Με κάθε επισημότητα έγιναν χθες τα εγκαίνια του νέου Μουσείου της Ακρόπολης. Αρχηγοί κρατών και υψηλοί ξένοι από όλον τον κόσμο προσήλθαν έπειτα από πρόσκληση που έλαβαν από την ελληνική κυβέρνηση και σήμερα ακόμη που γράφονται αυτές οι γραμμές απολαμβάνουν τη θέρμη της ελληνικής
φιλοξενίας σε κρουαζιέρα σε νησιά του Αργοσαρωνικού. Υπήρξαν όμως και ηχηρές απουσίες. Μεταξύ αυτών και του διευθυντή του Βρετανικού Μουσείου που φιλοξενεί τα Ελγίνεια, όπως κακώς έχει επικρατήσει να αποκαλούνται τα περίφημα Γλυπτά του Παρθενώνα που αφήρεσε τόσο βάναυσα ο βρετανός πρεσβευτής παρά την Υψηλή Πύλη Τhomas Βruce, 7ος κατά σειρά λόρδος Ελγιν, μεταξύ 1801 και 1812.
Κανείς μας δεν παρεξήγησε τον κύριο διευθυντή.Η θέση του, ομολογουμένως, δύσκολη. Πιο δύσκολα όμως είναι τα πράγματα για τα ως πριν ηχηρά βρετανικά επιχειρήματα, που σήμερα εμφανίζονται, με καθυστέρηση ενάμιση αιώνα, έωλα καθώς η Βρετανία εμφανίζεται να ξεσπαθώνει μαζί με άλλες ευρωπαϊκές χώρες για τον επαναπατρισμό έργων τέχνης… που έκλεψαν οι ναζιστές μόλις πριν από μερικές δεκαετίες!
Επί έντεκα ολόκληρα χρόνια καράβια αμέτρητα, αφήνοντας πίσω τους το λιμάνι του Πειραιά, μετέφεραν στα σκοτεινά αμπάρια τους τον πολύτιμο θησαυρό που κομμάτι κομμάτι και με απίστευτη βαναυσότητα αφαιρούσαν εργάτες υπό τις διαταγές του «φιλότεχνου» λόρδου και της συζύγου του, λαίδης Έλγιν, από τον λόφο της Ακροπόλεως: 96 ακέραια ή ακρωτηριασμένα γλυπτά από τη ζωφόρο του Παρθενώνα, τέσσερα από τον ναό της Απτέρου Νίκης, 18 από το Ερέχθειο, μεταξύ των οποίων και μία Καρυάτιδα, τέσσερα από το Θέατρο του Διονύσου, τα περισσότερα έργα του Φειδία, και πάνω από 100 ενεπίγραφες πλάκες, γλυπτά μάρμαρα, βωμούς και χάλκινες ή μαρμάρινες υδρίες, όλα από τον πέριξ της Ακροπόλεως χώρο.
Η διεκδίκησή τους είναι υπόθεση που πηγαίνει πολύ παλιά πίσω στον χρόνο. Γι΄ αυτό δεν ήταν ούτε ένας ούτε δύο αλλά δεκατέσσερις οι φάκελοι που διά του συστήματος ηλεκτρονικής αναζήτησης, βάσει του οποίου την τελευταία δεκαετία ταξινομείται το Διπλωματικό Αρχείο ΥΠΕΞ, εντόπισε η έρευνα. Ο πρώτος τοποθετείται στο έτος 1836, όταν το νεοσύστατο ελληνικό κράτος πραγματοποιούσε τα πρώτα του βήματα μετρώντας απώλειες εχθρού και «φίλων», και οι πιο πρόσφατοι στις αρχές της δεκαετίας του 1980, με την αείμνηστη Μελίνα Μερκούρη επικεφαλής μιας εκστρατείας που συγκίνησε ολόκληρη την ανθρωπότητα, πλην Βρετανών, δυστυχώς.
Από το πλήθος των εγγράφων που είναι αδύνατον για την οικονομία του χώρου να μνημονευθούν έστω και δι΄ απλής μνείας στο παρόν άρθρο σταχυολογείται εν έτει 1925 εκείνο της πρεσβείας Λονδίνου (ΑΠ 1141, 17 Απριλίου 1925) με το οποίο ο επιτετραμμένος της ζητούσε από την Κεντρική Υπηρεσία «λεπτομερή στοιχεία περί των σχετικών προς την αναστήλωσιν του Παρθενώνος μελετών και σχεδίων» προκειμένου να εφοδιάσει τον διάσημο γλύπτη της εποχής Courtney Ρollock «ίνα δυνηθή να αποδείξη εις τους αντιδρώντας κατά της αποδόσεως εις την Ελλάδα των εν λόγω κειμηλίων διά περαιτέρω αρθρογραφίας (σ.σ.: είχε προηγηθεί επιστολή του Ρollock στους «Τimes» του Λονδίνου) ότι η μελετωμένη εν Ελλάδι εργασία είναι σοβαρά και τοιαύτη ώστε να μην εκτεθώσιν εις τον κίνδυνον καταστροφής επιστρεφόμενα ημίν ενδεχομένως τα εν λόγω ανάγλυφα».
