Δανάη-Χριστίνα Ναούμ, Ο εξελληνισμός της θεάς Ίσιδας και η εξάπλωση της λατρείας της

Η ανάπτυξη και η διάδοση της Ισιακής λατρείας αποτέλεσε μια πολύπλοκη και πολύπλευρη πολιτική και θρησκευτική κατάσταση στην Αίγυπτο. Η λατρεία της Ίσιδας εξαπλώθηκε και βορειότερα, στο Αιγαίο, και κατά συνέπεια και στον ελλαδικό χώρο. Η εξάπλωση της λατρείας της Ίσιδας αποτέλεσε το θέμα πολλών νέων επιστημονικών ερευνών ενώ τα σχετικά αρχαιολογικά προγράμματα τόνωσαν το ενδιαφέρον για τα χαρακτηριστικά της λατρείας κατά την ελληνιστική περίοδο ταυτόχρονα σε Αίγυπτο και Ελλάδα. Ενώ μέχρι πρόσφατα η επιστημονική έρευνα για τις αιγυπτιακές λατρείες στην Ελλάδα ήταν περιορισμένη, σταδιακά αναπτύχθηκε χάρη στις συστηματικές μελέτες και τις ανασκαφές, εμπλουτίζοντας σημαντικά τη σχετική βιβλιογραφία.

Η παρούσα μελέτη επικεντρώνεται στην καθιέρωση της λατρείας της Ίσιδας στην Ελλάδα, μέσα από την πληθώρα των επιγραφικών μαρτυριών, είτε σε επιτύμβιες στήλες, είτε με τη μορφή αναθημάτων, όπως επίσης και από άλλες αποσπασματικές πηγές. Πρωταρχικός μου σκοπός μελετώντας την αιγυπτιακή επιρροή στην Ελλάδα ήταν να κατανοηθεί το φαινόμενο της αφομοίωσης της ξένης θρησκευτικής λατρείας – από τους ανθρώπους που διέμεναν μόνιμα εκεί ή που ασχολούνταν κυρίως με το εμπόριο ή ήταν ταξιδιώτες, μεταξύ Ελλάδας – Αιγύπτου. Για παράδειγμα, ο Πειραιάς κατά τη διάρκεια του 4ου αι. π.Χ. αποκτά ιδιαίτερη εμπορική σημασία. Η άδεια για την ίδρυση ενός ιερού για την θεά Ίσιδα από τους αιγύπτιους μετανάστες, κοντά στο λιμάνι του Πειραιά, αποτελεί μια από τις πρώτες γραπτές μαρτυρίες (Sylloge Inscriptionum Religionis Isiacae et Sarapiacae – SIRIS 1 και Recueil des inscriptions concernant les cultes isiaques – RICIS 101/0101) για την άσκηση αιγυπτιακών λατρειών στην Ελλάδα και χρονολογείται περί το 333/2 π.Χ.

Ακόμη περισσότερο γίνεται αισθητή η επιρροή της αιγυπτιακής λατρείας στην τέχνη και τον πολιτισμό. Κατά τις πρόσφατες υποβρύχιες ανασκαφές στο λιμάνι της Αλεξάνδρειας ήρθαν στο φως μνημειακές κατασκευές και αγάλματα της βασιλικής αυλής των Πτολεμαίων, ορισμένοι από τους οποίους υπήρξαν λάτρεις της θεάς Ίσιδας. Πως όμως αναπτύχθηκε και διαδόθηκε η Ισιακή λατρεία; Καθοριστικό ρόλο σε αυτή την θρησκευτική και λατρευτική εξέλιξη παίζει ο δυναστικός χαρακτήρας της άσκησης εξουσίας από τους Πτολεμαίους. Ο θεσμός των θεοποιημένων ηγεμόνων βρίσκει την τέλεια έκφραση του στην παρουσία της Ίσιδας και του Σάραπη. Ειδικότερα, οι βασίλισσες των Πτολεμαίων δανείζονταν θεϊκά χαρακτηριστικά και συμβολισμούς από την εικονογραφία της θεάς Ίσιδας, ταυτιζόμενες συχνά με την εν λόγω θεά. Μάλιστα, σε πολλές περιπτώσεις οι απεικονίσεις της θεάς Ίσιδας σε αρχαιολογικά ευρήματα συγχέονται με αυτές των βασιλισσών. Ωστόσο, με την ιδιαίτερη και προσεκτικότερη εξέταση των αναρίθμητων απεικονίσεων της θεάς Ίσιδας στην πλαστική, καθώς και στη νομισματική και τη γενικότερη εικονογραφία, διαπιστώνεται ότι η δημοφιλής σε όλες τις εποχές αιγύπτια θεά μπορεί και ξεχωρίζει χάρη στα μοναδικά χαρακτηριστικά της. Η σπουδαιότητα που έχουν προσδώσει οι αρχαιολόγοι στη βασιλική εικονογραφία λειτουργεί συχνά εις βάρος της σημασίας της Ίσιδας.

