Το πρόβλημα της χρονικής συγκρότησης και της συνέχειας του ελληνικού έθνους βρέθηκε στο επίκεντρο της δημόσιας συζήτησης πριν από μερικά χρόνια. Το όνομα της Μακεδονίας και η σχετική αντιπαράθεση έθεσαν επίσης το πρόβλημα της νομιμοποίησης διεκδίκησης ιστορικών περιόδων από σύγχρονα έθνη. Ποιο είναι όμως το ιστορικό βάθος των συζητήσεων αυτών; Ο Δημήτρης Σταματόπουλος, μέσα από μια μεγάλη έρευνα που περιλαμβάνει ένα κύκλο ξεχασμένων ιστορικών και διανοουμένων του 19ου αιώνα και των αρχών του 20ού, ανοίγει ένα νέο παράθυρο στις συζητήσεις και στις διαφωνίες μέσα από τις οποίες συγκροτήθηκε και παγιώθηκε η εικόνα που έχουμε σήμερα για το εθνικό παρελθόν, και όχι μόνο το ελληνικό. Μέσα από ανάλογες συζητήσεις, διαφωνίες, αλλαγές πολιτικών προτεραιοτήτων συγκρότησαν την εθνική τους ιστορία και τα άλλα βαλκανικά έθνη. Ο ένας πόλος της συζήτησης ήταν ο μεγάλος κύκλος θιασωτών της αυτοκρατορίας γύρω από το Πατριαρχείο της Κωνσταντινούπολης. Ενας πολυεθνικός κύκλος με διαπραγματεύσιμες και ρευστές εθνικές επωνυμίες. Ο άλλος πόλος αποτελούνταν από τους εθνικούς ιστορικούς. Για όλους αυτούς, σε μια εποχή που την ατζέντα της συζήτησης την καθόριζαν τα αναδυόμενα έθνη τα οποία αναζητούσαν να συγκροτήσουν μια ιστορική γενεαλογία που να στηρίζει την ύπαρξη και τις φιλοδοξίες τους, το πρόβλημα του Βυζαντίου είχε κομβική σημασία. Σε ποιον ανήκε, ποιος θα το διεκδικούσε, αποτελούσε συνέχεια ή ασυνέχεια με τις προηγούμενες ιστορικές περιόδους;
Σπαράγματα παραδόσεων
Για να καταλάβουμε πώς ετίθεντο τα ερωτήματα τότε, θα πρέπει να πάρουμε υπόψη μας δύο ζητήματα. Αν μιλάμε τώρα για «Βυζάντιο» και «βυζαντινή περίοδο», αυτό οφείλεται στην επίδραση της ακαδημαϊκής ιστοριογραφίας που ενιαιοποίησε και υποστασιοποίησε ένα τεράστιο άνυσμα χρόνου, από την ύστερη Ρωμαϊκή αρχαιότητα ως τα πρώιμα νεώτερα χρόνια. Τι ήταν όλα αυτά πριν από την επέλαση της βυζαντινολογίας; Εκκλησιαστική παράδοση και «δίκαιο των πιστών ημών βασιλέων» (Εξάβιβλος του Αρμενόπουλου), σπαράγματα παραδόσεων αλλά τίποτε ενιαίο, επίσημο, συμπαγές όπως αυτό που ονομάστηκε, περιχαρακώθηκε και κατοχυρώθηκε στον 19ο αιώνα ως ιστορική περίοδος και επιστημονικός κλάδος. Το Βυζάντιο όπως το έχουμε στο μυαλό μας είναι μια κατασκευή των λογίων και ανταποκρινόταν στα ζητούμενά τους τον 19ο αιώνα. Αυτό όμως το Βυζάντιο είχε εξοριστεί από τονκανόνατης ιστορίας της Ευρώπης, ως η μακρά παρακμή του αρχαίου πολιτισμού που απομάκρυνε την Ανατολική Ευρώπη από την κοινή ευρωπαϊκή εξέλιξη. Μετά τον Γίββωνα, τον Βολταίρο, τον Χέγκελ η εκδοχή αυτή έγινε κοινός τόπος της ευρωπαϊκής ιστορίας.
