«Πήγαμε στην Ανάληψη, την εκκλησία μας. Βάλαμε τα εικονίσματα σε κάσες. Ύστερα πήγαμε στο νεκροταφείο. Μοιράσαμε κόλλυβα, ψάλαμε τρισάγιο. Οι κάσες με τα εικονίσματα ήταν βαριές και δεν μπόρεσαν να τις μεταφέρουν. Έκαψαν στον φούρνο τα εικονίσματα και τις στάχτες τους τις σκόρπισαν στο νεκροταφείο», θυμάται η Κλεομένη Μαυρίδου τις δύσκολες ώρες του ξεριζωμού από το Σεβίν Καραχισάρ.
Ευτυχώς, όλα τα πολύτιμα κειμήλια των προσφύγων από την Ανατολική Θράκη, τον Πόντο, την Καππαδοκία και τη Μικρά Ασία δεν είχαν την ίδια τύχη. Άλλα κατάφεραν να φτάσουν στην Ελλάδα σε κιβώτια κι άλλα κρυμμένα μέσα σε παιδικά ρούχα ή ακόμη και σε κομμάτια ψωμιού στη θέση της ψίχας.
Διακόσια και πλέον από αυτά τα αντικείμενα, εικόνες, άμφια, σκεύη, ευαγγέλια, έντυπα- συνθέτουν τη νέα περιοδική έκθεση του Βυζαντινού και Χριστιανικού Μουσείου «Άνθρωποι και εικόνες: κειμήλια προσφύγων», που επιχειρεί να ταξιδέψει τον επισκέπτη στον χώρο και τον χρόνο δίνοντας τον λόγο στους ίδιους τους πρόσφυγες, μέσα από μαρτυρίες και φωτογραφίες-ντοκουμέντα πριν και μετά την καταστροφή.
«Ο Άγιος Βασίλειος μας προστάτευε. Εμείς οι Ρωμιοί της Καισαρείας δεν πάθαμε τίποτα, ενώ τους Αρμένηδες τους έσφαξαν οι Τούρκοι. Ο Άγιος προφυλάγει τα χώματά του», μαρτυρούν ο Νικόλας και η Κλεάνθη Μποσταντζόγλου από το Ταβλοσούν. Και δίπλα στα λόγια τους η επιμελήτρια της έκθεσης, Μαρία Φιλιππούση, παρουσιάζει εικόνες με επιρροές από τη Ρωσία, την Κωνσταντινούπολη, τα νησιά, τη Βόρεια Ελλάδα. Εικόνες με ντόπιους αγίους- όπως ο Άγιος Χριστόφορος ο Κυνοκέφαλος (με κεφάλι σκύλου, η καταγωγή του οποίου χάνεται στο Βυζάντιο), ο Άγιος Βασίλειος ή ο Άγιος Γεώργιος που καταγόταν από τα Ποτάμια της Καππαδοκίας. Την παλαιότερη εικόνα (14ος αι.) με θέμα «Επί σοι χαίρει», που εικονογραφεί τον ύμνο προς την Παναγία.
Τάματα και εξαρτήματα πολυελαίων με καραμανλίδικη γραφή (τούρκικα γραμμένα με ελληνικούς χαρακτήρες) εκτίθενται μαζί με επενδύσεις εικόνων- διότι σύμφωνα με άλλη μαρτυρία στις εκκλησίες της Μικράς Ασίας τα τάματα δεν ήταν ομοιώματα μελών που έπασχαν, αλλά αντικείμενα που η εκκλησία έβγαζε σε δημοπρασία για να έχει έσοδα- και χαρτονομίσματα-κουπόνια που εξέδιδαν οι εκκλησίες και ανταλλάσσονταν ακόμη και στην αγορά.
«Τελευταία αρχιερατική λειτουργία 8 Φεβρουαρίου, 9η Κυριακή 1922. Έπειτα εκτοπισμός. Αδριανούπολη», πρόλαβε να γράψει κάποιος στο Ευαγγέλιο του 1773 και σημαίνει τη δραματική στροφή στην έκθεση. Για να ακολουθήσουν όσα κατάφεραν οι πρόσφυγες να σώσουν. Χώμα από το κρεβάτι του Αγίου Ιωάννου του Ρώσου από το Προκόπι, στέφανα γάμου, ταφόπλακες, κατάστιχα και πιστοποιητικά γέννησης, εικονίσματα που κουβαλούσαν πάνω τους αιχμάλωτοι, ασημένια πλακίδια με χαραγμένα οικογενειακά δέντρα από το 1750.
Για να φτάσουν τα ιερά κειμήλια στο Βυζαντινό Μουσείο δεν χρειάστηκε να προσφέρουν έργα μόνο τα μουσεία Μπενάκη και Μικρασιατικού Ελληνισμού-Φιλιώ Χαϊδεμένου, αλλά και πολλές εκκλησίες στις οποίες ζουν σήμερα πρόσφυγες, σωματεία και πολλά οικογενειακά εικονοστάσια.
Αξίζει να σταθεί κάποιος στα κειμήλια που παραδόθηκαν στο Βυζαντινό Μουσείο από πρόσφυγες έως ότου φτιάξουν τις εκκλησιές τους (όπως η Οδηγήτρια του 1500 από την Προποντίδα) αλλά παρέμειναν στο μουσείο.
Πηγή: Τα Νέα, Μ. Αδαμοπούλου, 30/6/09