Ο Καλιγούλας, παρωνύμιο του Γάιου Καίσαρα από τα σανδάλια (caliga, στα λατινικά) που συνήθιζε να φοράει, ήταν παράφρων και κατάφερε να ξεπεράσει σε διαστροφή τον προκάτοχό του, τον φαύλο Τιβέριο.
«Ας με μισούν, αρκεί να με σέβονται» είναι η φράση που αποτέλεσε το έμβλημά του κατά τη θητεία του ως αυτοκράτορα, για να δικαιολογήσει τις μεγαλύτερες θηριωδίες. Υποχρέωσε τον πεθερό του να αυτοκτονήσει, σκότωσε τη γιαγιά του, διέφθειρε τις αδελφές του και κακομεταχειρίστηκε πολλούς από τους Συγκλητικούς της Ρώμης.
Μπροστά στο δίλημμα τι είναι πιο σημαντικό για την τύχη ενός ανθρώπου, η διαπαιδαγώγηση ή το περιβάλλον, η εκπαίδευση ή η γενετική κληρονομιά, ο κοινός νους μάς ψιθυρίζει στο αφτί ότι και τα δύο είναι σημαντικά. Ενας μόνο από αυτούς τους παράγοντες, όσο εξαιρετικός και αν είναι, δεν εγγυάται τίποτε. Το γεγονός ότι από την πινακοθήκη των ρωμαίων αυτοκρατόρων αυτοί που διακρίνονται για τη θηριωδία τους είναι ο Καλιγούλας και ο Νέρωνας συνιστά απόδειξη της προαναφερόμενης άποψης. Ο Νέρωνας είχε παιδαγωγό τον μεγάλο στωικό φιλόσοφο Σενέκα, ο οποίος αυτοκτόνησε όταν έμαθε ότι οι στρατιώτες του αυτοκράτορα έρχονταν να τον εκτελέσουν. Ο Καλιγούλας (Αντιο, 12 μ.Χ.- Ρώμη, 41 μ.Χ.), αυτοκράτορας επί τρία έτη, δέκα μήνες και οκτώ ημέρες, είχε πατέρα τον υποδειγματικό Γερμανικό. Η μορφή του Καλιγούλα έχει εμπνεύσει – για να δώσουμε τρία παραδείγματα με σειρά αυξανόμενου ενδιαφέροντος και που απέχουν χρονικά πολύ μεταξύ τους- σελίδες πορνό στο Διαδίκτυο, μια ταινία του Τίντο Μπρας και ένα θεατρικό έργο του Αλμπέρ Καμύ.
Ο Γερμανικός νυμφεύθηκε την Αγριππίνα, κόρη του ένδοξου στρατηγού Μάρκου Αγρίππα και της Ιουλίας, κόρης του Αυγούστου, και απέκτησε εννέα παιδιά, από τα οποία επέζησαν τρία κορίτσια και τρία αγόρια. Στον Γάιο Καίσαρα, τον μικρότερο, που μεγάλωσε στα στρατόπεδα και τον λάτρευαν οι λεγεωνάριοι, έδωσαν το παρωνύμιο Καλιγούλας, υποκοριστικό για τα στρατιωτικά σανδάλια που συνήθιζε να φοράει. Όταν πέθανε ο Αύγουστος οι λεγεώνες δεν ήθελαν για διάδοχο τον Τιβέριο αλλά τον ανιψιό του, τον Γερμανικό. Αυτός όμως, όντας πιστός, αρνήθηκε. Ο Σουητώνιος λέει για τον Γερμανικό: «Συγκέντρωνε τόσο πολλές αρετές του σώματος και του πνεύματος, και σε τόσο μεγάλο βαθμό, όσο κανένας άλλος δεν είχε ποτέ. Η ομορφιά του και η δύναμή του ήταν μοναδικές. Ξεχώριζε για την ευγλωττία του και για την πολυμάθειά του τόσο στον ελληνικό πολιτισμό όσο και στον λατινικό. Δεν υπήρχε όμοιός του σε καλοσύνη. (…) Συχνά νικούσε τους εχθρούς του πολεμώντας σώμα με σώμα». Νικητής στη Γερμανία και στην Αρμενία, κατακτητής της Καππαδοκίας, ο Γερμανικός πέθανε 34 χρόνων στην Ασία το 19 μ.Χ., ύστερα από μακρόχρονη ασθένεια. Υποψιάστηκαν ότι τον είχε δηλητηριάσει, με εντολή του Τιβέριου, ο Γναίος Πίσων, αρμοστής της Συρίας. Και αν ο Αύγουστος μετά την πανωλεθρία του Βάρου στη μάχη τραβούσε τα μαλλιά του και αναστέναζε φωνάζοντας «Κοϊντίλιε Βάρε, δώσε μου πίσω τις λεγεώνες μου!», ο Τιβέριος αναγκάστηκε να υπομείνει γραπτά συνθήματα στους τοίχους και φωνές κατά τη διάρκεια της νύχτας κοντά στο παλάτι: «Δώστε μας πίσω τον Γερμανικό!».

