Oι συλλογές αρχαιοτήτων φθάνουν στο τέλος τους. Τα μεγάλα μουσεία του κόσμου θα πάψουν να ανανεώνονται. Οι ιδιωτικές συλλογές θα εκλείψουν, το ίδιο και οι πωλητές αρχαίων έργων τέχνης. Έτσι ένα σύστημα, ένας κόσμος ολόκληρος, που άνθησε από τον 19ο αιώνα, πρόκειται να καταρρεύσει. Καταστροφολογικές προβλέψεις για το μέλλον διατυπωμένες από τους διευθυντές των μεγαλυτέρων αμερικανικών μουσείων, που στοχεύουν στην εγρήγορση της κοινής γνώμης των Ηνωμένων Πολιτειών και της Βρετανίας, δευτερευόντως και της Γαλλίας, προκειμένου να οργανωθεί συστράτευση υπέρ τους. Ένας δημόσιος επιστημονικός διάλογος με αρθρογραφία στα μεγαλύτερα έντυπα του κόσμου, βιβλία και συζητήσεις θέτουν επιμόνως τα ζητήματα του ρόλου των μουσείων σήμερα και στο μέλλον, της εμπορίας αρχαιοτήτων και, ακόμη βαθύτερα, της ιδιοκτησίας τους. Το ερώτημα σε ποιον ανήκουν οι αρχαιότητες διατυπώνεται με νέα ζέση, ενώ επιχειρήματα αντλούνται από την κοινωνιολογία, την ιστορία, την πολιτική. Πρόκειται για μια διαμάχη που αυτή τη στιγμή βρίσκεται στο στάδιο της αντεπίθεσης εκ μέρους των μουσείων, ύστερα από το πλήγμα των τελευταίων ετών που δέχθηκαν ορισμένα αμερικανικά υποχρεούμενα σε επιστροφή στις χώρες προέλευσης αρχαιοτήτων οι οποίες ήταν προϊόντα αρχαιοκαπηλίας και παράνομης διακίνησης.

Μια νέα πολιτική

Η συζήτηση γίνεται σε υψηλό επίπεδο με όλα τα θέματα ανοικτά αλλά με προδιαγεγραμμένο στόχο: Την απόδειξη ότι η διακίνηση αρχαιοτήτων δεν είναι παράνομη. Και ότι οι χώρες οι οποίες έχουν αρχαιολογικούς θησαυρούς θα πρέπει να ενδώσουν στο εμπόριό τους. Κυρίως όμως οι συγγραφείς που καταθέτουν αυτές τις απόψεις απευθύνονται στους διεθνείς οργανισμούς προκειμένου να πειστούν- και δι΄ αυτών τα κράτη-μέλη τους- ότι οι ισχύοντες νόμοι που προστατεύουν την πολιτιστική κληρονομιά θα πρέπει να καταργηθούν. Φυσικά υπάρχουν επιχειρήματα. Ορισμένα εκ των οποίων σοβαρά μέσα στη γενικότητά τους. Δύο βιβλία από τον ίδιο συγγραφέα, τον Τζέιμς Κούνο, διευθυντή του Ινστιτούτου Τεχνών του Σικάγου, με τίτλους «Σε ποιον ανήκουν τα αρχαία; Τα μουσεία και η διαμάχη γύρω από την αρχαία κληρονομιά» και «Τίνος είναι ο πολιτισμός; Η υπόσχεση των μουσείων και ο διάλογος για τις αρχαιότητες» (Εκδόσεις του Πανεπιστημίου του Πρίνστον), ήρθαν στην κατάλληλη στιγμή για να πυροδοτήσουν τη διαμάχη.

Με τον εξαιρετικά προσεγμένο ως προς τα σημαινόμενά του τίτλο «Σε ποιον θα έπρεπε να ανήκουν οι αρχαιότητες του κόσμου;» ο αρθρογράφος Χιου Ικιν τουΝew Υork Βook Review ήταν εκείνος που ανέλαβε τον ρόλο της δημοσιοποίησης των βιβλίων μέσω μιας διεξοδικής παρουσίασής τους. Αφορμή για την πρωτοφανή κινητοποίηση αποτέλεσε η απόφαση μεγάλων αμερικανικών μουσείων τον περασμένο Ιούνιο να υιοθετήσουν μια νέα πολιτική ως προς την απόκτηση αρχαιοτήτων: τον έλεγχο της προέλευσής τους και την επιβεβαίωση της νομιμότητάς τους.

