συναλλακτική αξία. Κυκλοφορούν στη Μήλο, τη Σίφνο, τη Θήρα, τη Β. Ελλάδα και, προφανώς, σε άλλες περιοχές τού κυρίως ελλαδικού χώρου. Ακόμη και στην Αίγυπτο έχουν βρεθεί παριανά νομίσματα που «κόβονται» στην Πάρο (τέλη 6ου -αρχές 5ου π.Χ. αιώνα).
Οι δυο όψεις του νομίσματος
Οι Κυκλάδες, σε καίρια σημεία του Αιγαίου, είχαν τη δυνατότητα ν’ αποκτήσουν από νωρίς δικά τους νομίσματα. Η ίδια, ωστόσο, θέση τους καθόρισε την πορεία τους και αρνητικά. Τον ίδιο χώρο διεκδικούσαν οι ισχυροί κάθε εποχής και γνώρισαν την κατοχή και την εξάρτηση σε μόνιμη βάση μετά τους ελληνιστικούς χρόνους. Προσδέθηκαν στα «κατοχικά» νομισματικά συστήματα (Ρωμαίοι, Φράγκοι, Βενετοί, Οθωμανοί). Κι όλα αυτά υπό συνεχή καταπίεση και οικονομική αφαίμαξη που προκάλεσαν αιώνες πειρατικών επιδρομών, λεηλασιών και σφοδρών πολεμικών συγκρούσεων. Το αποτέλεσμα ήταν η σταδιακή αποδυνάμωση και ο οικονομικός μαρασμός, παρά τις σημαντικές πηγές φυσικού πλούτου που είχαν.
Παριανά λεπτά
Μετά την τουρκοκρατία και την απελευθέρωση των Κυκλάδων υπήρξε μια περίοδος που η Πάρος απέκτησε ξανά «ντόπιο» νόμισμα. Η «Ελληνική Εταιρεία Μαρμάρων» (ιδρύθηκε στο νησί με βελγικά, κυρίως, κεφάλαια τη δεκαετία του 1870) κυκλοφορεί και συναλλάσσεται για τις ανάγκες της με δικό της μεταλλικό νόμισμα (μάρκες στην ελληνική ορολογία ή tokens στη διεθνή). Το σήμα της είναι βαριοπούλα και σφυρί στο μπροστινό μέρος των κερμάτων και η επωνυμία της εταιρείας πίσω. Κυκλοφορούν των 25, 10 και 5 λεπτών, που προορίζονται για τη μισθοδοσία των εργατών και τις τοπικές συναλλαγές. Γρήγορα, όμως, χρεοκοπεί (τέλη δεκαετίας 1880).
Ένας «θησαυρός» στη Νάουσα της Πάρου
«Της νομισματικής η θέσις εν τη καθόλου επιστήμη γενικώς ανεγνωρίσθη από των αρχών κυρίως του παρόντος αιώνος ως σπουδαιοτάτη και απαραιτήτως αναγκαία προς μελέτη της ιστορίας, της καλλιτεχνίας, της μυθολογίας, της γεωγραφίας και της μετρολογίας των αρχαίων, ας ως μέγας πυρσός εξαισίως διαφωτίζει και απείρως προάγει…». Η θεμελιακή διαπίστωση ανήκει στον πατέρα της ελληνικής νομισματολογίας Ι. Σβορώνο και διατυπώθηκε πριν από ένα περίπου αιώνα.
Για τους επαΐοντες αποτελεί κοινό τόπο από την ενηλικίωση της νομισματικής στη χώρα μας. Όμως, όσοι αυτές τις μέρες βρεθούν στην Πάρο και επισκεφθούν την έκθεση νομισμάτων της Νάουσας θ’ αντιληφθούν την καθολικότητα αυτής της «νομισματικής αρχής». Μπορεί να «διαβάσουν» την ιστορία της Πάρου από τον 17ο αιώνα μέσα από νομίσματα που κυκλοφορούσαν στην άλλοτε «λαμπροτάτη πόλη» της αρχαιότητας.
