Judith Ley, Οι οχυρώσεις των πόλεων της Ακαρνανίας. Συμβολή στη μελέτη της πολεοδομικής εξέλιξης της περιοχής στην αρχαιότητα
Η Ακαρνανία, λόγω της γεωγραφικής της θέσης στα βορειοδυτικά σύνορα της ηπειρωτικής Ελλάδας, ήταν απομακρυσμένη από τα μεγάλα πολιτικά κέντρα της αρχαιότητας. Ελλείψει ουσιαστικών μαρτυριών για την περιοχή αυτή στις αρχαίες γραπτές πηγές, γνωρίζουμε πολύ λίγα για την πολιτισμική και την πολεοδομική εξέλιξή της. Ωστόσο, στην Ακαρνανία διατηρούνται σε πολύ καλή κατάσταση τουλάχιστον 19 οχυρώσεις πόλεων, οι οποίες αποτέλεσαν το θέμα της διατριβής μου. Η αρχιτεκτονική και ιστορική αυτή μελέτη των οχυρώσεων των ακαρνανικών πόλεων εκπονήθηκε στο πλαίσιο ενός ερευνητικού προγράμματος για την Ακαρνανία, στο οποίο συμμετείχαν η ελληνική Αρχαιολογική Υπηρεσία (με διευθυντή τον δρα Λάζαρο Κολώνα, επίτιμο γενικό διευθυντή του ΥΠΠΟ), το Architekturreferat του Γερμανικού Αρχαιολογικού Ινστιτούτου του Βερολίνου (με διευθυντή τον καθ. Ernst-Ludwig Schwandner), το Ινστιτούτο Winckelmann του Πανεπιστημίου Humboldt του Βερολίνου (δρ Franziska Lang, σήμερα καθηγήτρια στο Τμήμα Κλασικής Αρχαιολογίας του Πολυτεχνείου του Darmstadt), το Τμήμα Αρχαίας Ιστορίας του Πανεπιστημίου του Münster (καθ. Peter Funke) και το Τμήμα Αρχαίας Ιστορίας του Πανεπιστημίου του Würzburg (καθ. Hans-Joachim Gehrke, πρόεδρος του Γερμανικού Αρχαιολογικού Ινστιτούτου).
Δεδομένου ότι στην ιστορία της αρχαίας αρχιτεκτονικής οι οχυρώσεις δεν έχουν μελετηθεί αρκετά σε σύγκριση με άλλα είδη μνημείων, η έρευνα αυτή θα μπορούσε επίσης να χρησιμεύσει και ως παράδειγμα μεθόδου, ώστε να δοθεί η απαραίτητη προσοχή τόσο στα κατασκευαστικά γνωρίσματα όσο και στο κοινωνικό υπόβαθρο της αρχαίας οχυρωματικής τέχνης.
Η μελέτη βασίστηκε στις σχεδιαστικές αποτυπώσεις που έκανε ο Ferdinand Noack στα ταξίδια του κατά τα έτη 1894, 1901 και 1906 στην Ακαρνανία, τμήμα των οποίων παραμένει έως σήμερα αδημοσίευτο. Τα σχέδια αυτά συμπληρώθηκαν με νέες επιτόπιες έρευνες των οχυρώσεων και με νέες σχεδιαστικές αποτυπώσεις, που έκανα η ίδια. Η ολοκληρωμένη επιστημονική τεκμηρίωση των ακαρνανικών οχυρώσεων παρουσιάζεται συστηματικά στη διατριβή, με τη μορφή ενός καταλόγου οχυρώσεων και αρχιτεκτονικών μελών.
