Ο χρόνος του επάνω στη γη ήταν λίγος. Ίσα ίσα που θα είχε πρόλαβε να ξεκόψει από το γάλα της μάνας του κι ακόμη θα νανουριζόταν στην αγκαλιά της, όταν κάποιος από τους ολύμπιους θεούς το ζήλεψε και το πήρε κοντά του. Μπορεί να φανταστεί κανείς τον πόνο της κι ας έχουν περάσει από τότε πάνω από 2.700 χρόνια. Κάποια πράγματα δεν αλλάζουν. Κι όχι μόνον τα συναισθήματα αλλά και οι συνήθειες. Όπως τα θήλαστρα, που από τα αρχαία χρόνια είχαν εφευρεθεί για να τρέφονται τα βρέφη, μόνον που τότε τα συνόδευαν και στον θάνατο, όταν αυτός ερχόταν τόσο νωρίς. Ένα τέτοιο, πήλινο θήλαστρο μαζί με τρία άλλα αγγεία, που είχαν εναποτεθεί ως προσφορά επάνω στη μικρή λάρνακα με την ταφή ενός βρέφους, αντίκρισε η αρχαιολόγος Μαρία Γιαννοπούλου κατά την ανασκαφή που μόλις ολοκληρώθηκε στο αρχαίο νεκροταφείο της Τροιζήνας.
Στις αρχές του 7ου αιώνα π.Χ. χρονολογείται το εύρημα και δεν ήταν το μόνο που είχε σχέση με παιδιά. Επρόκειτο για εποχές άλλωστε κατά τις οποίες η θνησιμότητα νεογνών και παιδιών ήταν τεράστια, ιδιαίτερα κτερίσματα λοιπόν, παιχνίδια συνήθως, τα ακολουθούσαν στην ταφή. Και στην Τροιζήνα του ήρωα και ιδρυτή της Αθήνας Θησέα αλλά και του γιου του Ιππόλυτου, που η ιστορία του συνδέθηκε με εκείνη της μητριάς του, της Φαίδρας – μύθο που επεξεργάστηκε δραματουργικά ο Ευριπίδης- όχι μόνον οι μικρές ιστορίες των ανθρώπων αλλά και ολόκληρης της πόλης αποκαλύπτονται από τις ανασκαφές στα νεκροταφεία της.
Μια καθιστή πλαγγόνα (κούκλα με κινητά μέλη), δύο φτερωτοί Έρωτες, ο ένας από τους οποίους αναπαριστάνεται ως παιδική μορφή, τυλιγμένος με ιμάτιο και ο άλλος ως γυμνός έφηβος, δύο επίσης γυναικεία ειδώλια χορευτριών με ζωηρή κίνηση, δύο ογκώδεις σιδερένιοι δακτύλιοι, κάποια αγγεία αλλά και δύο ακόμη θήλαστρα ήρθαν στο φως σε μια άλλη παιδική ταφή της Τροιζήνας, που χρονολογήθηκε στους Ελληνιστικούς χρόνους. Ήταν ένας εγχυτρισμός, ταφή δηλαδή σε πίθο, ο οποίος μάλιστα είχε επιδιορθωθεί με μολύβδινους συνδέσμους, όπως γινόταν συχνά στην αρχαιότητα. Δύο ακόμη ταφές παιδιών, η μία από τα τέλη του 8ου αιώνα π.Χ. και η άλλη του 7ου αιώνα π.Χ., βρέθηκαν κτερισμένες και αυτές με μικρά αγγεία.
Τα ευρήματα
«Προέρχονται από το ανατολικό νεκροταφείο της Τροιζήνας, όπου φαίνεται ότι η ταφική δραστηριότητα αρχίζει από την Πρωτογεωμετρική εποχή, όπως αποδεικνύεται από έναν εγχυτρισμό σε γραπτό αμφορέα του 10ου αιώνα π.Χ.και φθάνει ως την Ελληνιστική» λέει η κυρία Γιαννοπούλου. Τα ευρήματά της παρουσίασε η ίδια προ ολίγων ημερών στο Μουσείο Κυκλαδικής Τέχνης στο πλαίσιο των επιστημονικών ανακοινώσεων της ΚΣΤ΄ Εφορείας Αρχαιοτήτων στην οποία υπηρετεί υπό την έφορο Έφη Λυγκούρη.