Ο θάνατος του Τιβέριου

Ο Τιβέριος κατεδίωξε με μανία μέχρι θανάτου τη σύζυγο και τους μεγαλύτερους γιους του Γερμανικού. Ο Καλιγούλας του φαινόταν άκακος και ο Τιβέριος τον κάλεσε στο Κάπρι το 31 μ.Χ. Από τα χείλη του Καλιγούλα ποτέ δεν βγήκε καμία μομφή προς εκείνον που εξολόθρευσε την οικογένειά του. Φάνηκε γενναιόδωρος με τον αδελφό του παππού του και αργότερα ειπώθηκε ότι «ποτέ δεν υπήρξε καλύτερος υπηρέτης ούτε χειρότερος αφέντης». Μια φράση του Τιβέριου φανερώνει πολλά για αυτόν που τη λέει, για εκείνον στον οποίο αναφέρεται και, τέλος, για την ανθρώπινη κατάσταση: «Αφήνω να ζήσει τον Γάιο προς δυστυχίαν δική του και όλων μας». Το 35 μ.Χ. τον υιοθέτησε και τον ονόμασε συγκληρονόμο με τον Γέμελλο, εγγονό του και εξάδελφο του Καλιγούλα.
Για τον θάνατο του Τιβέριου υπάρχουν διαφορετικές εκδοχές. Μία λέει ότι τον δηλητηρίασε ο Καλιγούλας και τον έπνιξε με ένα μαξιλάρι, όταν εκείνος ζήτησε πίσω το δαχτυλίδι που του είχε κλέψει ενώ ήταν αναίσθητος. Σύμφωνα με τον Τάκιτο, ο δολοφόνος ήταν ο Μάκρων. Σύμφωνα με τον Σενέκα, ο Τιβέριος όντας ετοιμοθάνατος έβγαλε το δαχτυλίδι σαν να ήθελε να το δώσει σε κάποιον, αλλά μετά το ξαναφόρεσε. Φώναξε τους υπηρέτες του, δεν ήρθε κανένας, σηκώθηκε και έπεσε νεκρός δίπλα στο κρεβάτι. Αυτή η εκδοχή είναι και η πιο πιστευτή, διότι ενισχύει την εικόνα του Καλιγούλα ως δειλού και δουλοπρεπούς, ενόσω δεν ασκούσε εξουσία, και δείχνει ότι ο πανούργος- και τερατώδης- Τιβέριος δεν είχε κάνει λάθος που τον θεωρούσε ανίκανο να του κάνει κακό. Ο Καλιγούλας θα υποστήριζε πως, παρ΄ ότι δεν ήταν πατροκτόνος, είχε μπει μερικές φορές με μαχαίρι στο υπνοδωμάτιο του Τιβέριου για να εκδικηθεί τη δολοφονία της μητέρας του και των αδελφών του, αλλά είχε αντισταθεί από ευσπλαχνία. Αναμφίβολα ένα ψέμα για να κάνει τον πονόψυχο και να αποκρύψει την πλήρη αδιαφορία του για την τύχη των συγγενών του.