Με άδειες αίθουσες

Η απόφαση υπήρξε βεβαίως αποτέλεσμα της πανωλεθρίας που υπέστησαν μεγάλα μουσεία επιστρέφοντας αρχαία σε χώρες κυρίως της Μεσογείου (Ιταλία, Ελλάδα, Αίγυπτος) καθώς οι συλλογές τους έχουν δημιουργηθεί με αρχαιότητες των περιοχών αυτών. Έτσι η απειλή ότι το Μητροπολιτικό Μουσείο της Νέας Υόρκης, το Βρετανικό Μουσείο ή το Λούβρο θα μπορούσαν να βρεθούν με άδειες αίθουσες- ακραία υπόθεση – ήταν ικανή για τη συγκρότηση ενός σκληρού πυρήνα υπεράσπισης της καθεστηκυίας τάξης.

Ως πρόσφατα, όπως αναφέρει ο Χιου Ικιν στο τετρασέλιδο άρθρο του, το εμπόριο αρχαιοτήτων ήταν ανεπιθύμητο, σύμφωνα με το διεθνές μορατόριουμ, μόνον για έργα που μόλις είχαν έρθει στο φως και είχαν διαρπαγεί ή εξαχθεί παράνομα από τη χώρα τους ή και τα δύο. Συνθήκη που άλλαξε άρδην μετά την απόφαση της UΝΕSCΟ να λάβει μέτρα προστασίας της πολιτιστικής κληρονομιάς των λαών επιβάλλοντας την επιστροφή αρχαιοτήτων στις χώρες προέλευσής τους, εφόσον έχουν εξαχθεί παράνομα ή είναι προϊόντα αρχαιοκαπηλίας μετά το 1970. (Για την Ελλάδα και την Αίγυπτο βέβαια το συγκεκριμένο χρονικό ορόσημο είναι πολύ μικρό.)

Πλουραλισμός

«Ήταν μια αλλαγή αδιανόητη ως πριν από πέντε χρόνια»σημειώνει με ένταση ο κ. Ικιν. Και πρώτες οι Ηνωμένες Πολιτείες βρέθηκαν αντιμέτωπες με τις διεθνείς αποφάσεις παρ΄ ότι πίστευαν πως ήταν δυνατόν να τις ξεπεράσουν με κάποιους ελιγμούς. Ο ίδιος χαρακτηρίζει τα βιβλία του Κούνο ως μια ένθερμη επιχειρηματολογία υπέρ της διατήρησης των παγκόσμιων εγκυκλοπαιδικών μουσείων, με την έννοια όχι μόνον της συλλογής και έκθεσης έργων τέχνης από κάθε περιοχή του κόσμου αλλά και της προβολής του πολιτιστικού πλουραλισμού. Επικαλείται μάλιστα τις θέσεις του Νιλ Μακ Γκρέγκορ, διευθυντή του Βρετανικού Μουσείου, ο οποίος στο δοκίμιό του «Τίνος είναι ο πολιτισμός;» ανάγει την τέχνη στο μέσον για τη δημιουργία ενός νέου πολίτη του κόσμου.

Η πίστη στον ρόλο των εγκυκλοπαιδικών μουσείων αποτελεί σαφώς το ισχυρότερο «χαρτί» του Κούνο. Γιατί επιτυγχάνουν, όπως λέει, την κατανόηση του πολιτισμού στην εξέλιξή του ως ενός ρέοντος, ευμετάβλητου σύμπαντος, που διαρκώς αλλάζει επηρεασμένο από νέα και παράξενα πράγματα, στοιχεία της ποικιλομορφίας του ανθρώπινου γένους. Υπενθυμίζει λοιπόν ότι ιδρύματα όπως τα μουσεία επικεντρώνουν το ενδιαφέρον τους σε παλαιούς πολιτισμούς ζητώντας από τους επισκέπτες να σεβαστούν την αξία των άλλων. Παράλληλα αναζητούν τα στοιχεία εκείνα που συνδέουν διαφορετικούς πολιτισμούς μεταξύ τους.