Η εξέλιξη των οχυρωμένων πόλεων της Ακαρνανίας
Η μελέτη της αρχιτεκτονικής των οχυρώσεων οδήγησε στο συμπέρασμα ότι η Ακαρνανία ως προς την πολεοδομική της εξέλιξη δεν υστερούσε σε σύγκριση με τις υπόλοιπες περιοχές της ηπειρωτικής Ελλάδας (εικ. 1). Είναι λοιπόν βέβαιο ότι οι αρχαϊκές πόλεις που βρίσκονταν στα παράλια της Ακαρνανίας διέθεταν οχυρωματικά τείχη. Οι πόλεις αυτές αποτελούσαν σημαντικά λιμάνια για τα πλοία και εμπορικούς σταθμούς στο θαλάσσιο δρόμο ανάμεσα στην ηπειρωτική Ελλάδα και τις ελληνικές αποικίες της νότιας Ιταλίας. Κατά την κλασική περίοδο τειχίζονται και οι πόλεις της ακαρνανικής ενδοχώρας. Έως και την ελληνιστική εποχή σχεδόν όλες οι οχυρώσεις επεκτείνονται, και μάλιστα αρκετές φορές, και προσαρμόζονται συστηματικά στις εξελίξεις της οχυρωματικής τέχνης, γεγονός που αιτιολογείται πιθανότατα από την έντονη ανάγκη των Ακαρνάνων που ζούσαν στις αγροτικές περιοχές να βρουν καταφύγιο μέσα στις οχυρώσεις. Η τάση αυτή είναι εμφανής στα Κόροντα, μια πόλη με αγροτικό πληθυσμό στο εσωτερικό της Ακαρνανίας (εικ. 2-3).
Η ιδιαίτερη σημασία των οχυρωματικών τειχών στην Ακαρνανία διαφαίνεται επίσης και από τον κεντρικό ρόλο που είχαν στην οργάνωση της άμυνας του τόπου. Κτίστηκαν σε στρατηγικά καίριες θέσεις και, στην περίπτωση μιας εχθρικής επίθεσης, αποτελούσαν τα σημεία συγκέντρωσης των κατοίκων της πόλης και των γύρω αγροτικών περιοχών. Επειδή τα εχθρικά στρατεύματα μπορούσαν να επελάσουν σχεδόν χωρίς να συναντήσουν αντίσταση μέσα στη χώρα με σκοπό την πολιορκία μεμονωμένων πόλεων, το αμυντικό σύστημα της χώρας στηριζόταν, εκτός από τις οχυρώσεις, και στον ομοσπονδιακό στρατό των Ακαρνάνων. Έτσι, σε περίπτωση πολιορκίας, ερχόταν σε βοήθεια των κατοίκων της πολιορκημένης πόλης ο στρατός των υπόλοιπων συνασπισμένων ακαρνανικών πόλεων, επιτιθέμενος εκ των όπισθεν στον εχθρικό στρατό.
Τεχνικές κατασκευής και πολιορκητική τέχνη
Χάρη στη μελέτη των τεχνικών κατασκευής των οχυρώσεων, ήταν δυνατόν να αποδειχθεί ότι οι αρχαίοι Ακαρνάνες και οι γείτονές τους ήταν τα πρώτα ελληνικά φύλα, τα οποία με κριτήριο τις γεωλογικές και τις κλιματικές συνθήκες που επικρατούσαν στη βορειοδυτική Ελλάδα, ήδη από πολύ νωρίς άρχισαν να κτίζουν τείχη εξ ολοκλήρου από πέτρα. Χάρη στην εμπειρία που αποκτήθηκε από τη χρήση του τοπικού σκληρού ασβεστόλιθου, που κοβόταν μόνο σε λιθόπλινθους μεγάλων διαστάσεων, αναπτύχθηκε ήδη κατά την αρχαϊκή περίοδο μια τοπική κατασκευαστική παράδοση. Οι τεχνίτες ήταν μαθημένοι να δουλεύουν με το πολυγωνικό σύστημα τοιχοδομίας και γρήγορα χρησιμοποίησαν για την κάλυψη των ανοιγμάτων, όπως οι πύλες και οι πυλίδες, την εκφορά. Κατά την ελληνιστική περίοδο, οι γνώσεις αυτές οδήγησαν σε ανεξάρτητες, αυθύπαρκτες αρχιτεκτονικές λύσεις, όπως για παράδειγμα το ημικυκλικό τόξο με κλειδί, κτισμένο όμως με θολίτες ακανόνιστου σχήματος, που αποτελεί μια από τις πρώιμες εφαρμογές του συγκεκριμένου τρόπου κάλυψης στην ελληνική αρχιτεκτονική (εικ. 5, 7).