Μεταμόρφωση σε τέρας

Η Σύγκλητος κήρυξε άκυρη τη διαθήκη του Τιβέριουτο 37 μ.Χ. και παρεχώρησε στον Καλιγούλα την απόλυτη εξουσία, προς μεγάλη αγαλλίαση του λαού, που έβλεπε σε αυτόν όχι μόνο τον γιο του Γερμανικού, αλλά και έναν κατευθείαν απόγονο- και όχι απλώς έναν πολιτικό, όπως ο Τιβέριος- του πολύ αγαπητού Αυγούστου. Η βοήθεια του Μάκρωνος, του επικεφαλής της Φρουράς των Πραιτωριανών, ήταν απαραίτητη. Ο Καλιγούλας υπήρξε πολυμήχανος: αντίθετα με άλλους πιθανούς διαδόχους, είχε καταφέρει να επιβιώσει του στυγνού καθεστώτος του Τιβέριου και είχε πάρει με το μέρος του τον Μάκρωνα μέσω της συζύγου του, στην οποία είχε υποσχεθεί να της δώσει διαζύγιο και να την παντρευτεί αν ανακηρυσσόταν αυτοκράτορας. Η προσωπική φρουρά του αυτοκράτορα αποτελούνταν από 500 άνδρες και ο Καλιγούλας ενίσχυσε τον ρόλο τους μέχρι του σημείου να ανακηρύσσουν ή να εκθρονίζουν αυτοκράτορες. Πράγματι οι Πραιτωριανοί επέτρεψαν την εκλογή του Καλιγούλα, στη συνέχεια τον δολοφόνησαν και επέλεξαν τον διάδοχό του, Κλαύδιο, αδελφό του Γερ μανικού. Τον Μάκρωνα και τη σύζυγό του θα τους αντάμειβε αργότερα με θάνατο, πιστεύοντας ότι είχαν γίνει υπερβολικά ισχυροί.
Στην αρχή ο Καλιγούλας φάνηκε συνετός και γενναιόδωρος. Έδωσε χάρη στους εξόριστους και στους καταδικασμένους σε θάνατο, προσέφερε θεάματα, χάρισε χρήματα στον λαό και βελτίωσε τις σχέσεις με τους πολεμοχαρείς Πάρθους. Σύντομα όμως ο πρίγκιπας έδωσε τη θέση του στο τέρας, μια μεταμόρφωση που ορισμένοι υποστηρίζουν ότι συνέπεσε με το ότι τον Οκτώβριο του 37 μ.Χ. έπαθε μια σοβαρή αρρώστια (εγκεφαλίτιδα), ξεχνώντας ότι ήδη στο Κάπρι συμμετείχε με ενθουσιασμό στις εκτελέσεις και στα βασανιστήρια των καταδικασμένων. Χιλιάδες πολίτες τον ξενυχτούσαν όσο ήταν άρρωστος στο Παλατίνο. Ο Καλιγούλας έγινε καλά και πολλοί θα το μετάνιωναν, όπως θα μετάνιωνε και η Σύγκλητος γιατί πίστεψε πως μπορούσε να κάνει υποχείριό της τον νεαρό αυτοκράτορα.

Αδελφή μου, αγάπη μου

Πράγματι οι Συγκλητικοί αποτέλεσαν έναν από τους αγαπημένους του στόχους. Κάποιους τους σημάδεψε με πυρωμένο σίδερο και τους ανάγκασε να δουλεύουν στα ορυχεία ή να επισκευάζουν δρόμους. Άλλους τους πριόνισε στα δύο ή τους έκλεισε σε κλουβιά πεσμένους στα τέσσερα ή τους έριξε στα θηρία. Με άλλους δεν έφτασε σε αυτά τα άκρα: τους ταπείνωνε κάνοντάς τους να τρέχουν πίσω από το άρμα του, με την τήβεννο, για πολλά χιλιόμετρα, ή τους υποχρέωνε να παραμένουν όρθιοι φορώντας ποδιά, στα πόδια του ανακλίντρου του ενώ έτρωγε. Κατά την επιστροφή από τη μοναδική του πολεμική εκστρατεία- μια τραγελαφική φάρσα- βγήκε να τον προϋπαντήσει πρεσβεία από ευπατρίδες που τον παρακάλεσαν να επιταχύνει τον ρυθμό του. Ο Καλιγούλας απάντησε χτυπώντας τη λαβή του ξίφους του: «Θα φτάσω, θα φτάσω, και θα φτάσει κι αυτό μαζί μου». Αλλά αυτό που πάντα φτάνει είναι ο θάνατος, και του Καλιγούλα τού απέμεναν τέσσερις μήνες ζωής.
Η φαυλότητά του ξέσπασε και πάνω στην οικογένειά του, παρ΄ ότι στην αρχή ευνόησε τα μέλη της. Άφησε ζωντανό μόνο τον μελλοντικό αυτοκράτορα, τον Κλαύδιο, για να τον χρησιμοποιεί ως γελωτοποιό. Υιοθέτησε τον Γέμελλο την ημέρα που φόρεσε την ανδρική τήβεννο, αν και σύντομα πρόσταξε να τον δολοφονήσουν. Ο εξάδελφός του έπαιρνε ένα φάρμακο για τον βήχα και το πρόσχημα ήταν ότι μύριζε σαν αντίδοτο, σαν να φοβόταν ότι ο Καλιγούλας θα τον δηλητηρίαζε. «Ένα αντίδοτο για τον Καίσαρα;» αστειευόταν. Υποχρέωσε τον πεθερό του, τον Σιλανό, να αυτοκτονήσει. Φημολογείται ότι διακόρευσε την αδελφή του Δρουσίλλα και ότι σε μια περίπτωση η γιαγιά του η Αντωνία τούς έπιασε να συνουσιάζονται. Κυκλοφόρησαν φήμες ότι δηλητηρίασε τη γιαγιά του ή ότι την υποχρέωσε να αυτοκτονήσει γιατί μια μέρα ανακάλυψε ότι το κεφάλι της ήταν όμορφο αλλά δεν ταίριαζε καλά στους ώμους της.
Τη Δρουσίλλα πράγματι την αγάπησε, παρ΄ όλο που την αποκήρυξε. Την πήρε από τον ανθύπατο Γάιο Κάσιο Λογγίνο και έζησε μαζί της σαν να ήταν νόμιμη σύζυγός του. Την όρισε κληρονόμο της Αυτοκρατορίας και όταν πέθανε το 38 μ.Χ. διέταξε επίσημο πένθος και, τσακισμένος από τον πόνο, εγκατέλειψε εσπευσμένα τη Ρώμη. Όταν επέστρεψε είχε αφήσει τα μαλλιά και τα γένια του να μεγαλώσουν. Επίσης είχε σεξουαλικές σχέσεις και με τις άλλες αδελφές του, ενώ τις προωθούσε και στους έκφυλους φίλους του. Έπειτα τις κατηγόρησε για μοιχεία και για ίντριγκες εναντίον του. Τις εξόρισε και τις απειλούσε: «Δεν έχω μόνο νησιά, έχω και σπαθιά».