Δεν είναι τυχαίο, άλλωστε, που αυτή την περίοδο οργανώθηκαν αρκετά ταξίδια στην ιστορία μέσω νομισματικών εκθέσεων. Από τη Θεσσαλονίκη (για τους αρχαίους Μακεδόνες ) έως το Ναύπλιο (για τα νησιά του Αιγαίου και του Ιονίου), όπου λειτουργούν ακόμη σχετικές εκθέσεις. Η έκθεση για «Το νόμισμα στην Πάρο και τις Κυκλάδες 17ος-20ός αιώνας» συνδιοργανώνεται από το Ιστορικό Λαογραφικό Μουσείο – Συλλογή Όθωνα Κάπαρη και το Επαρχείο Πάρου. Θα παραμείνει ανοιχτή στο μικρό, αλλά ενδιαφέρον, μουσείο της Νάουσας, έως 25 Σεπτεμβρίου.
Είναι αφιερωμένη στους Κυκλαδίτες νομισματολόγους Ιωάννη Σβορώνο (1863-1922) και την Ειρήνη Βαρούχα – Χριστοδουλοπούλου (1896-1979). Μπορεί οι Μυκονιάτες συμπατριώτες του πρώτου να τον ξεχνούν, αλλά τον θυμούνται οι γείτονες Παριανοί. Όπως θυμούνται και τιμούν την αρχαιολόγο συμπατριώτισσά τους, που διατέλεσε, επίσης, διευθύντρια του Νομισματικού Μουσείου Αθηνών (ο Σβορώνος τα χρόνια 1890-1922 και η Βαρούχα 1940-1963). Πρόσφατα, μάλιστα, σημείωσαν και τα 30 χρόνια από τον θάνατο της τελευταίας.
Εκτός από μια πλήρη σειρά νεοελληνικών νομισμάτων στην έκθεση έχουν συγκεντρωθεί 250-300 νομίσματα, που κυκλοφορούσαν στα Κυκλαδονήσια από την εποχή της φραγκοκρατίας. Στο μεγαλύτερο μέρος τους προέρχονται από ιδιωτικές συλλογές Παριανών. Οι Παριανοί ή παρεπιδημούντες φιλίστορες στο νησί δεν είναι τόσο σπάνιοι. Τουλάχιστον, όσο μερικά νομίσματα…
Αρχαίοι οβολοί και χάλκινοι «λιαστοί»
Την κλασική εποχή (5ος-4ος π.Χ. αιώνας) στο νομισματοκοπείο της Πάρου «κόβονται» νομίσματα περισσότερων ειδών από την αρχαϊκή. Εκτός από στατήρες, δραχμές και οβολούς, κυκλοφορούν ημίδραχμα, τετράδραχμα, χάλκινοι ημιόβολοι και διόβολοι.
Σε σύγκριση με την αρχαϊκή οι ειδικοί διαπιστώνουν τις εξής διαφορές: εμφανίζονται κεφαλές θεών (Δήμητρα, Διόνυσος, Περσεφόνη), οι παραστάσεις αποδίδονται πιο φυσικά και πολλαπλασιάζονται οι εικόνες με τοπικά προϊόντα (στάχυα, καλαμπόκια, σταφύλια).
Πρόκειται για τη δεύτερη περίοδο ακμής του νησιού, που θα κλείσει κατά τους ελληνιστικούς χρόνους. Κυκλοφορούν τότε δραχμές, δίδραχμα, τετράδραχμα, διόβολοι και προστίθενται δύο νέα στοιχείο στις παραστάσεις: α) αναφέρονται ονόματα αρχόντων της Πάρου. β) εμφανίζονται ανθρώπινες μορφές.
Τα τελευταία ντόπια νομίσματα ακολουθούν τον ροδιακό κανόνα, ο οποίος αντιπροσωπεύει την πολιτικο-οικονομική συμμαχία του «Κοινού των νησιωτών»
Όσα θα κυκλοφορήσουν αργότερα, κατά τη ρωμαιοκρατία, δεν θα έχουν χρηστική αξία και θ’ ανήκουν στην κατηγορία των αναμνηστικών. Τέτοιο δείγμα προπαγανδιστικού νομίσματος χρονολογείται τον 2ο μ.Χ. αιώνα όταν αυτοκράτορας ήταν ο Μάρκος Αυρήλιος. Στη μια όψη εικονίζεται η αυτοκράτειρα Φαυστίνα και επιγραφή με τ΄όνομά της και το χαρακτηρισμό «Σεβαστή Παρίων». Στην άλλη όψη χορός των τριών Χαρίτων.