Οι πόλεις, λόγω του αγροτικού χαρακτήρα της οικονομίας τους, διέθεταν περιορισμένα οικονομικά μέσα για την κατασκευή των οχυρώσεων. Κατά συνέπεια, ήταν υποχρεωμένες να εφεύρουν ορθολογικές και αποτελεσματικές λύσεις, τόσο για την κατασκευή όσο και για την αρχιτεκτονική μορφή των οχυρώσεων. Στην κλασική περίοδο, αρχιτεκτονικά στοιχεία όπως οι περίπατοι (περίδρομοι) των τειχών, οι πύργοι και οι πύλες δεν διαφέρουν από αυτά που συναντάμε στα υπόλοιπα ελληνικά οχυρωματικά έργα. Έτσι λοιπόν, ήταν συνηθισμένο να προστατεύονται οι πύλες με πύργους, με εσωτερική αυλή (κλοιό) και “αυλόπορτα”, μια πόρτα πίσω από την εξωτερική πύλη που έκλεινε παγιδεύοντας τον εχθρό μέσα στην αυλή (εικ. 6-7). Εκτός αυτών, εμφανίζονται όμως και τυπικά για την Ακαρνανία μορφολογικά χαρακτηριστικά, όπως οι λοξές πύλες που ανοίγονταν στα μεταπύργια καθώς και οι πυλίδες με διάδρομο. Οι διαστάσεις αυτών των τοπικών αρχιτεκτονικών στοιχείων αυξάνονται κατά την ελληνιστική εποχή, επειδή με την κατασκευή ιδιαίτερα μακρών διαδρόμων ήταν δυνατόν να αποφευχθεί η κατασκευή πύργων ή εσωτερικών αυλών (εικ. 6-7). Με τον τρόπο αυτό περιοριζόταν ο όγκος και το κόστος της κατασκευής, χωρίς ωστόσο να τίθεται σε κίνδυνο η ασφάλεια της πύλης.
Σημασία για το γόητρο των πόλεων
Για τους αρχαίους Ακαρνάνες οι οχυρώσεις των πόλεων, εκτός από τον καθαρά λειτουργικό χαρακτήρα τους, είχαν και μια κοινωνική διάσταση. Παρά τις οικονομικές δυσκολίες, έδιναν ιδιαίτερη σημασία στην εμφάνιση των τειχών και την τοιχοδομία, ιδίως μάλιστα στα σημεία που ανοίγονταν οι κύριες πύλες. Τα τμήματα αυτά του τείχους ήταν κατασκευασμένα με εξαιρετική φροντίδα ενώ ο περίδρομος έφερε διακοσμητική στέψη.
Οι ακαρνανικές οχυρώσεις αποτελούν λοιπόν τεκμήριο ενός ανεξάρτητου αστικού πολιτισμικού τοπίου, και οι πόλεις, παρά τα περιορισμένα τους οικονομικά μέσα, εξέφραζαν με τον τρόπο αυτό το υψηλό επίπεδο πολιτικής ανεξαρτησίας και αυτοπεποίθησης που τις χαρακτήριζε.
Η έρευνα των οχυρώσεων ανέδειξε την ιστορική και την πολιτισμική εξέλιξη των ακαρνανικών πόλεων, ενώ η μελέτη των τεχνικών κατασκευής επέτρεψε να φανεί η ανεξάρτητη τοπική παράδοση των κτιστών και της αρχιτεκτονικής.