Σεξουαλικό κτήνος

Εκτός από την Ιουνία Κλαυδίλλα, η οποία πέθανε στη γέννα, και τη Δρουσίλλα, είχε τρεις συζύγους. Τη Λιβία Ορεστίλλα την πήρε από τη γαμήλια γιορτή λέγοντας στον σύζυγό της: «Σταμάτα να βάζεις χέρι στη γυναίκα μου». Τη Λολία Παυλίνα την άρπαξε από τον σύζυγό της όταν άκουσε ότι η γιαγιά της ήταν η πιο όμορφη γυναίκα της εποχής της. Την Καισονία, που δεν ήταν ούτε νέα ούτε ωραία αλλά υπέρμετρα λάγνα, την αγάπησε με πάθος. Από αυτήν απέκτησε μια κόρη, την Ιουλία Δρουσίλλα. Θεώρησε ότι η απόδειξη της πατρότητάς του ήταν ο τρόπος με τον οποίο γρατσουνούσε με τα δαχτυλάκια της το πρόσωπο και τα μάτια των παιδιών που έπαιζαν μαζί της.
Σχετικά με το φύλο του Καλιγούλα, το μοναδικό που μπορούμε να βεβαιώσουμε είναι ότι είχε κάποιο, αν και δεν είναι γνωστό ποιο. Ενώ έτρωγε ή συνουσιαζόταν έβλεπε συχνά βασανιστήρια ή αποκεφαλισμούς. Διατήρησε σεξουαλικές σχέσεις με πολλούς άνδρες, μεταξύ αυτών και με τον μίμο Μνηστήρα και πολλούς από τους ομήρους. Ο Βαλέριος Κάτουλλος, ένας νεαρός από οικογένεια υπάτων, διεκήρυσσε ότι τον είχε σοδομήσει. Η ευνοουμένη του εταίρα ήταν η Πίριλις και δεν άφηνε ήσυχη καμία γυναίκα. Τις ευγενείς τις υποχρέωνε να παρευρίσκονται στα συμπόσιά του, συνήθως με τους συζύγους τους. Τις εξέταζε σαν έμπορος σκλάβων και όποτε ήθελε διάλεγε κάποια. Επιστρέφοντας στην τραπεζαρία την επαινούσε ή την πρόσβαλλε περιγράφοντας το σώμα της και το πώς έκανε έρωτα. Ο Τιβέριος είχε υπάρξει καλός δάσκαλος όταν στο Κάπρι έκανε μπάνια μαζί με παιδιά που δεν είχαν ακόμη απογαλακτιστεί, στα οποία προσέφερε το πέος του σαν θηλή και τα αποκαλούσε «ψαράκια». Και χωρίς αμφιβολία γνώρισε τους «sprintias», νεαρούς ερμαφρόδιτους, που ο Τιβέριος έβαζε ανά τρεις να συνουσιάζονται μπροστά του.

