Επί δεκαπέντε αιώνες προστάτευε το αθηναϊκό άστυ από τις εχθρικές επιβουλές αλλά σήμερα δεν είναι τίποτε περισσότερο από μια πέτρινη κατασκευή χαμένη στο χώμα και ανάμεσα στη βλάστηση των λόφων των Μουσών, της Πνύκας και των Νυμφών. Το διατείχισμα, ένα τμήμα της οχύρωσης της αρχαίας Αθήνας σωζόμενο σε μήκος 82 μέτρων και σε ύψος που φθάνει τα 3 μέτρα με πλάτος 4,80 μέτρα, υπήρξε ανέκαθεν ορατό και γι΄ αυτό εκτεθειμένο στις ατμοσφαιρικές μεταβολές, ιδιαίτερα της σύγχρονης εποχής αλλά και στις ανθρώπινες επεμβάσεις. Ως εκ τούτου η μόνη λύση προστασίας, την οποία και ενέκρινε το Κεντρικό Αρχαιολογικό Συμβούλιο, είναι η κατασκευή στεγάστρου ενώ μία σειρά ακόμη μέτρων θα ληφθούν για να το προστατέψουν από τη βροχή καθιστώντας το ταυτόχρονα ορατό για τους επισκέπτες. Πέραν αυτού ωστόσο η κατάσταση στον αρχαιολογικό χώρο που εκτείνεται στην περιοχή των λόφων παραμένει προβληματική όσον αφορά τα μνημεία εξαιτίας της αδυναμίας φύλαξής του αφού οι περίοικοι εναντιώνονται στην περίφραξη με το επιχείρημα της ελεύθερης πρόσβασης.
Επιφάνεια 215 τ.μ. θα καλύπτει το στέγαστρο, το οποίο θα τοποθετηθεί σε 1 μέτρο ύψος επάνω από την ανώτερη σωζόμενη στάθμη του αρχαίου και θα είναι διασπασμένο σε δύο ανισοϋψή τμήματα κατασκευασμένα από μέταλλο, σκυρόδεμα και πολυκαρβονικό υλικό. Επίσης θα ληφθούν μέτρα απορροής των ομβρίων υδάτων ενώ θα χαραχθεί νέα διαδρομή για την επίσκεψη του μνημείου.
Το διατείχισμα θεωρείται ένα από τα σημαντικότερα μνημεία που σώζονται στον αρχαιολογικό χώρο των Δυτικών Λόφων και προσφέρει σε αντίθεση με άλλα οχυρωματικά κατάλοιπα τη μοναδική ευκαιρία μιας συνολικής θεώρησης και ανάδειξης των σωζόμενων τμημάτων του. Γι΄ αυτό και η μελέτη προστασίας και αποκατάστασής του, που εκπονήθηκε από την Εφορεία Ακροπόλεως με υπεύθυνη του έργου την αρχαιολόγο κυρία Όλγα Βογιατζόγλου , έχει στόχο παράλληλα την ανασκαφική διερεύνηση και την ανάδειξη αυτού του τμήματος του τείχους ενώ η διαμόρφωση του περιβάλλοντος χώρου και η αποκατάσταση του ανάγλυφου του εδάφους θα συντελέσουν σε μια πιο βελτιωμένη και αναγνώσιμη εικόνα του. Το τμήμα αυτό του διατειχίσματος εντοπίζεται στον λόφο της Πνύκας και συγκεκριμένα στα νότια του Πρόπυλου και της Ανατολικής Στοάς του μνημειακού συγκροτήματος της Εκκλησίας του Δήμου. Κατασκευάστηκε στα τέλη του 4ου αιώνα π.Χ. ενώ αργότερα γύρω στο 200 π.Χ. υπήρξε και μια δεύτερη κατασκευαστική φάση με εκτεταμένες επισκευές, που λόγω του δομικού υλικού που χρησιμοποιήθηκε, αποκαλείται τείχος «εκ λευκού πωρολίθου». Επεμβάσεις στο διατείχισμα έγιναν και μετά την επιδρομή του Σύλλα, το 86 π.Χ., αλλά και στους αιώνες που ακολούθησαν ενώ οι καταστροφές που υπέστη η πύλη του Διπύλου υπέρ των Πυλών κατά την επιδρομή των Ερούλων (267 μ.Χ.) είχε ως αποτέλεσμα την εγκατάλειψη της περιοχής. Νέες εκτεταμένες επισκευές και ανακαινίσεις στο διατείχισμα έγιναν στην εποχή του Ιουστινιανού ενώ μία ακόμη μικρή επέμβαση κυρίως στην πύλη του Διπύλου υπέρ των Πυλών χρονολογείται από τον 12ο ή τις αρχές του 13ου αιώνα.
Το διατείχισμα διερευνήθηκε και μελετήθηκε στη δεκαετία του ΄30 από τους Τόμσον και Σκράντον της Αμερικανικής Αρχαιολογικής Σχολής Κλασικών Σπουδών. Όπως αναφέρει όμως η κυρία Όλγα Βογιατζόγλου η πρόσφατη έρευνα έδειξε ότι «οι ανασκαφικές τομές των Αμερικανών στην περιοχή της Πνύκας φαίνεται ότι καταχώθηκαν στη δεκαετία του 1940 με αποτέλεσμα να υπάρχει διάσταση μεταξύ της ανασκαφικής εικόνας του μνημείου το 1930 και της σημερινής του. Επιπλέον αποδεικνύεται ότι η φθορά του μνημείου είναι προϊούσα».
Γενικότερα πάντως η μεγαλύτερη καταστροφή που έχουν υποστεί τα μνημεία των λόφων οφείλεται στην αλόγιστη δενδροφύτευση της περιοχής στις αρχές του 20ού αιώνα με αποτέλεσμα την αποδόμηση των αρχαίων εξαιτίας του ριζικού συστήματος των δένδρων.
Πηγή: Το Βήμα, Μ. Θερμού, 17/7/09