Οι αναπαραστάσεις της Ίσιδας σε αγάλματα, κεραμικά, μικρά ειδώλια, και μαρμάρινα ανάγλυφα κάθε τύπου στον ελλαδικό χώρο, σηματοδοτεί την ποικιλία και τη διαφορετικότητα της εικόνας της, η οποία είναι ανάλογη με το κοινό στο οποίο απευθυνόταν. Ο εξελληνισμός της θεάς στην πλαστική παρατηρείται ήδη από τα πρώτα χρόνια του 3ου αι. π.Χ. στην Αίγυπτο με τους Πτολεμαίους, και επεκτείνεται στις απεικονίσεις της Ίσιδας στην Ελλάδα, όπου διαμορφώνεται πλήρως μία νέα υπόσταση ελληνίδας θεάς με ανθρωπιστικό χαρακτήρα. Οι συχνές συνταυτίσεις της με ελληνικές γυναικείες θεότητες όπως η Δήμητρα και η Αφροδίτη είναι χαρακτηριστικές, ενώ υπάρχουν πολυάριθμα παραδείγματα αρχαιολογικών ευρημάτων σε ιερά όπως της Δήλου και του Δίου, σε λιμάνια όπως της Θεσσαλονίκης και της Κορίνθου και σε πλήθος άλλα μέρη θρησκευτικής, εμπορικής και πολιτικής σημασίας.

Στον αντίποδα της Ισιακής λατρείας, διαδραματίζονται και άλλα λατρευτικά φαινόμενα που παραλληλίζουν το πάντρεμα της Ίσιδας και του Όσιρι (αργότερα μετουσιώθηκε σε Σάραπη), που έγινε ήδη από τα φαραωνικά χρόνια, με αυτό των Πτολεμαίων. Αυτό το μοντέλο του ζεύγους των προαναφερθέντων αιγύπτιων θεών αποτέλεσε δυνατό παράδειγμα για την μετέπειτα θεοποίηση των βασιλέων, κυρίως από ιερατεία που επιχορηγούνταν από τους Πτολεμαίους, με σκοπό τη διαμόρφωση της λατρείας μέσα από θρησκευτικά κείμενα και ιδέες.

Διαπιστώνεται λοιπόν, ότι η λατρεία της θεάς Ίσιδας προήλθε ταυτόχρονα από δύο διαφορετικές κατευθύνσεις, διά βίου των βασιλέων της Πτολεμαϊκής περιόδου με τις λατρευτικές τους εκδηλώσεις και πολιτιστικές παραδόσεις μέσα σε πνεύμα συγκρητισμού, και από την έκδηλη λατρευτική δραστηριότητα των απλών ανθρώπων. Αυτοί ήταν κυρίως σκλάβοι, έμποροι και μετανάστες, που έβλεπαν στο πρόσωπο της θεάς τη διέξοδο για τη λύτρωση ή την ανακούφιση από τα δύσκολα χρόνια της έντονης πολεμικής δραστηριότητας και της καθημερινότητας, που οδηγούσε συχνά στην εξαθλίωση. Έντονο ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι χαρακτηρισμοί της θεάς: ως επήκοος, που σημαίνει ότι είναι αυτή που εισακούει και ανταποκρίνεται στις ικεσίες, ως σώτειρα, που διαθέτει τη δύναμη να ικανοποιήσει τις προσδοκίες των πιστών της. Η μακρά λίστα των ονομάτων σε πολλά αναθήματα που ήταν αφιερωμένα στη θεά Ίσιδα αποτελεί ακόμη μια ηχηρή απόδειξη της μεγάλης σημασίας της λατρείας της από τους ακολούθους της. Επιπρόσθετα, πληθώρα επιθέτων αποδίδονται στην εξελληνισμένη αιγύπτια θεά σε συνάρτηση με τοπικά σύμβολα με τα οποία συνδέεται και κατά συνέπεια τα υιοθετεί ως δικά της, για την αποδοχή και την εδραίωσή της στα λατρευτικά ιερά.