Όλα για το χρήμα

Ο Καλιγούλας ήταν επινοητικός και σε ό,τι αφορούσε το χρήμα, τόσο για να το ξοδεύει όσο και για να το συγκεντρώνει. Επινόησε θερμά και κρύα αρωματικά λουτρά. Έβαλε να φτιάξουν τεράστια πλοία, προάγγελους των πολυτελών υπερατλαντικών σκαφών, με πανιά διαφόρων χρωμάτων, θέρμες, προστεγάσματα και τραπεζαρίες, κλήματα και οπωροφόρα δέντρα, και σε λιγότερο από έναν χρόνο εξανέμισε την περιουσία του Τιβέριου, η οποία ανερχόταν σε 2.700 εκατομμύρια σηστέρτια. Κατεστραμμένος οικονομικά, κατέφυγε στην κλεψιά και στο πλιατσικολόγημα, ξανανοίγοντας δικογραφίες για υποτιθέμενες προδοσίες. Υποχρέωσε να κάνουν διαθήκες υπέρ του, αύξησε τους φόρους, επέβαλε νέα τέλη και όταν γεννήθηκε η κόρη του, αγχωμένος για τη φτώχεια του, όχι πλέον ως αυτοκράτορας αλλά ως πατέρας, ανήγγειλε ότι θα δεχόταν δωρεές. Όταν κάθε δέκα ημέρες υπέγραφε τη λίστα των κρατουμένων που θα έπρεπε να εκτελεστούν, έλεγε ότι «ήταν για τη μείωση των δαπανών». Διοργάνωσε δημοπρασίες με υπέρμετρες τιμές και ορισμένοι πολίτες, υποχρεωμένοι να αγοράσουν, έκοψαν τις φλέβες τους. Σε μία από αυτές, ένας πρώην πραίτωρας αποκοιμήθηκε. Ο Καλιγούλας ειδοποίησε τον κήρυκα να μη χάσει από τα μάτια του εκείνο τον άνδρα που με το κεφάλι έκανε διαρκώς καταφατικά νεύματα. Όταν ο πρώην πραίτωρας ξύπνησε, του είχαν κατακυρώσει 13 μονομάχους στην τιμή των εννέα εκατομμυρίων σηστερτίων. Τις τελευταίες του ημέρες διασκέδαζε με το να περπατάει ξυπόλυτος πάνω σε σωρούς νομισμάτων, ακόμη και να κυλιέται πάνω τους γυμνός.

Πολυτάλαντος σαδιστής

Το χιούμορ και ο σαδισμός είναι επικίνδυνος συνδυασμός και ο Καλιγούλας μερικές φορές είχε στιγμές έμπνευσης. Εξασκούμενος με ξύλινα όπλα με έναν μονομάχο μυρμίλλωνα (από αυτούς που παρίσταναν το ψάρι με κατάλληλη «διακόσμηση» στην πανοπλία τους, ενώ ο αντίπαλός τους είχε ένα δίχτυ για να τους ακινητοποιήσει) όταν αυτός έπεσε στο έδαφος, κάνοντας ότι νικήθηκε, τον μαχαίρωσε με ένα στιλέτο και άρχισε να τρέχει πέρα δώθε με τις δάφνες του νικητή. Κατά τη διάρκεια μιας θυσίας, ενώ το εξιλαστήριο θύμα ήταν ήδη πάνω στον βωμό, φόρεσε την τήβεννο των δημίων, σήκωσε το ξύλινο σφυρί και το κοπάνησε στο κεφάλι του ιερέα.
Παρ΄ όλα αυτά δεν εστερείτο αρετών και, όπως συνήθως συμβαίνει, αρετές και χόμπι συνέπιπταν. Απεχθανόταν την ευρυμάθεια αλλά όχι την ευφράδεια και ήταν σπουδαίος ομιλητής. Καλός τραγουδιστής και χορευτής, και εντελώς ξεδιάντροπος, σε κάποια περίπτωση κάλεσε ένα βράδυ τρεις πρώην υπάτους. Όταν πλέον φοβούνταν το χειρότερο, εμφανίστηκε ντυμένος με γυναικείο μανδύα και μακρύ χιτώνα, μέσα σε ένα πανδαιμόνιο από ντέφια και αυλούς. Αφού τραγούδησε και χόρεψε, εξαφανίστηκε. Στις θεατρικές παραστάσεις δεν μπορούσε να αντισταθεί να συνοδεύει με το τραγούδι του τους τραγικούς ηθοποιούς ενώ απήγγελλαν και εμιμείτο τις χειρονομίες των θεατρίνων εγκωμιάζοντάς τους ή διορθώνοντάς τους δημόσια. Καλός παλαιστής, οι αγαπημένοι του μονομάχοι ήταν οι Θράκες και οι λεγόμενοι «εκτελεστές». Μισούσε τους μυρμίλλωνες, των οποίων μείωσε την πανοπλία. Προαναφέραμε ήδη τι έκανε σε έναν από αυτούς ενώ εξασκούνταν. Καλός στις αρματοδρομίες, ήταν φανατικός οπαδός της ομάδας των πρασίνων (στην εποχή του υπήρχαν τέσσερις ομάδες τεθρίππων αρμάτων: κόκκινη, πράσινη, γαλάζια και λευκή), ώσπου έφτανε σε σημείο να δειπνεί μερικές φορές στους στάβλους του και ακόμη και να κοιμάται εκεί. Για το αγαπημένο του άλογο, τον Ιncitatus (Ακάθεκτος), έφτιαξε έναν μαρμάρινο στάβλο και ένα παχνί από ελεφαντόδοντο, και του χάρισε ένα σπίτι και σκλάβους. Λέγεται ότι είχε σκεφτεί να τον κάνει ύπατο, αν και αυτό μπορεί να ήταν ένα αστείο ή μία ακόμη ένδειξη περιφρόνησης προς τους ευπατρίδες. Με αυτή την αγάπη του σχετίζεται μια από τις πιο γνωστές του φράσεις: «Μακάρι ο ρωμαϊκός λαός να είχε έναν μόνο λαιμό!»- έξαλλος επειδή το κοινό ζητωκραύγαζε κάποια τέθριππα άρματα που δεν ήταν τα αγαπημένα του, θα του άρεσε να μπορούσε να κόψει τα κεφάλια όλων των Ρωμαίων με ένα μόνο χτύπημα.