Καταγγελίες λεηλασίας

Το γεγονός ότι στο παρελθόν τα μουσεία μπορούσαν να αψηφήσουν τις καταγγελίες αρχαιολόγων ή και κυβερνήσεων ότι η πολιτική της οργάνωσης των συλλογών τους υποκινεί τη λεηλασία των αρχαιολογικών χώρων φαίνεται πάντως απολύτως θεμιτό για τον Κούνο. Όπως και η κοινή δήλωση που υπέγραψαν το 2003 οι διευθυντές μεγάλων μουσείων της Βρετανίας, της Γαλλίας, των ΗΠΑ κ.ά. υπερασπιζόμενοι τη σπουδαιότητα των ιδρυμάτων τους και λαμβάνοντας θέση εναντίον εκείνων που επιθυμούν την επιστροφή πολιτιστικών αγαθών στις χώρες προέλευσής τους.

Πιθανόν όμως αυτό να συνέβη ακριβώς γιατί γνώριζαν τι επρόκειτο να επακολουθήσει. Το 2003, όπως αναφέρει ο Χιου Ικιν, δικαστήριο της Νέας Υόρκης χρησιμοποίησε έναν αιγυπτιακό νόμο περί κυριότητας για να καταδικάσει τον Φρέντερικ Σουλτς, πρόεδρο του Εθνικού Οργανισμού Εμπόρων Αρχαιοτήτων και Παραδοσιακής Τέχνης, για τη διακίνηση κλεμμένων έργων τέχνης. Την ίδια περίπου εποχή η λεηλασία του Μουσείου της Βαγδάτης οδήγησε σε εξονυχιστικές έρευνες στις ΗΠΑ για το διεθνές εμπόριο αρχαιοτήτων.

Κι έπειτα ήρθε μία υπόθεση που αφορά και την Ελλάδα. Τον Απρίλιο του 2005 η Μάριον Τρου, επιμελήτρια αρχαιοτήτων στο Μουσείο Γκετί, παραπέμφθηκε στη Ρώμη ως μέλος συνωμοσίας για τη διακίνηση ιταλικών αρχαιοτήτων. Παράμετρος αυτής της υπόθεσης υπήρξε η συγκρότηση στοιχείων και για ελληνικές αρχαιότητες, παράνομα ευρισκόμενες στο Γκετί, με την ευτυχή κατάληξη που όλοι γνωρίζουμε, της επιστροφής τους στην Ελλάδα. Όσον αφορά την Ιταλία, το Μητροπολιτικό Μουσείο της Νέας Υόρκης, το Μουσείο Καλών Τεχνών της Βοστώνης, το Γκετί, το Μουσείο Τέχνης του Πρίνστον και το Μουσείο Τεχνών του Κλίβελαντ αναγκάστηκαν να παραδώσουν στη Ρώμη τις αρχαιότητες που είχαν αποκτήσει μέσω δικτύου αρχαιοκαπήλων και αρχαιοπωλών.

Οι εξελίξεις δεν ήταν καθόλου καλές για τους Αμερικανούς. Ο Κούνο όμως επιμένει:«Η πραγματική λύση για τα αμερικανικά μουσεία δεν είναι η διαφοροποίηση της πολιτικής τους ως προς την απόκτηση αρχαιοτήτων. Βρίσκεται στα χέρια των ξένων κυβερνήσεων, που πρέπει να εγκαταλείψουν τους παραπλανημένους νόμους τους» λέει.