Σημειωτέον ότι στο επί δεκαετίες ως σχεδόν πρόσφατα επαναλαμβανόμενο επιχείρημα της βρετανικής πλευράς ότι τα Γλυπτά του Παρθενώνα που αφήρεσε ο Ελγιν διέτρεχαν κίνδυνο να καταστραφούν αν επιστραφούν στην Ελλάδα από αδιαφορία των ελληνικών αρχών ή τη μόλυνση της ατμόσφαιρας που επικρατεί στην Αθήνα (που πάντως δεν είναι μεγαλύτερη από εκείνη του Λονδίνου), η καλύτερη απάντηση που δόθηκε ποτέ είναι εκείνη του βρετανού ιστορικού Κρίστοφερ Χίτσενς, ο οποίος υπέμνησε στη διεθνή κοινότητα σε σχετική μονογραφία του, που κυκλοφόρησε το 1998 και είναι ιστορικά τεκμηριωμένη, ότι όταν οι Τούρκοι κατέλαβαν τον λόφο της Ακροπόλεως και οχυρώθηκαν πολιορκούμενοι από τους Ελληνες, οι τελευταίοι είναι εκείνοι που τους εφοδίαζαν με δικές τους σφαίρες προκειμένου να εμποδίσουν τους οθωμανούς κατακτητές να καταστρέψουν τον Παρθενώνα, αφαιρώντας από τους κίονες τον μόλυβδο που τους στήριζε για να τον λιώσουν και να τον κάνουν σφαίρες.
Πρώτη σοβαρή συζήτηση για το θέμα στη Βουλή των Κοινοτήτων έγινε τη δεκαετία του 1950. Με έγγραφό του (ΑΠ 17878/Α, 17 Νοεμβρίου) το υπουργείο Τύπου και Πληροφοριών ενημέρωνε το ΥΠΕΞ για την επιστολή του διευθυντή του Γραφείου Τύπου Λονδίνου Α. Πάλλη, πληρεξουσίου υπουργού, προς τον βρετανό βουλευτή Σνόου μετά τον πύρρινο λόγο που εξεφώνησε στις 24 Οκτωβρίου του ιδίου έτους υπέρ της επιστροφής τουλάχιστον της μιας Καρυάτιδος του Ερεχθείου. «… Παρήλθον 150 έτη» ανέφερε μεταξύ άλλων στην ομιλία του ο βρετανός βουλευτής «αφ΄ ότου η έκτη αύτη γυνή (ενν. την Καρυάτιδα) απεσπάσθη από την λίθινην συναδελφότητα του Ερεχθείου. Νομίζω ότι είναι περίπου καιρός διά να αποδοθή. Η δυστυχής Κόρη απέκαμεν εγκεκλεισμένη εν τω Βρετανικώ Μουσείω. Είναι καιρός να αποδοθή εις το ευήλιον κλίμα της Ελλάδος».
Εξαιρετικά δραματική τροπή εμφανίζεται να παίρνει η αλληλογραφία μεταξύ πρεσβείας Λονδίνου και Κεντρικής Υπηρεσίας ΥΠΕΞ κατά τα έτη 1962-1965, όταν οι ελληνοβρετανικές σχέσεις λόγω Κυπριακού δυσχεραίνονται και οι εν Λονδίνω πρέσβεις, κατά σειρά Γ. Σεφεριάδης (Γ. Σεφέρης), Μ. Μελάς και Δ. Νικολαρεΐζης, εισηγούνται τη μη ανακίνηση του ζητήματος επιστροφής των Ελγινείων, παρά το θετικό κλίμα που δημιουργούσε, σύμφωνα με απόρρητη προς τον Αλέξανδρο Αργυρόπουλο, Πρόεδρο, υπουργό, επιστολή ιδιώτη ονόματι Κωνσταντίνου Νικολούδη που εδραστηριοποιείτο στον χώρο του τουρισμού.