Ανισόρροπος

Το να κόβει λαιμούς φαίνεται πως ήταν μία από τις εμμονές του. Όταν φιλούσε τον λαιμό της συζύγου του ή των ερωμένων του, συνήθιζε να λέει: «Ω, πόσο όμορφος λαιμός! Θα κοπεί μόλις εγώ προστάξω!». Η φαλάκρα ήταν μια άλλη εμμονή του. Δεν είχε μαλλιά στην κορυφή του κεφαλιού και αν κάποιος τον κοίταζε από πάνω τον τιμωρούσαν με την έσχατη ποινή, ενώ όταν συναντούσε άτομα με μακριά και όμορφα μαλλιά τούς τα έκοβε. Σε κάποια περίπτωση, με τους κρατουμένους σε σειρά, χωρίς να ασχοληθεί να δει καν τι είχαν κάνει, αποφάσισε να ρίξουν στα θηρία όλους «από τον έναν φαλακρό ως τον άλλον φαλακρό».
Ικανοποιούσε τη σκληρότητά του με βασανιστήρια τόσο σωματικά όσο και ηθικά, και στις εκτελέσεις έκανε παροιμιώδη τη διαταγή «πληγώστε τον έτσι ώστε να καταλάβει ότι πεθαίνει». Υποχρέωνε τους γονείς να παρευρίσκονται στα βασανιστήρια των παιδιών τους. Έναν από αυτούς, ύστερα από το μαρτύριο, τον ανάγκασε να παρευρεθεί σε ένα συμπόσιο, αστειευόταν μαζί του και τον προέτρεπε να λέει ανέκδοτα. Διέταξε να μαστιγώνουν παρουσία του επί ημέρες έναν υπεύθυνο αθλοπαιδιών και κυνηγετικών εξορμήσεων και όταν η μυρωδιά από τη σήψη του εγκεφάλου του άρχισε να τον ενοχλεί, συγκατατέθηκε επιτέλους να τον σκοτώσουν. Προφανώς η τρέλα είναι η μοναδική δυνατή εξήγηση για το τρομερό και εκτεταμένο βιογραφικό του. Είχε και ο ίδιος επίγνωση της πνευματικής του ανισορροπίας και συχνά σκεφτόταν να αποσυρθεί για να προσπαθήσει να θεραπευτεί. Πιστεύεται ότι ήταν σχιζοφρενής. Ηταν επιληπτικός και έπασχε από αϋπνίες. Είχε νυχτερινές κρίσεις τρόμου και όταν ξεσπούσε δυνατή καταιγίδα κρυβόταν κάτω από το κρεβάτι ή έτρεχε σε όλο το παλάτι ζητώντας βοήθεια.