Συμπερασματικά, αξίζει να σημειωθεί ότι η ταύτιση των ελληνικών και αιγύπτιων θεοτήτων και άλλων οντοτήτων ήταν μια εμφανής πρακτική από τα αρχαϊκά ακόμη χρόνια αλλά έγινε τελείως διαφορετική στην ελληνιστική εποχή, όπου οι εικονογραφικές γραμμές και λεπτομέρειες παρέμειναν πιο ξεκάθαρες. Κλείνοντας το θέμα της εξάπλωσης της λατρείας και του εξελληνισμού της θεάς Ίσιδας, πρέπει να επισημάνουμε ότι, τελικά, η συμπονετική αιγύπτια θεά απέκτησε μεγαλύτερα προνόμια και τιμές στην Ελλάδα από ότι είχε στην Αίγυπτο. Το μυθολογικό της παρελθόν την βοήθησε να συσχετιστεί με τη μητρική φιγούρα, καθότι υπήρξε αδερφή και σύζυγος του Όσιρι και μάνα του Ώρου. Ένα ακόμη χαρακτηριστικό που χρησιμοποιήθηκε από τους Πτολεμαίους για την ταύτισή τους με τους θεούς, με στόχο την αποτελεσματική άσκηση της εξουσίας τους.

Επιλεγμένη βιβλιογραφία
R.S. Bianchi, “Images of Cleopatra VII reconsidered”, στο S. Walker / S.A. Ashton (επιμ.), Cleopatra reassessed, “The British Museum Occasional Paper Number 103”, Λονδίνο 2004, σ. 13-23.
B. von Bothmer, “Hellenistic elements in Egyptian sculpture of the Ptolemaic period”, στο K. Hamma (επιμ.), Alexandria and Alexandrianism, The J. Paul Getty Museum, Malibu / California 1996, σ. 215-230.
W. Burkert, Αρχαία ελληνική θρησκεία: Aρχαïκή και Κλασσική εποχή, μτφρ. Ν.Π. Mπεζαντάκος και Α. Αβαγιανού, Καρδαμίτσα, Αθήνα 1993.
S. Dow, “The Egyptian Cults in Athens”, The Harvard Theological Review, 30 (1937), σ. 184-232.
F. Dunand, Isis: mère des dieux, Errance, Παρίσι 2000.
P.M. Fraser, Ptolemaic Alexandria, τομ. I-III, Clarendon Press, Οξφόρδη 1972.
Π. Παχής, Ίσις Καρποτόκος, τόμος Ι, Οικουμένη, προλεγόμενα στον συγκρητισμό των Ελληνιστικών χρόνων, Βάνιας, Θεσσαλονίκη 2003.

Δανάη-Χριστίνα Ναούμ
cavalier1977@hotmail.com

Για τη διατριβή
Τύπος: διατριβή, School of Archaeology, Classics and Egyptology, Πανεπιστήμιο Λίβερπουλ, Μ. Βρετανία
Πρωτότυπος τίτλος: Isis in the Ptolemaic period
Επιβλέπων καθηγητής: Prof. John K. Davies, Emeritus Professor and Honorary Senior Fellow, Πανεπιστήμιο Λίβερπουλ
Διάρκεια: 2001-2007
Υποστήριξη: 2008
Μέλη της επιτροπής: Prof. Alan Lloyd (University of Swansea), Prof. Chris Mee (University of Liverpool)
Περιγραφή: 1 τόμος, 251 σελίδες κείμενο, 135 εικόνες.
Γλώσσα: αγγλικά