Αφεση αμαρτιών

Έχοντας υποστεί επί αιώνες τη διαρπαγή του πολιτιστικού πλούτου της,η Ελλάδα καλείται με βάση τη λογική των λεγομένων μεγάλων «εγκυκλοπαιδικών» μουσείων του κόσμου να δώσει άφεση αμαρτιών- κάτι που έχει γίνει πάντως στον μεγαλύτερο βαθμό αναφορικά με το παρελθόν- στους διαπράξαντες αδικήματα εναντίον της πολιτιστικής κληρονομιάς της. Ζητείται επίσης η ανοχή της στο ζήτημα της διακίνησης πολιτιστικών αγαθών κι ας είναι προϊόντα αρχαιοκαπηλίας. Αλλά και κάτι ακόμη, ειρωνικό: Θα πρέπει να χαίρεται που ελληνικές αρχαιότητες βρίσκονται στο Βρετανικό Μουσείο ή στο Λούβρο, για παράδειγμα, αντί στην ίδια. Διότι κατά την αντίληψη του συγγραφέα των βιβλίων, στο Βρετανικό Μουσείο θαυμάζουν πολύ περισσότεροι επισκέπτες τα Γλυπτά του Παρθενώνα από όσους αν αυτά βρίσκονταν στην Αθήνα.

Ασφαλώς πρόκειται για χιλιοειπωμένο επιχείρημα – πρώτα από το ίδιο το Βρετανικό Μουσείο και τους διευθυντές του-, διάτρητο για πολλούς λόγους και για έναν ιδιαίτερο: την απροκάλυπτη παραδοχή μιας ιμπεριαλιστικής αντίληψης η οποία δεν αποδέχεται το δικαίωμα της κυριότητας των λαών όσον αφορά την κληρονομιά τους.

Παράλειψη άλλωστε η οποία γεννά ερωτήματα είναι η μη αναφορά στα ελληνικά αιτήματα και στο μέγα εξ αυτών, της επιστροφής των Γλυπτών του Παρθενώνα στην Αθήνα. Αλλά ούτε και όταν δίνονται παραδείγματα χωρών που προβάλλουν πολιτιστικούς θησαυρούς λαών οι οποίοι προϋπήρξαν στα εδάφη που εκείνοι τώρα κατέχουν, με συγκεκριμένη αναφορά στην Τουρκία, στους Χεττίτες και στους Κούρδους, επισημαίνεται η ύπαρξη ελληνικών αρχαιοτήτων ακόμη και στα βάθη της Ανατολίας.

Παρ΄ όλα αυτά είναι πολλές οι περιπτώσεις που ο συγγραφέας αμφισβητεί την ιστορική σχέση που μπορεί να έχουν ορισμένοι σύγχρονοι λαοί με τους αρχαίους πολιτισμούς που εκθέτουν στα μουσεία τους. Ετρουσκικά αγγεία, όπως λέει, ορίζονται ως ιταλικά. Σουμεριακά αντικείμενα ως ιρακινά. Χιττιτικά κοσμήματα ως τουρκικά. Πολλές αρχαιολογικές χώρες, όπως λέει, έχουν εθνικά μουσεία των οποίων η αποστολή έγκειται στη χρησιμοποίηση των αρχαιοτήτων που βρέθηκαν εντός των σύγχρονων συνόρων τους για τη δημιουργία μιας πλαστής εθνικής μυθολογίας. Πράγμα αληθές. Χωρίς όμως αυτό να σημαίνει ότι μόνον τα αμερικανικά ή άλλα μεγάλα μουσεία θα…σώσουν τον κόσμο από«τις χειρότερες μορφές του εθνικισμού»,κατά τη δική του διατύπωση.

«Γνωρίζω ότι το εθνικό συναίσθημα παράγει ωραία μουσική, ποίηση και έργα τέχνης. Αλλά όλα αυτά σχετίζονται με ιδεολογίες που βασίζονται στον φόβο και στο μίσος εναντίον των άλλων και έχουν συχνά ρατσιστικά γνωρίσματα»ισχυρίζεται ο Τζέιμς Κούνο. Εδώ μπορεί κανείς να ανακαλύψει τι κρύβεται πίσω από τον διάλογο που άνοιξε, αλλά και πόσο αποφασισμένοι είναι κάποιοι να μην παραδώσουν τα όπλα εύκολα.

Πηγή: Το Βήμα, Μ. Θερμού, 17/5/09