Σε αντίθεση με τις σύγχρονες αντιλήψεις καταγραφής του ετήσιου χρόνου και εφαρμογής του ημερολογίου, οι αρχαίοι Έλληνες δεν έκαναν χρήση ενός πανελλήνιου ετήσιου λειτουργικού κειμένου, το οποίο να ρυθμίζει την καθημερινή θρησκευτική και πολιτικοκοινωνική ζωή στο σύνολό της.
Η διάρθρωση του ετήσιου χρόνου στην αρχαία Ελλάδα χαρακτηρίζεται από την εφαρμογή κοινών μεταξύ των πόλεων πρακτικών (υιοθέτηση του σεληνο-ηλιακού ημερολογίου, εφαρμογή εμβόλιμων μηνών) που εξασφάλιζαν, κατά τον Πλάτωνα, τη διευθέτηση της «τάξης» -δηλαδή της τακτοποίησης «των ημερών σε μήνες και των μηνών σε χρόνια»- με σκοπό κυρίως την εξίσωση του εορτασμού των λατρευτικών πράξεων με συγκεκριμένες εποχές του έτους.
Αυτά επισήμανε στο ΑΠΕ-ΜΠΕ η Σοφία Κραβαρίτου, αρχαιολόγος – διδάκτωρ Θρησκευτικής Ανθρωπολογίας του Πανεπιστημίου της Σορβόννης και διδάκτωρ της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας του Πανεπιστημίου της Λωζάννης, η οποία εργάζεται σήμερα στο Αρχαιολογικό Ινστιτούτο Θεσσαλικών Σπουδών (με έδρα στο Βόλο), με αφορμή διάλεξή της στο πλαίσιο εκδήλωσης του Φιλολογικού, Ιστορικού, Λογοτεχνικού Συνδέσμου Φ.Ι.Λ.Ο.Σ.
Μάλιστα, σύμφωνα με την ίδια, η οργάνωση της καθημερινής θρησκευτικής και πολιτικής πραγματικότητας στην αρχαία Ελλάδα χαρακτηρίζεται από δύο παραμέτρους: α) τη διαφοροποίηση των ονομάτων των μηνών από πόλη σε πόλη, την ύπαρξη ενός μεγάλου αριθμού τοπικών εορτών με αναφορά σε τοπικούς ήρωες και τοπικά ιστορικά γεγονότα που μέσω της ετήσιας ανακύκλωσής τους τονίζουν την ιδιαιτερότητα κάθε πόλης ή κοινότητας και β) τις διαρκείς αλλαγές και εμβολές νέων δεδομένων ανάλογα με την εκάστοτε ιστορική περίοδο. Σε αυτά προστίθενται, επίσης, ανορθόδοξες παρεμβολές στην κανονική ροή του χρόνου που επιβάλλονταν από τις εκάστοτε κοινωνικοπολιτικές συνθήκες.
Ειδικότερα, όπως αναφέρει η κ. Κραβαρίτου, οι Έλληνες υιοθέτησαν το σεληνο-ηλιακό «ημερολόγιο» και έκαναν χρήση διαφόρων συστημάτων πρόσθεσης εμβόλιμων μηνών στη διάρκεια ενός κανονικού έτους (διητερίς, τετραετηρίς ή πενταετηρίς, οκταετηρίς και εννεακαιδεκαετηρίς), για να πετύχουν την αντιστοιχία των 12 σεληνιακών μηνών με ένα ηλιακό έτος (365, 242 ημέρες) ή με ένα πλήρη κύκλο των εποχών.
H σταθεροποίηση αυτής της αντιστοιχίας θα εξασφάλιζε κατ΄ επέκταση τη σταθερή σχέση των εορτών με τις εποχές.
Συνολικά, γνωρίζουμε πάνω από 130 τοπικά ονόματα μηνών και επιπλέον τις διαλεκτικές παραλλαγές τους, που συνήθως αποτελούσαν παράγωγα των ονομάτων των εορτών ή των θεϊκών επιθέτων και αντιστοιχούσαν σε ξεχωριστές πόλεις.
Oι εμβόλιμοι μήνες έπαιρναν συνήθως ένα από τα υπόλοιπα ονόματα με την πρόσθετη ένδειξη- «δεύτερος», «ύστερος» ή, όπως συμβαίνει στη Θεσσαλία, με την ένδειξη «εμβόλιμος».
Όπως επισημαίνει η κ. Κραβαρίτου, ο πρώτος μήνας κάθε έτους συνέπιπτε με το θερινό (π.χ. Aθήνα) ή το χειμερινό ηλιοστάσιο (π.χ. Δήλος), και με την εαρινή (π.χ. Δελφοί) ή τη φθινοπωρινή ισημερία (π.χ. Άργος).
Παράλληλα με το σεληνιακό μήνα, που χαρακτηρίζεται από τα επιγραφικά κείμενα ως «μήν κατά θεόν» ή «μήν κατά Σελήνην», η οργάνωση του ετήσιου χρόνου γινόταν επίσης με βάση τη θητεία των πολιτικών αρχόντων (π.χ. αττική οργάνωση και διαίρεση του ετήσιου χρόνου σε πρυτανείες) και σε αυτή την περίπτωση ο μήνας ονομάζονταν «μήν κατ΄ άρχονταν».