Όσοι ιστορικοί επομένως λογάριαζαν να συμπεριλάβουν το Βυζάντιο στις εθνικές ιστορίες που κατασκεύαζαν, έπρεπε να τολμήσουν να αναμετρηθούν με αυτά τα δύο ζητήματα. Πώς, από πότε και με ποιους όρους να το αναδείξουν ως δικό τους, και με ποια πιστοποιητικά να το παρουσιάσουν ως ισότιμο με το δυτικό παρελθόν; Ο Ζαμπέλιος βρήκε στο Βυζάντιο τη συνέχεια του Ελληνισμού στο πλήρωμα της Εκκλησίας, που υποτίθεται ότι ενσάρκωνε την παράδοση του δήμου. Αντίθετα ο Παπαρρηγόπουλος αναζήτησε την ελληνική επιβίωση στις αιρέσεις. Εκεί μάλιστα βρήκε και το κλειδί για να παρουσιάσει το Βυζάντιο στη Δύση. Η εικονομαχία ονομάστηκε πρώιμη Μεταρρύθμιση. Επομένως το Βυζάντιο μπορούσε να συγκροτήσει κρίκο του ελληνικού παρελθόντος, χωρίς να διακινδυνέψει απόρριψη από τον δυτικό κανόνα. Ολα αυτά δεν γίνονταν χωρίς λογικές και ιστοριογραφικές ακροβασίες. Εκείνος όμως που αναδείχτηκε η εναλλακτική φωνή στους εθνικούς ιστοριογράφους της Ελλάδας ήταν ο Μανουήλ Γεδεών, επίσημος χρονικογράφος του Πατριαρχείου.
Ο Σταματόπουλος παρουσιάζει πολύ ωραία τον κύκλο των λογίων οι οποίοι μπροστά στα ανερχόμενα εθνικά κινήματα υπερασπίζουν το πνεύμα της αυτοκρατορίας μέσα από την καταδίκη του εθνοφυλετισμού, που απορρίπτει και την «ελληνορθοδοξία», αλλά επινοεί τον οικουμενισμό, κατ΄ αντιστοιχία της ισλαμικής Ούμμα . Στο πνεύμα αυτό, και συστοιχώντας την ιστορία με την εκκλησιαστική συνέχεια, ο Γεδεών παρουσιάζει την Οθωμανική αυτοκρατορία ως συνέχεια της Βυζαντινής. Η ιδεατή συζήτηση ανάμεσα στους τρεις ιστοριογράφους, δηλαδή τον Ζαμπέλιο, τον Παπαρρηγόπουλο και τον Γεδεών, από τους οποίους ο καθένας κρατάει μια διαφορετική σύνθεση των ελληνικών παρελθόντων, αναμειγνύοντας σε διαφορετική δοσολογία θρησκεία, εθνικότητα και εξουσία, δείχνει κάτι που δεν έχει τονιστεί επαρκώς ως τώρα: τη διάσταση της αυτοκρατορικής επιλογής. Παρατηρώντας από τη σημερινή κατάληξη της σταδιακής διεύρυνσης του εθνικού κράτους, δεν μπορούμε να διακρίνουμε τα διαφορετικά ενδεχόμενα, και προπαντός πώς αυτά τα ενδεχόμενα υπαγόρευαν διαφορετικές συνθέσεις του παρελθόντος. Τα πράγματα όμως ήταν πολύ λιγότερο ξεκάθαρα τον καιρό που αυτές οι ιστορίες γράφονταν.
