Το εύρημα είναι μόλις λίγων ημερών και έρχεται να ανατρέψει την εικόνα που υπήρχε ως σήμερα σχετικά με την αρχιτεκτονική των αρχαίων ελληνικών θεάτρων. Στη Μεσσήνη του 3ου αιώνα π.Χ. βρέθηκε η απόδειξη ότι στον ελλαδικό χώρο υπήρχαν θέατρα με κινητή σκηνή. Μία τεράστια κατασκευή που χρησιμοποιούνταν μόνον όταν υπήρχαν παραστάσεις, διαφορετικά αποσυρόταν- κυριολεκτικώς- ως την επόμενη χρήση της. «Η γενική εντύπωση ως τώρα ήταν ότι η κινητή σκηνή είχε εμφανιστεί για πρώτη φορά στο θέατρο της Πομπηίας,τον 1ο αιώνα μ.Χ.,και από εκεί οι Ρωμαίοι μετέφεραν την ιδέα στις περιοχές που κατέκτησαν. Στην πραγματικότητα όμως συνέβη το αντίθετο. Αυτό το είδος της σκηνής πρωτοεμφανίστηκε στην Ελλάδα όπου το γνώρισαν οι Ρωμαίοι και το υιοθέτησαν» λέει ο καθηγητής Πέτρος Θέμελης. Ανασκαφέας της Μεσσήνης και ήδη αναστηλωτής πολλών μνημείων της, αρχίζει αυτή την εποχή την αποκατάσταση και του θεάτρου της αρχαίας πόλης, της μοναδικής στον ελλαδικό χώρο που σώζεται σε τόσο καλή κατάσταση. Οσο για το θέατρο, η αναστήλωσή του μπορεί να επιτρέψει τη χρήση του για σύγχρονες παραστάσεις.
Τρεις παράλληλες λίθινες αύλακες, οι οποίες ήρθαν στο φως μπροστά από την κολοσσιαία σκηνή που έκτισαν αιώνες αργότερα (2ος αιώνας μ.Χ.) οι Ρωμαίοι, έδωσαν την εντυπωσιακή πληροφορία. Είναι οι αύλακες υποδοχής των τροχών της κινητής σκηνής (και μαζί τού προσκηνίου), η οποία όταν δίνονταν παραστάσεις συρόταν μπροστά από την ορχήστρα του θεάτρου. Κατά τον ίδιο τρόπο η σκηνή έφευγε μετά την παράσταση και αποθηκευόταν στη σκηνοθήκη, μία κλειστή αποθήκη δηλαδή, η οποία ήταν κτισμένη μπροστά από την ανατολική πάροδο του θεάτρου.
Κατασκευασμένη από μέταλλο και ξύλο με τεράστιες διαστάσεις (περίπου 5 μέτρα ύψος και περί τα 16 μήκος), η κινητή σκηνή υπήρξε μία από τις εφευρέσεις που οι αρχαίοι Έλληνες επινόησαν για το θέατρο και τη λειτουργία του. «Ήταν σαν μία μεγάλη σκαλωσιά, η οποία προς την πλευρά της ορχήστρας ήταν επενδυμένη με ξύλο ή και ύφασμα ενώ από πάνω υπήρχαν κεραμίδια. Στην πρόσθια όψη άλλωστε υπήρχε η ζωγραφική απεικόνιση ενός μεγάλου οικοδομήματος. Επρόκειτο δηλαδή στην ουσία για τη σκηνική αναπαράσταση ανακτόρου μπροστά από το οποίο εξελισσόταν η θεατρική πράξη» λέει ο Π.Θέμελης.
Το προσκήνιο, το οποίο ήταν ενσωματωμένο σε αυτή την κατασκευή, ήταν μικρότερο σε ύψος- έφθανε τα 2 μέτρα- και όγκο, και είχε ζωγραφικούς πίνακες που άλλαζαν ανάλογα με το θέμα του έργου.
Η ανάγκη
Οι λόγοι της δημιουργίας κινητής σκηνής αντί μονίμου κτίσματος δεν είναι απολύτως εξακριβωμένοι, αν και ο κ. Θέμελης θεωρεί ως πιθανότερη εξήγηση την ανάγκη ύπαρξης ελεύθερου χώρου μπροστά από το κοίλον του θεάτρου για την παρακολούθηση τελετών (για παράδειγμα μύησης των νέων) ή για πολιτικές συγκεντρώσεις. «Πήγμα», που σημαίνει μία όχι μόνιμη κατασκευή, ονομαζόταν αυτή η σκηνή στην αρχαιότητα- εξ ου σήμερα και η λέξη παράπηγμα-, ενώ οι Ρωμαίοι την αποκαλούσαν pegma ή scena ducilis.
Ενας γερμανός αρχιτέκτονας, ο Χάινριχ Μπούλε, ήταν ο πρώτος που υποστήριξε, το 1937, ότι είχε βρει ίχνη από αύλακες στο αρχαίο θέατρο της Σπάρτης. Ουδείς από την επιστημονική κοινότητα όμως τον πίστεψε, αφού όλοι ήταν βέβαιοι ότι επρόκειτο για πολύ μεταγενέστερη ιδέα. Αντίστοιχα ο εντοπισμός σκηνοθήκης στο θέατρο της Μεγαλόπολης δεν συνοδεύθηκε από την αποκάλυψη και αυλάκων για να στοιχειοθετείται το γεγονός.