Tα διαφορετικά δε αυτά συστήματα ονομασίας και οργάνωσης του ετήσιου χρόνου λειτουργούσαν παράλληλα στην καθημερινή πραγματικότητα κάθε πόλης, όπως παράλληλα λειτουργούσε και η θρησκευτική με την πολιτική της έκφραση.
Ωστόσο, σύμφωνα με την Ελληνίδα επιστήμονα, τα παραπάνω στοιχεία που αντιπροσωπεύουν την «τάξη» με την οποία διευθετούνταν κατά τον Πλάτωνα ο κυκλικός θρησκευτικός χρόνος στην Αρχαία Ελλάδα, έρχονται σε αντίθεση με τον Aριστοφάνη, ο οποίος επικαλείται δυσαρέσκεια των θεών -μεταξύ των οποίων και της Σελήνης- λόγω της άτακτης οργάνωσης των εορτών.
Η ίδια σημειώνει πως διέφερε στην αρχαιότητα και η αντιστοιχία μεταξύ ομώνυμων μηνών διαφορετικών πόλεων. Για παράδειγμα, εάν στον 5ο αι. π.X. ο αττικός Eλαφηβολιών (Mάρτιος/Aπρίλιος) αντιστοιχούσε στον σπαρτιατικό Aρτεμίσιο, ο Aρτεμισιώνας της Δήλου αντιστοιχούσε στον αττικό Mουνυχιώνα (Aπρίλιο/Mάϊο).
Όμως, παρ΄ όλη την αναντιστοιχεία, παρατηρείται ότι και οι δύο ομώνυμοι μήνες Aρτεμίσιος και Aρτεμισιών αποτελούν ανοιξιάτικους μήνες, γεγονός που δικαιολογεί και την πρόταση του Θουκυδίδη.
Kατά την ελληνιστική όμως εποχή και έπειτα από άπειρες αλλαγές της ροής του κυκλικού χρόνου, οι ομώνυμοι μήνες διαφορετικών πόλεων μπορούσαν να ανήκουν σε διαφορετικές εποχές του έτους.
Η κ. Κραβαρίτου δεν παραλείπει να αναφέρει πως η οργάνωση του αρχαίου κυκλικού χρόνου-που βρισκόταν σε στενή συνάρτηση με το γεωγραφικό χώρο, αλλά και με το ιστορικό του πλαίσιο- επηρεαζόταν σαφέστατα από τα κοινωνικο-πολιτικά γεγονότα κάθε περιοχής.
Πολιτικοκοινωνικά φαινόμενα επηρέαζαν εμφανώς τον εορτασμό κάποιων εορτών, αλλά και τη σχέση τους με τα πρωταρχικά γεγονότα σε ανάμνηση των οποίων τελούνταν. Πολλά από τα πρωταρχικά αυτά γεγονότα, επισημαίνει, χάνονταν στο παρελθόν, στις αρχές δηλαδή της ιστορίας κάθε κοινότητας και ο ετήσιος εορτασμός τους ή η κατάργησή τους συνέβαλαν στη διαφύλαξη ή στη διατάραξη της ιστορικής μνήμης των τοπικών πληθυσμών.
Ο συνοικισμός, για παράδειγμα, των πόλεων της Μυκόνου έγινε τον 2ο αιώνα π.X., χωρίς παρεμβολή ξένης δύναμης και χωρίς να αλλάξουν τα ονόματα των μηνών, ούτε οι τοπικές λατρείες ηρώων και αρχηγετών, που παρέπεμπαν σε μυθικά γεγονότα του παρελθόντος, τα οποία συντηρούσαν την ιστορική μνήμη αυτών των φιλικά διακείμενων μεταξύ τους πόλεων.
Αντίθετα, ο τύραννος Διόνυσος των Συρακουσών, όταν κατέλαβε τον 4ο αιώνα π.X. τη Σικελική Νάξο άλλαξε τα Ιονικά ονόματα των μηνών σε Δωρικά, και μετονόμασε την πόλη σε Ταυρομένιο, προσπαθώντας να ανακατευθύνει την ιστορική της μνήμη.
Aλλά και οι Mακεδόνες, στο θεσσαλικό χώρο, αφού άλλαξαν ριζικά τα ονόματα των μηνών των μαγνητικών πόλεων, αφενός διατήρησαν και εξωράισαν παλιές λατρείες που ευνοούσαν τη συνοχή του συνοικισμένου πληθυσμού, αφετέρου δε ίδρυσαν τη λατρεία των νέων αρχηγετών και κτιστών του συνοικισμού, γεγονός στο οποίο αντιτίθεται με ψήφισμά του ο μαγνητικός δήμος των Ιωλκίων, αποδεικνύοντας περίτρανα το ρόλο του «ημερολογίου» στη δημιουργία αλλά και στη διαφύλαξη της ιστορικής συνείδησης, καταλήγει η αρχαιολόγος.
Πηγή: Το Βήμα, 13/4/09