Επιλεγμένη βιβλιογραφία
F. Noack, “Bericht in der Archäologischen Gesellschaft vom März 1897”, Archäologischer Anzeiger (1897), σ. 80-83.
F. Noack, “Bericht auf der Winckelmannsitzung vom 9. Dezember 1916”, Archäologischer Anzeiger (1916), σ. 215-239.
E. Kirsten, “Aitolien und Akarnanien in der älteren griechischen Geschichte”, Neue Jahrbücher für antike und deutsche Bildung (1940), σ. 298-316 (αναδημοσίευση στο Geographica Historica, 3, 1984, σ. 103-130)
E. Kirsten, “Bericht über eine Reise in Aitolien und Akarnanien”, Archäologischer Anzeiger 56 (1941), σ. 99-119.
H.-J. Gehrke, “Die kulturelle und politische Entwicklung Akarnaniens vom 6. bis zum 4. Jh. v. Chr.”, Geographia Antiqua 3-4 (1994-95), σ. 41-48.
F. Lang, “Veränderungen des Siedlungsbildes in Akarnanien von der klassisch-hellenistischen zur römischen Zeit”, Klio 76 (1994), σ. 239-254.
Λ. Κολώνας, “Τα μνημεία της Αιτωλοακαρνανίας κατά την υλοποίηση της Προγραμματικής Σύμβασης Αμβρακικού”, Πυρφόρος, Ιανουάριος – Φεβρουάριος 1997, σ. 49-83
Α. Πορτελάνος, Οι αρχαίες αιτωλικές οχυρώσεις, 8 τόμ., αδημοσίευτη διδακτορική διατριβή, Πανεπιστήμιο Κρήτης, 1998.
E.-L. Schwandner, “Akarnanien, die unbekannte Landschaft Griechenlands. Feldforschung in Stratos und Palairos”, Nürnberger Blätter zur Archäologie 17 (2000-01), σ. 8-22.
J. Bartel, “Akarnanische Stadtbefestigungen. Eine Darstellung der Macht der Poleis”, στο E.-L. Schwandner / K. Rheidt (επιμ.), Macht der Architektur – Architektur der Macht, Bauforschungskolloquium in Berlin vom 30. Oktober bis 2. November 2002, “Diskussionen zur Archäologischen Bauforschung 8”, Mainz am Rhein 2004, σ. 92-99.
J. Bartel, “Zwischen Tradition und Fortschritt. Regionale Charakteristika antiker griechischer Stadtbefestigungen in Akarnanien”, στο D. Sack / Th. Aumüller / Th. Schulz / K. Tragbar (επιμ.), Koldewey-Gesellschaft, Bericht über die 44. Tagung für Ausgrabungswissenschaft und Bauforschung, vom 24. bis 28. Mai 2006 in Wrocław/Breslau, Βόννη 2008, σ. 100-106.
Judith Ley (γεν. Bartel)
judith_ley@yahoo.de
Για τη διατριβή
Τύπος: Πανεπιστημιακή διατριβή, Πολυτεχνείο Βερολίνου (Technische Universität -TU Berlin, Fakultät VI, Institut für Architektur)
Πρωτότυπος τίτλος: Stadtbefestigungen in Akarnanien. Ein bauhistorischer Beitrag zur urbanen Entwicklungsgeschichte einer antiken Landschaft
Επόπτες καθηγητές: Dorothée Sack (Fachgebiet Historische Bauforschung, TU Berlin), Ernst-Ludwig Schwandner (Winckelmann-Institut, Πανεπιστήμιο Humboldt Βερολίνου), Johannes Cramer (Fachgebiet Bau- und Stadtbaugeschichte, TU Berlin)
Εξεταστική επιτροπή: πρόεδρος ο καθ. H. Bodensatz και μέλη οι καθηγητές Dorothée Sack, Ernst-Ludwig Schwandner και Johannes Cramer
Υποτροφία: DFG Stipendium des Graduiertenkollegs “Kunstgeschichte, Bauforschung und Denkmalpflege”
Ημερομηνία υποστήριξης: 10 Ιουλίου 2008
Περιγραφή: 1 τόμος με 345 σελίδες κείμενο και 1 cd με τον κατάλογο των οχυρώσεων και των αρχιτεκτονικών μελών, 543 σχέδια και φωτογραφίες, 29 χάρτες
Γλώσσα: γερμανικά
Μετάφραση από τα γερμανικά: Κ. Χαρατζοπούλου