Το λατομείο
Στη Μεσσήνη οι ανασκαφικές εργασίες συνεχίζονται για την πλήρη αποκάλυψη των αυλάκων και της ανατολικής παρόδου του θεάτρου, όπου βρίσκεται η σκηνοθήκη, ώστε να αρχίσει το αναστηλωτικό έργο. Στο πλαίσιο τριετούς προγράμματος που ήδη άρχισε με επιχορήγηση του Ιδρύματος Σταύρος Νιάρχος, ο κ. Θέμελης καλείται να αναστηλώσει τις παρόδους και το κοίλον του θεάτρου, καθώς και ένα τμήμα του προσκηνίου, ενώ θα γίνει στήριξη του αναλήμματος, το οποίο συγκρατεί το θέατρο. Ένα «λατομείο» με πέτρα έτοιμη προς χρήση υπήρξε από τα πρώτα χριστιανικά χρόνια και για αιώνες στη συνέχεια το κοίλον του αρχαίου θεάτρου, το άνω διάζωμα του οποίου, το λεγόμενο επιθέατρο, έχει σχεδόν ολοκληρωτικά καταστραφεί. Αποξήλωναν τα εδώλια και μετέφεραν το υλικό τους με κάρα για να κτίσουν σπίτια και εκκλησίες, όπως λέει ο κ. Θέμελης. Την απόδειξη δίνει η παλαιοχριστιανική βασιλική πλησίον του θεάτρου, που είχε κατασκευαστεί από αρχαίο υλικό, αλλά και το πλήθος των οικιών της Βυζαντινής εποχής που κτίστηκαν επάνω στο τμήμα του επιθεάτρου με τη χρησιμοποίηση των εδωλίων για τη δόμησή τους. Τα εδώλια
Παρ΄ όλα αυτά περισσότερα από 1.000 εδώλια του κάτω διαζώματος έχουν διασωθεί και πρόκειται να τοποθετηθούν στη θέση τους. Ορισμένα από αυτά φέρουν χαραγμένες επιγραφές, μία από τις οποίες μάλιστα αναφέρει κάποιον απελεύθερο δούλο. Οι θρόνοι, τεράστιοι σε ύψος, ήταν πέντε, αλλά διασώζονται μόνον δύο- στην πλάτη του ενός έχει διατηρηθεί διακόσμηση με κεφαλάκια χήνας-, ενώ μπροστά τους υπάρχει λίθινο υποπόδιο. Μεταξύ των θρόνων εξάλλου ήταν τοποθετημένα αγάλματα, αλλά σήμερα διασώζονται τα βάθρα μόνον πέντε από αυτά. Να σημειωθεί ότι το κάτω κοίλον έχει 13 κερκίδες και 11 κλίμακες ανάμεσά τους.
Υπάρχει επίσης πολύ αρχαίο υλικό για την αναστήλωση των παρόδων, ενώ έχουν απομείνει και τεράστιοι ασβεστολιθικοί όγκοι, που είχαν χρησιμοποιηθεί για τη στήριξη του αναλήμματος, δίνοντας εικόνα φρουριακού τύπου.
Διασώθηκαν όμως και δεκάδες τμήματα κιόνων και κιονόκρανων της Ρωμαϊκής περιόδου που διακοσμούσαν την πρόσοψη του τοίχου της σκηνής, η οποία έμοιαζε με αυτή του Ηρωδείου, αν και σε μικρότερη κλίμακα, διαθέτοντας επίσης κόγχες για αγάλματα. Οι κίονες ήταν έξι και έφθαναν σε ύψος τριών ορόφων, έτσι που η σκηνή ξεπερνούσε τελικώς τα 12 μέτρα.
Τρία διαφορετικά είδη μαρμάρου είχαν χρησιμοποιηθεί εναλλάξ για τους κίονες, συγκεκριμένα γκριζόμαυρος γρανίτης εισηγμένος από την Αίγυπτο, τσιπολίνο (κόκκινο μάρμαρο με άσπρα νερά) από την Εύβοια και ένα τρίτο πολύχρωμο είδος, η προέλευση του οποίου αναζητείται. Στον πρώτο όροφο τα κιονόκρανα ήταν κορινθιακού τύπου, στον δεύτερο περγαμηνά (με φύλλα φοίνικα) και στον τρίτο ιωνικά.
Οι ναυμαχίες
Στις προθέσεις του Π.Θέμελη είναι, κατόπιν αυτών, η αποκατάσταση ενός τμήματος του τοίχου της ρωμαϊκής σκηνής με μία από τις κόγχες του, δύο ή τριών από τους κίονες που βρίσκονταν μπροστά του και τμήματος του παταριού του προσκηνίου που καταλήγει στην ορχήστρα. Ας ειπωθεί εδώ ότι το θέατρο είχε τρεις οικοδομικές φάσεις- η πρώτη με την κινητή σκηνή, τον 3ο αιώνα π.Χ., η δεύτερη με ένα μικρό προσκήνιο τον 1ο αιώνα μ.Χ. και η τρίτη τον 2ο αιώνα μ.Χ., όταν απέκτησε την κολοσσιαία σκηνή.
Σε αυτή την τελευταία φάση το θέατρο της Μεσσήνης, όπως όλα στον αυτοκρατορικό κόσμο, χρησιμοποιήθηκε και για μονομαχίες αλλά και «ναυμαχίες» (αναπαράσταση σκηνών μάχης στη θάλασσα με ηθοποιούς που μάχονταν μέσα στο νερό με το οποίο κατακλυζόταν η σκηνή σε ύψος μερικών εκατοστών). Για την προστασία των θεατών πάντως η σκηνή του θεάτρου περιβαλλόταν από κάποιο κιγκλίδωμα, όπως δείχνουν τα ευρήματα.
Πηγή: Το Βήμα, Μ.Θερμού, 15/3/09