Ο Θεός Ήλιος

Ο Καλιγούλας συνέβαλε στην περαιτέρω εδραίωση της Αυτοκρατορίας και στην κατάλυση της δημοκρατίας, που είχαν ξεκινήσει επί Αυγούστου και συνεχίστηκαν επί Τιβέριου. Η υπεροψία του μπορεί να γίνει κατανοητή από πολιτική σκοπιά ως τρόπος να εδραιώσει μια θεοκρατία και να συγκεντρώσει ακόμη περισσότερο την εξουσία στο άτομό του. Όσοι υποστηρίζουν ότι γι΄ αυτόν τον σκοπό ακολούθησε ως πρότυπο την αιγυπτιακή παράδοση και ότι γι΄ αυτό κοιμόταν με τις αδελφές του ξεχνούν ότι ήταν εραστής της Δρουσίλλας πολύ προτού ανακηρυχθεί αυτοκράτορας. Το αδιαμφισβήτητο είναι ότι αυτό το σχέδιο, αν υπήρξε, αναμείχθηκε, όπως και όλα, με την παράνοιά του. Δίπλα στο άγαλμα του Δία ρώτησε τον Απελλή, έναν τραγικό ηθοποιό, ποιος από τους δύο τού φαινόταν πιο σημαντικός. Ο ηθοποιός δίστασε και ο Καλιγούλας διέταξε να τον μαστιγώσουν μέχρι θανάτου χωρίς να πάψει να εγκωμιάζει τη φωνή του, εξαιρετική ακόμη και όταν στέναζε ζητώντας έλεος. Είχε επεκτείνει ως την Αγορά ένα μέρος του παλατιού του και είχε μετατρέψει τον ναό του Κάστορα και του Πολυδεύκη σε πύλη εισόδου, ενώ εμφανιζόταν συχνά ανάμεσα στους δύο θεούς και οι περαστικοί έπρεπε να τον λατρεύουν. Δεδομένου ότι πίστευε πως ήταν ο Θεός Ήλιος, τις νύχτες με πανσέληνο προσκαλούσε- χωρίς επιτυχία- τη Σελήνη να κάνει έρωτα μαζί του. Την ημέρα μιλούσε είτε μεγαλόφωνα είτε στο αφτί στο άγαλμα του Καπιτωλίου Διός και πλησίαζε το αφτί του στο στόμα του αγάλματος για να ακούσει τις απαντήσεις. Κάποτε τον άκουσαν να το απειλεί: «Ή θα με ρίξεις εσύ εμένα ή εγώ εσένα» (στίχος από την «Ιλιάδα»).
Μέσα στην παραφροσύνη του, διατηρούσε μια κάποια λογική: κανένας δεν μπορούσε να επισκιάσει τον Θεό Ήλιο. Κατέστρεψε τα αγάλματα διακεκριμένων ανθρώπων που ο Αύγουστος είχε μεταφέρει από το Καπιτώλιο στο Πεδίον του Άρεως. Βρέθηκε στα πρόθυρα να αποσύρει από τις βιβλιοθήκες όλα τα έργα και τις προτομές του Τίτου Λίβιου, λόγω πλήρους έλλειψης ταλέντου, και του Βιργιλίου, διότι ήταν ασυναρτησίες. Για τον Σενέκα έλεγε ότι συνέθετε «απλές ποιητικές ασκήσεις για διαγωνισμούς» και ότι το έργο του ήταν «άμμος χωρίς ασβέστη», δηλαδή ότι το ύφος ξέφευγε από τον κλασικό κανόνα της «σφιχτής» ενότητας του συνόλου. Διέταξε να δολοφονήσουν τον Πτολεμαίο, αφού τον υποχρέωσε να έρθει από το βασίλειό του και του απένειμε μεγάλες τιμές, διότι οι θεατές τον ακολούθησαν με το βλέμμα τους όταν μπήκε στον ιππόδρομο, γοητευμένοι από τον πορφυρό μανδύα του. Αν αυτό μπορεί να θεωρηθεί ως ένα βήμα για να προσαρτήσει τη Μαυριτανία, αυτό που έκανε στον γιο ενός εκατόνταρχου, στον Έσιο Πρόκουλο, τον επονομαζόμενο Κολοσέρο (δηλαδή Έρωτα Κολοσσό), λόγω της ομορφιάς του και της ρωμαλέας του διάπλασης, μπορεί να ερμηνευτεί μόνο λόγω της διαστροφής του: τον σήκωσε από το κάθισμά του στο αμφιθέατρο και τον πέταξε στην αρένα. Βγήκε νικητής σε δύο μάχες και ο Καλιγούλας διέταξε να τον περιφέρουν καλυμμένο με κουρέλια και αλυσοδεμένο, να τον εκθέσουν στις γυναίκες και, τέλος, να του κόψουν τον λαιμό.