Χριστιανικό αφήγημα
Στη βουλγαρική περίπτωση το ζήτημα του Βυζαντίου αναμειγνυόταν με το ερωτηματικό της «εθνογένεσης» των Βουλγάρων, πηγές για την οποία αναζητούνταν στη βυζαντινή γραμματεία, και με την αντιπαλότητα εναντίον των Ελλήνων, η χειραφέτηση από τους οποίους ήταν προαπαιτούμενο της βουλγαρικής εθνικής συγκρότησης. Η βουλγαρική ιστορία δεν μπορούσε παρά να αντανακλά τις τάσεις της βουλγαρικής κοινωνίας. Συμφιλίωση με το χριστιανικό αφήγημα και την παράδοση της Εκκλησίας; Συμμόρφωση με την ιδεολογία της «αναβίωσης» του πολιτισμού, επομένως με τα στάνταρ του δυτικού αφηγήματος και αναζήτηση μιας θέσης και σχέσης με την ελληνική αρχαιότητα; Υπέρβασή τους ώστε να αναζητηθεί μια αυτόνομη θέση στον δυτικό πολιτισμό μέσω της ινδοευρωπαϊκής παράδοσης; Ευφάνταστες λύσεις δεν έλειπαν. Κάποια στιγμή το όνομα Μακεδόνες διεκδικήθηκε από όλους τους Βαλκάνιους. Διαφορετικό ήταν το πρόβλημα των Ρουμάνων. Αν ήθελαν να δείξουν τη συνάφειά τους με τη Δύση, μπορούσαν να περηφανεύονται για τη ρωμαϊκή τους καταγωγή, αλλά κάτι τέτοιο ενίσχυε τους καθολικούς και τους ουνίτες, υπονομεύοντας την εθνική ενότητα. Αν επεδίωκαν να αναδείξουν την ιστορική τους συνέχεια, έπεφταν πάνω στους Σλάβους και κυρίως στους Φαναριώτες. Τα Βαλκάνια τους στένευαν, καθώς αναζητούσαν και αυτοί μια θέση στην παραδουνάβια Ευρώπη. Έτσι, για τον Νικολάι Ιόργκα, το «Βυζάντιο μετά το Βυζάντιο», η μεταθανάτια δηλαδή επιβίωση του Βυζαντίου ως πολιτισμικού και δικαιακού μοντέλου, σήμαινε την κυριαρχία του «πολιτισμού» πάνω στον σλαβικό και οθωμανικό «Μεσαίωνα» και βεβαίως μια συνηγορία για την ένταξη της Ρουμανίας και της Νοτιοανατολικής Ευρώπης στον δυτικό κανόνα ιστορίας. Η μεταβυζαντινή εποχή, συνέχιζε τη βυζαντινή, που με τη σειρά της συνέχιζε τον ελληνορωμαϊκό πολιτισμό, όπερ έδει δείξαι.
Από την οπτική των Σέρβων, που κληρονομούν και αυτοί ένα κομμάτι της βυζαντινής κληρονομιάς ενώ θέλουν να αποδείξουν και τη σλαβικότητα του πληθυσμού της Μακεδονίας, το πρόβλημα ήταν κατά πόσον το ελληνικό κράτος νομιμοποιούνταν να διεκδικεί για τον εαυτό του ολόκληρη τη βυζαντινή πίτα. Για τα νεοσύστατα βαλκανικά έθνη, περιλαμβανομένων και των Αλβανών, που ήθελαν να αποδείξουν αφενός καταγωγή από την αρχαιότητα (Πελασγούς, Ιλλυριούς) αλλά και συνέχεια στον Μεσαίωνα (Στέφανος Ντουσάν, Σκεντέρμπεης), η Βυζαντινή αυτοκρατορία θά ΄πρεπε να τους χωράει όλους, χωρίς να ανήκει σε κανέναν ξεχωριστά. Οι δυσκολίες συγκρότησης εθνικής ταυτότητας φαίνονται στην περίπτωση του Σαμί Φράσερι, ταυτόχρονα διάσημου οθωμανού συγγραφέα και αλβανού πατριώτη, που από την εξύμνηση του ισλαμικού οικουμενισμού περνάει στην αναζήτηση συγκρότησης αλβανικής εθνότητας, αναζητώντας την υπέρβαση των διαχωρισμών που επέβαλαν οι διαφορετικές θρησκείες.