Η διάδοση
Σύμφωνα με τους μελετητές η διάδοση του παριανού νομίσματος όλες αυτές τις εποχές δείχνει ότι από πολύ νωρίς είχαν διαμορφωθεί στο νησί συνθήκες ανεπτυγμένου εμπορίου. Μερικοί, μάλιστα, διατυπώνουν την άποψη ότι η συγκέντρωση των νομισμάτων στα χέρια λίγων δημιούργησε έντονες ταξικές διαφορές. Σ’ αρκετές περιπτώσεις αυτές εκδηλώθηκαν με σκληρούς πολιτικούς αγώνες. Πάντως, η Πάρος παρέμεινε στον ένα ή άλλο βαθμό μια ολιγαρχική κοινωνία.
Τοπικό νόμισμα στη διαδρομή των αιώνων θα γνωρίσουν ξανά η Πάρος και οι Κυκλάδες κατά τη Φραγκοκρατία. Τον 14ο αιώνα νομίσματα κόβουν οι ηγεμόνες του Αρχιπελάγους (Σανούδοι κ.ά.). Πρόκειται για χάλκινα βενετσιάνικα κέρματα, που εκείνη την περίοδο, αλλά και αργότερα «κόβονται» από τους Φράγκους στην Αχαΐα, την Αθήνα, την Κρήτη κ.ά.
Όπως σημειώνουν οι νομισματολόγοι την ευρύτερη περίοδο, που φθάνει ως την απελευθέρωση των Κυκλάδων, τα νομίσματα στην περιοχή είναι «μητροπολιτικά». Τα χρυσά τσεκίνια, τα γκροσέτα για τις ναυτικές συναλλαγές κ.ά. Αυτά, μαζί μ’ άλλα, τα χαρακτηρίζουν «νομίσματα ανάγκης και σωτηρίας».
Το χαρακτηριστικό όλων αυτών των νομισμάτων και των άλλων ευρωπαϊκών που κυκλοφορούσαν στην Πάρο και τις Κυκλάδες είναι πως είχαν μεταλλική αξία. Ολα ζυγίζονταν και δοκιμάζονταν και οι ντόπιοι τ΄ αποκαλούσαν λιαστούς. Ίσως η λέξη σημαίνει λιανά (ψιλά).
(Τα νομισματικά στοιχεία αντλούνται από κείμενα που συνοδεύουν τα εκθέματα της Νάουσας και από μελέτες του Ι. Βασιλειόπουλου).
Αρχαϊκή εποχή
Η ακμάζουσα Πάρος (φθάνει να έχει μέχρι και 40.000 κατοίκους) «κόβει» δικά της νομίσματα, όπως κάθε πόλη-κράτος που σέβεται τον εαυτό της κι έχει επεκτατικές βλέψεις. Όταν αναγκάζεται να προσχωρήσει στην αθηναϊκή συμμαχία, μαζί με την πλήρη ανεξαρτησία, χάνει και το νόμισμά της.
Κλασική περίοδος
Μετά την απαλλαγή από την αθηναϊκή επικυριαρχία (τέλη 5ου π.Χ. αιώνα) η Πάρος, όπως και τα περισσότερα νησιά, αποκτούν ξανά δικά τους ασημένια και χάλκινα νομίσματα. Έχουν πια μικρότερη ανταλλακτική αξία και εικονογραφούνται με τοπικά προϊόντα ή θρησκευτικές παραστάσεις.
Τουρκοκρατία
Με την έναρξη της ρωμαϊκής κατοχής (1ος π.Χ. αιώνας) επιβάλλεται το αυτοκρατορικό νόμισμα. Τις κατοπινές εποχές τα νομίσματα σπανίζουν, όπως και οι κάτοικοι. Ανήκουν στους κάθε φορά κυρίαρχους του νησιού και των Κυκλάδων. Κατά την τουρκοκρατία δεσπόζουν τα ευρωπαϊκά κι όχι τ’ επισφαλή οθωμανικά.
Πηγή: Έθνος, 5/9/09
http://www.ethnos.gr/article.asp?catid=11380&subid=2&pubid=5800887#