Για τέταρτη χρονιά, μια διεθνής αρχαιολογική ομάδα με έδρα το Πανεπιστήμιο του Liverpool τελεί επιφανειακή έρευνα στο χώρο όπου άνθισε το διάσημο χαρέμι του Miwer, στο Fayum της Αιγύπτου.
Τι ήταν ένα Αιγυπτιακό χαρέμι; Από τι αποτελούνταν, πως λειτουργούσε και τι εξυπηρετούσε; Τα ερωτήματα αυτά σκοπεύει να απαντήσει η αρχαιολογική ομάδα με επικεφαλής τον Ian Shaw, καθηγητή Αιγυπτιακής Αρχαιολογίας στο Πανεπιστήμιο του Liverpool.
Γραπτές πηγές, αλλά και εικονογραφικά τεκμήρια, κυρίως από το Νέο Βασίλειο (περ. 1650-1100 π.Χ.), διασώζουν την ιδέα του «χαρεμιού», βασιλικού ιδρύματος που είχε το διττό ρόλο του ιδιωτικού χώρου στέγασης της πολυπληθούς βασιλικής οικογένειας, αλλά και του μεγάλου ιδρύματος που λειτουργούσε ως οικονομικό, βιοτεχνικό και καλλιτεχνικό κέντρο. Διοικητικά και οικονομικά έγγραφα μας παραδίδουν ότι τα χαρέμια ήταν περισσότερα από ένα, έδρευαν σε διαφορετικά μέρη και αντιπροσώπευαν μεγάλες διοικητικές και οικονομικές μονάδες, οι οποίες όμως αποτελούσαν τμήμα της βασιλικής περιουσίας. Στις πηγές είναι ξεχωριστές οι αναφορές στο «χαρέμι του Miwer», το οποίο βρισκόταν στην περιοχή του Fayoum.
Πολύ νωρίς, η Αιγυπτιολογική έρευνα ταύτισε την τοποθεσία του Miwer με την περιοχή Medinet el-Gurob, κοντά στο Fayoum. H θέση χαρακτηρίζεται από ίχνη θεμελίων του κεντρικού κτίσματος του χαρεμιού, το οποίο περιστοιχιζόταν από συστάδες τάφων καθώς και τμήματα κλιβάνων για την κατεργασία υαλόμαζας. Μέχρι σήμερα η έρευνα έχει φέρει στο φώς άφθονα αντικείμενα αξίας από τη θέση, αλλά έχει επιτύχει ελάχιστα στο να καταδείξει τους ιδιαίτερους τρόπους με τους οποίους λειτουργούσε η κοινότητα του Miwer.
Το κενό αυτό σκοπεύει να γεφυρώσει η έρευνα του Δρα. Shaw, η οποία προσδιορίζει και καταγράφει χρόνο με το χρόνο το ρόλο και την εξέλιξη των διαφόρων χώρων του χαρεμιού – οικιστικών, βιοτεχνικών και ταφικών. Ένας βασικός στόχος του ερευνητικού προγράμματος είναι η λεπτομερής χαρτογράφηση της περιοχής σε συνδυασμό με χρήση GIS, με απώτερο σκοπό τη σήμανση των διαφορετικών σημείων εύρεσης αντικειμένων (οστράκων, μικροαντικειμένων, εργαλείων κλπ.) στον τελικό διαδραστικό χάρτη. Παράλληλα επιδιώκεται και ο σχηματισμός ενός corpus της κεραμεικής του χώρου με σκοπό την ευρύτερη κατανόηση των λειτουργιών του χαρεμιού, του χρονολογικού ορίζοντα του χώρου και της τεχνολογικής εξέλιξης, των εξωτερικών συναλλαγών κλπ. Τέλος, η εφαρμογή μεθόδων γεωφυσικής έρευνας, δορυφορικών φωτογραφιών, δειγματοληπτικών γεωτρήσεων και μαγνητομέτρησης στοχεύει να συμβάλλει στην κατανόηση της αρχιτεκτονικής του χαρεμιού και των περιβαλλοντικών συνθηκών που ενδεχομένως επηρέασαν την εξέλιξη του χώρου.
Η ανασκαφική περίοδος του 2009 έμελλε να είναι ιδιαίτερα σημαντική για την εξέλιξη του προγράμματος. Η επιφανειακή έρευνα στην ταφική περιοχή της θέσης επέτρεψε τη χαρτογράφηση περίπου εκατό επιπλέον τάφων, ενώ τα αποθέματα οστράκων, χρονολογούμενα κατά 95% στο Νέο Βασίλειο, περιελάμβαναν εκτός από Αιγυπτιακή χρηστική κεραμική, Μυκηναϊκά και Χαναναϊκά δείγματα. Κατά την περίοδο αυτήν εντοπίστηκε ένας εντυπωσιακός αριθμός 492 μικροαντικειμένων, μεταξύ των οποίων ένα σκαραβοειδές από φαγεντιανή σε σχήμα πάπιας εγγεγραμμένου με το ιερογλυφικό σύμβολο “sa”, ένα πλήρες φυλακτό σχήματος Αιγυπτιακού «ματιού του Ώρου» (wedjat), διακοσμημένες πλίνθοι από υαλόμαζα, και τμήματα κεραμικών ειδωλίων του τύπου της «γυναίκας σε κλίνη» καθώς και του «τραχύ Μυκηναϊκού» τύπου.
Όλα τα ευρήματα επιβεβαιώνουν το χαρακτήρα του χώρου ως οικιστικό και βιοτεχνικό κέντρο του Νέου Βασιλείου, ενώ τα πλούσια αποθέματα κεραμικής επιτρέπουν πλέον τη σύγκριση με ομάδες από παρόμοιους χώρους, όπως η Tell el-Amarna και η Μέμφιδα. Ας ευχηθούμε το υποδειγματικό αυτό πρόγραμμα να συνεχίσει να μας εκπλήσσει με τις σύγχρονες μεθόδους έρευνας και την ακρίβεια των πορισμάτων του.

Z.Ξ.