Ο Νικολούδης πληροφορούσε τον Α. Αργυρόπουλο ότι χάρη σε καλές επαφές που διέθετε με επώνυμα δικηγορικά γραφεία στο Σίτι του Λονδίνου «επληροφορείτο περί μιας πολιτικής κινήσεως που είχε τεθεί σε εφαρμογή μεταξύ Εργατικών και Συντηρητικώνπροκειμένου να εγερθή ζήτημα επιστροφής των Ελγινείων υφ΄ ενός αγνώστου βουλευτού», του οποίου δεν κατέγραφε το όνομα αλλά ανέφερε απλώς ως «back-bencher» του Εργατικού Κόμματος, «… και τούτο διά να ψηφίσουν υπέρ του Νομοσχεδίου και όλοι οι Συντηρητικοί Βουλευταί, οίτινες συμφωνούν με την ιδέαν, αλλ΄ οίτινες θα κατεψήφιζαν βεβαίως την πρότασιν εάν ένας γνωστός πολιτικός των αντίπαλος την είχε προτείνει» σημείωνε ο Νικολούδης, συμπληρώνοντας πως «λόγω του ότι επέμειναν όλοι ότι το σχέδιον πρέπει να παραμείνη μυστικόν και διότι ένας back-bencher δεν θα ήτο εις θέσιν να γνωρίζη όλην την ιστορίαν των Ελγινείων Μαρμάρων, μου εζήτησαν να προετοιμάσω ένα memorandum και να το εγχειρίσω εις τον κύριον Goodman (σ.σ.: δικηγόρο της ομώνυμης δικηγορικής φίρμας του Λονδίνου)». Ωστόσο στην ίδια επιστολή προς τον έλληνα ΥΠΕΞ ο Νικολούδης έγραφε μεταξύ άλλων απελπισμένος πως, επιστρέφοντας από τις ΗΠΑ στο Λονδίνο, «επεσκέφθην και πάλιν την 25ην Φεβρουαρίου τον Κύριον Πρέσβην και εζήτησα να μάθω εάν ήτο έτοιμον το memorandum. O Κύριος Νικολαρεΐζης μου είπεν τα ακόλουθα: 1. Οτι θεωρεί πως η επιστροφή των Μαρμάρων είναι αδύνατη και θα ήτο σκόπιμον να μην ανακινήσωμεν το θέμα. 2. Οτι ο πρώην εν Λονδίνω Πρέσβης κ. Μελάς εθεώρει το ζήτημα κλειστόν και είχεν γράψει σχετικήν αναφοράν περί τούτου εις το Βασιλικόν Υπουργείον Εξωτερικών, την οποίαν και μου επέδειξεν. 3. Οτι εάν ο Βουλευτής του Εργατικού Κόμματος (σ.σ.: ο backbencher) χρειάζεται στοιχεία δύναται κάλλιστα να τα εύρη εις την… εγκυκλοπαίδειαν!».
Το Κυπριακό και η εμπιστευτική έκθεση του Γ. Σεφέρη
Επιφυλακτική ήταν η στάση του Γ. Σεφεριάδη (Γ. Σεφέρης) ως προς την ανακίνηση του ζητήματος επιστροφής των Ελγινείων. Σε εμπιστευτική τρισέλιδη έκθεσή του τον Ιούνιο του 1962 έγραφε μετά την επίθεση που δέχθηκε διά του ελληνικού Τύπου ότι «ενομιμοποίησε την αγγλικήν ληστείαν» ως εκ της αποδοχής της προσκλήσεώς του να παρευρεθεί στα εγκαίνια της νέας πτέρυγας του Βρετανικού Μουσείου που προοριζόταν «διά την στέγασιν των Γλυπτών του Παρθενώνος, άτινα αποκαλούνται “Ελγίνεια Μάρμαρα”». Και συνέχιζε: «Η αποστολή μου ενταύθα λήγει εντός ολίγων εβδομάδων, κύριος σκοπός της οποίας, κατόπιν των Συμφωνιών της Ζυρίχης και του Λονδίνου, ήτο η ανασύνδεσις των τραυματισθεισών λόγω του Κυπριακού αγγλοελληνικών σχέσεων. Δεν νομίζω κατά συνέπειαν ότι η παρούσα στιγμήν είναι η κατάλληλος διά την έγερσιν ετέρας αγγλοελληνικής διαμάχης, ούτε ημπορώ να προΐδω πότε η Β. Κυβέρνησις θα κρίνη ότι επήλθεν η κατάλληλος στιγμή» (ΑΠ 3041/ΣΤ/2).
Ενώ όμως τον Μάιο του 1961 σε επερώτηση του βουλευτή Νόελ Μπέικερ προς τον πρωθυπουργό Χ. Μακ Μίλαν αν ο τελευταίος είχε συζητήσει με την ελληνική κυβέρνηση το ζήτημα επιστροφής των Ελγινείων ο τελευταίος έδινε αρνητική απάντηση ότι «τα Μάρμαρα του Ελγιν διατηρούνται καλύτερον εις το Βρετανικόν Μουσείον παρά επί της Ακροπόλεως» (ΑΠ 2630/ΣΤ/2-Γ/Λ), πιο ρηξικέλευθη, ιταμή και ελάχιστα διπλωματική ήταν η απάντηση του Εργατικού πρωθυπουργού Χ. Γουίλσον στην επερώτηση του βουλευτή Χάμλιγκ κατά πόσον ήταν στις προθέσεις του να εισαγάγει προς ψήφιση σχετική νομοθεσία για την επιστροφή των Ελγινείων στην Ελλάδα, πλην άλλων, και ως ένδειξη γενναιοφροσύνης απέναντι στη χώρα που τα δημιούργησε και η Βρετανία έβλαψε, «ενδεδυμένη έναν αλλόκοτο μανδύα πολιτιστικού ιμπεριαλισμού, χαρακτηριστικό του 19ου αιώνος». Ο Γουίλσον είχε απαντήσει: «Είμαι και εγώ υπέρ των γενναιοφρόνων πράξεων. Η Βρετανία όμως δεν πρόκειται να επιστρέψει ποτέ τα Ελγίνεια…».
Πηγή: Το Βήμα, Φ. Τομαή, 21/6/09