Το πρότυπο της Ρωσίας
Το Βυζάντιο ήταν βεβαίως το μεγάλο διακύβευμα της ρωσικής ιστοριογραφίας, ανάμεσα στους οπαδούς και στους αντιπάλους του δυτικού ιστοριογραφικού κανόνα. Ο συγγραφέας δεν επεκτείνεται, θα χρειαζόταν μιαν άλλη, αντίστοιχου μεγέθους μελέτη. Η αναφορά όμως στον Κωνσταντίνο Λεόντιεφ είναι ενδεικτική. Πρόοδος σημαίνει αποσύνθεση, τα εθνικά κράτη, ο κοινοβουλευτισμός, τα δυτικά ήθη υπονομεύουν τις μεγάλες αυτοκρατορίες που μέσα από μια ισορροπία ανάμεσα στη θρησκεία, στο κράτος και στην κοινωνία εξασφαλίζουν την ειρηνική διαβίωση και την προκοπή των υπηκόων τους, χωρίς τις ακρότητες του φιλελεύθερου ατομικισμού. Από την προοπτική αυτή το Βυζάντιο ήταν το πρότυπο αυτού του κοινωνικού ιδεώδους, το οποίο μεταλαμπαδεύτηκε στη Ρωσία, αλλά με τον τρόπο του συνέχιζε να ζει στην Ανατολή με την Οθωμανική αυτοκρατορία. Οι νέοι βάρβαροι ήταν τα έθνη που απειλούσαν να αιματοκυλίσουν τα Βαλκάνια.
Αλλά το Βυζάντιο δεν ήταν το μήλον της Έριδος μόνον ανάμεσα στους χριστιανούς των Βαλκανίων. Ο δυτικός οριενταλισμός καταδίκαζε την Οθωμανική αυτοκρατορία ως το κράτος των βαρβάρων νομάδων εισβολέων. Η εσωτερίκευση της κατηγορίας από τον νεοτουρκικό εθνικισμό τον έστρεψε στην καταδίκη του οθωμανικού παρελθόντος και στην αναζήτηση της χρυσής εποχής στην αυγή της προϊστορίας στην Κεντρική Ασία. Τούρκοι ιστορικοί, που κατάγονταν άλλωστε από τις οθωμανικές ελίτ, επιστράτευσαν άλλη μία φορά το Βυζάντιο, τούτη τη φορά για να υπερασπίσουν την υπόληψη της Οθωμανικής αυτοκρατορίας. Ο Φουάντ Κιουπρουλού δεν χρειαζόταν να αποδείξει, όπως ο Παπαρρηγόπουλος, τη συμβολή του Βυζαντίου στον πολιτισμό. Και μόνον η επίκλησή του ήταν αυτονόητη. Το ζητούμενο ήταν η απόδειξη της συνέχειας Βυζαντινής και Οθωμανικής αυτοκρατορίας για να πιστοποιηθεί ο πολιτισμός της τελευταίας.
Να επισημάνω, τέλος, ότι το βιβλίο αυτό δεν αναφέρεται μόνο σε κείμενα, αλλά επίσης στα δίκτυα των διανοουμένων αυτών και στις διαδρομές τους, στις συγκλίσεις και στις αποκλίσεις τους, στις εθνικές διαφοροποιήσεις κατά τη διάρκεια του βίου τους. Παράδειγμα συγκριτικής ιστορίας και ώριμος καρπός μεταεθνικής ιστοριογραφίας.
Πηγή: Το Βήμα, Αντώνης Λιάκος, καθηγητής Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, 2/7/09