Ο «μαλθακός» δήμιος

Ο Καλιγούλας ήταν ψηλός με πολύ άσπρο δέρμα και σωματώδης. Είχε βαθουλωμένα μάτια και κροτάφους, πλατύ και απειλητικό μέτωπο και χρησιμοποιούσε μακιγιάζ για να φαίνεται πιο άγριος, επιπλέον δε δοκίμαζε φρικτές γκριμάτσες μπροστά στον καθρέφτη. «Ας με μισούν, αρκεί να με σέβονται» ήταν μία από τις αγαπημένες του φράσεις, όπως προαναφέραμε. Χωρίς αμφιβολία το κατόρθωσε. Μια ομάδα συνωμοτών συμφώνησε να του επιτεθεί στην έξοδο των Παλατίνων Αγώνων. Ο Κάσιος Χαιρέας, τριττύαρχος μιας κοόρτιδος των πραιτωριανών, ζήτησε να είναι ο πρώτος που θα τον λάβωνε, απηυδησμένος από τις κοροϊδίες του Καλιγούλα, που τον αποκαλούσε γέρο, μαλθακό και θηλυπρεπή. Ο Χαιρέας ήξερε τον Καλιγούλα από τότε που αυτός ήταν παιδί, γιατί υπήρξε ένας από τους καλύτερους αξιωματικούς του πατέρα του. Στις 24 Ιανουαρίου του 41 μ.Χ., σε μια υπόγεια στοά, τον τραυμάτισαν ο Χαιρέας και ο τριττύαρχος Κορνήλιος Σαβίνος. Οι υπόλοιποι συνωμότες μόλις έπεσε κάτω τον μαχαίρωσαν τριάντα φορές με τα ξίφη και τα στιλέτα τους. Ενας εκατόνταρχος σκότωσε την Καισονία, ενώ την κόρη του την έλιωσαν στον τοίχο.

Το πρόσωπο της συμφοράς

Υπάρχουν ιστορικοί οι οποίοι στο νεφελώδες πλαίσιο του πολιτικώς ορθού προσπαθούν να αποκαταστήσουν την εικόνα των κακών της Ιστορίας. Θυμάμαι που πριν από μερικά χρόνια στη Γαλλία «αναθεώρησαν» τη δίκη του βασανιστή και δολοφόνου συντρόφου της Ζαν ντ΄ Αρκ, του Ζιλ ντε Ρε- του καταλογίζονται 80-600 φόνοι, παιδιών κυρίως. Αρχικώς ασελγούσε πάνω τους και μετά τα βασάνιζε. Τον απήλλαξαν από τις κατηγορίες λόγω «έλλειψης αποδεικτικών στοιχείων». Κρίνοντας τον Καλιγούλα υποστηρίζουν ότι και οι διάδοχοί του επίσης σκότωσαν τους κληρονόμους τους και κυβέρνησαν σε καθεστώς τρομοκρατίας, λες και η φαυλότητα ενός αχρείου μπορεί να δικαιολογηθεί από την ύπαρξη άλλων φαύλων. Ή τον δικαιολογούν διότι είχε πολύ… άγχος λόγω της απόλυτης εξουσίας που του δόθηκε δίχως να είναι προετοιμασμένος για αυτήν, λες και αυτό μπορεί να δικαιολογήσει, π.χ., το να βγάζει από την αρένα έναν ευπατρίδη που φώναζε ότι ήταν αθώος και να τον ξαναρίχνει στα θηρία με τη γλώσσα κομμένη. Και παρ΄ ότι τα στοιχεία που παρέχει ο Σουητώνιος είναι ανατριχιαστικά όσο και συγκεκριμένα, τίθενται υπό αμφισβήτηση γιατί ήταν αντιμοναρχικός. Δηλαδή ένας κριτικός του Στάλιν ή του Χίτλερ, που δεν είναι κομμουνιστής ή εθνικοσοσιαλιστής, δεν θα μπορούσε να εκφράσει τον τρόμο του μπροστά σε τέτοια τέρατα;
Ο Καλιγούλας διαμαρτυρόταν γιατί η βασιλεία του δεν χαρακτηρίστηκε από κάποια μεγάλη συμφορά, όπως εκείνη του Αυγούστου, όταν εξοντώθηκαν οι λεγεώνες του Βάρου στον Τευτοβούργιο Δρυμό ενάντια στους Γερμανούς, ή του Τιβέριου, όταν κατέρρευσε ο ιππόδρομός του Φιδένας, και επιθυμούσε να συμβεί μια επιδημία, ένας λιμός ή κάποιος σεισμός. Νομίζω πως είναι η μοναδική φορά που υποτίμησε τον εαυτό του: η συμφορά αυτή που τόσο λαχταρούσε για να μην πέσει στη λησμονιά η βασιλεία του ήταν εκείνος ο ίδιος. Ανάμεσα στα όσα διηγούνται για τον σαδιστή αυτοκράτορα υπάρχει μια ιστορία που μου φαίνεται ιδιαίτερα ανησυχητική, όχι για τη βαρβαρότητά της αλλά για τη διαύγεια και τη σημασία της, που μπορεί να εφαρμοστεί σε οποιαδήποτε εποχή και σε οποιονδήποτε λαό όταν υπομένει έναν τύραννο. Ένας Γαλάτης που τόλμησε να τον φωνάξει καταπρόσωπο «μαριονέτα» πήρε την εξής απάντηση: «Αυτό είναι αλήθεια, πιστεύεις όμως ότι οι υπήκοοί μου αξίζουν περισσότερο από μένα;».

Πηγή: Το Βήμα, Μartin Casariego, 20/8/09