Ανατολικά και δυτικά της αρχαίας πόλης εκτείνονταν τα νεκροταφεία της σε μια αγροτική περιοχή, τότε και σήμερα, με το μαλακό έδαφος στις όχθες των ποταμών να ευνοεί στη δημιουργία οργανωμένων και συστηματικών νεκροπόλεων. Στις πρόσφατες ανασκαφές της Εφορείας ήρθαν στο φως συνολικά δεκαπέντε ταφές όλων των ειδών (κιβωτιόσχημοι, κεραμοσκεπείς, εγχυτρισμοί, σε λάκκο, καύση, σε λάρνακα και σε πίθο) αλλά και ένας μαρμάρινος ταφικός περίβολος του 4ου αιώνα π.Χ. Και όπως οι ανασκαφές στα νεκροταφεία δίνουν τις αρτιότερες πληροφορίες για τη ζωή των ανθρώπων, την κοινωνική τους τάξη, τα έθιμα και τη θρησκευτική τους πίστη ακόμη και σε βάθος χιλιετιών, έτσι και σε αυτή την περίπτωση μιλούν για τους αρχαίους Τροιζήνιους.
Τα χάλκινα
Ιδιαίτερα εντυπωσιακά ήταν τα ευρήματα τριών από τους τάφους που περιείχαν χάλκινα αντικείμενα, όπως κάτοπτρα, κώδωνες με σιδερένιο κρουστήρα, έναν κάνθαρο, έναν επιχρυσωμένο δακτύλιο, αλλά και σιδερένιες στλεγγίδες, σιδερένιες αιχμές βελών, επίσης μια μολύβδινη πυξίδα και πολλά αγγεία, όπως αυτό που έχει τη μορφή κεφαλής αγοριού.
«Τα χάλκινα αγγεία και σκεύη από τους κλασικούς και τους πρώιμους ελληνιστικούς τάφους της Τροιζήνας είναι μικρού μεγέθους και σχετίζονται με το σερβίρισμα και την πόση του οίνου» λέει η κυρία Γιαννοπούλου.
«Όσο για τους χάλκινους κώδωνες μαζί με χάλκινα αγγεία, μπορούν να θεωρηθούν ως χθόνια αντικείμενα, καθώς θεωρείται ότι σχετίζονται με τη διονυσιακή λατρεία» προσθέτει.
Η παρουσία πολλών χάλκινων αντικειμένων εξάλλου και μάλιστα εξαιρετικής ποιότητας θεωρείται από την ίδια ότι ίσως υποδηλώνει την παρουσία τοπικών εργαστηρίων μεταλλοτεχνίας.
Υπόθεση που ενισχύεται από την ανεύρεση απορρίμματος χύτευσης χαλκού στην επίχωση μιας δεξαμενής των ρωμαϊκών χρόνων. Συμπερασματικά λοιπόν, και όπως λέει πάντα η αρχαιολόγος, στην αρχαία Τροιζήνα υπήρχε διαχρονικά μια κλειστή, συντηρητική κοινωνία αγροτικού χαρακτήρα, χωρίς μεγάλη εμπορική δραστηριότητα.
Η πόλη
«Πρόκειται για μια πόλη του ελληνικού κόσμου που άκμασε κατά μεγάλες περιόδους, ενώ σε άλλες έπεσε σε δευτερεύοντα ρόλο επισκιασμένη από μεγαλύτερα κέντρα. Είναι βέβαιο εξάλλου ότι διέθετε μια οικονομικά εύρωστη τάξη, η οποία επιδείκνυε τον πλούτο της και συμμετείχε σε πανελλήνιους αθλητικούς αγώνες» επισημαίνει.
Τις ανάγκες μάλιστα αυτής της τάξης εξυπηρετούσε η δημιουργία τοπικού κέντρου παραγωγής χάλκινων αγγείων, τα οποία ήταν δημοφιλή ως κτερίσματα για δύο τουλάχιστον αιώνες.
Η πρώτη αναφορά του ονόματος της Τροιζήνας εντοπίζεται στην Ιλιάδα, στον «Κατάλογο των νηών», ενώ από τον Ηρόδοτο είναι γνωστή η δραστηριότητά της στους Περσικούς Πολέμους αφού εκτός από τη συμμετοχή της στη ναυμαχία της Σαλαμίνας, παρείχε και άσυλο στις γυναίκες και τα παιδιά των Αθηναίων. Τον επόμενο χρόνο εξάλλου, το 479 π.Χ., πήρε μέρος και στη μάχη των Πλαταιών με χίλιους οπλίτες.
Στα δυτικά του σημερινού οικισμού εκτείνεται η αρχαία πόλη που είχε τείχη, ακρόπολη, αγορά και πολλά ιερά με εξαιρετικά ευρήματα τα οποία φυλάσσονται στο Αρχαιολογικό Μουσείο Πόρου αλλά και στο Εθνικό Αρχαιολογικό. Επισκέψιμο αρχαιολογικό χώρο αποτελεί σήμερα το ιερό του Ιππόλυτου, μετά την απαλλοτρίωση της περιοχής ενώ με πρωτοβουλία της κυρίας Λυγκούρη έχει προταθεί στο ΥΠΠΟ μελέτη για την προστασία και την ανάδειξή του.
Πηγή: Το Βήμα, Μ. Θερμού, 5/4/09