«Τους άνδρες ανάμεσά σας θα σας έχει απασχολήσει σίγουρα αυτό το πρόβλημα (της θηλυκότητας). Δεν περιμένει κανείς το ίδιο και από τις γυναίκες, αυτές είναι οι ίδιες ένα αίνιγμα» . Οι λέξεις αυτές, οι οποίες θα μπορούσαν να ανήκουν σε αρχαίο σοφό, ειπώθηκαν από μια μεγάλη μορφή της νεότερης επιστήμης που έθεσε τις βάσεις της ψυχανάλυσης: τον Φρόιντ, φυσικά. Διότι το αίνιγμα, το οποίο και ο ίδιος προσπάθησε να λύσει, ζητεί απάντηση εδώ και μερικές χιλιετίες. Από τότε ακόμη που σε καθεστώς ολοκληρωτικής ανδροκρατίας οι γυναίκες βρίσκονταν απομονωμένες στον οίκο του συζύγου σε έναν γυναικωνίτη. Διότι ακόμη και τότε οι καλά προφυλαγμένες από αλλότρια βλέμματα και πιθανούς πειρασμούς γυναίκες αποτελούσαν ένα μυστήριο. Το ίδιο και τα ιδιαίτερα διαμερίσματά τους, εκεί όπου ζούσαν μεταξύ τους, ασκώντας ένα μεγάλο μέρος από τις δραστηριότητές τους. «Το πρώτο χαρακτηριστικό στο οποίο πρέπει να επιμείνουμε για να κατανοήσουμε τον γυναικωνίτη είναι η έννοια του διαχωρισμού» λέει ο ιστορικός και ειδικός στην αττική αγγειογραφία Φρανσουά Λισαράγκ, θέλοντας να ορίσει τους δύο διαφορετικούς κόσμους στην αρχαιότητα: Του άνδρα και της γυναίκας. Ακολούθως, πολλές ακόμη έννοιες απαιτούν ερμηνεία. Έργο το οποίο ανέλαβαν μαζί με τον Φρ. Λισαράγκ ο αρχαιολόγος και ιστορικός Πολ Βέιν και η ελληνίστρια Φρανσουάζ Φροντιζί-Ντικρού στην έρευνά τους γύρω από «Τα μυστήρια του γυναικωνίτη».
«Για την αρσενική ματιά ο κλειστός κόσμος των γυναικών ήταν πιο ερεθιστικός ακόμη και από τη συντροφιά τους. Το μυστήριο αυτού του μεγάλου «άλλου», που είναι η θηλυκότητα, γίνεται ακόμη μεγαλύτερο, προκειμένου για συζητήσεις που δεν μπορούμε να ακούσουμε» λέει ο Πολ Βέιν. Υπήρχε πράγματι, όμως, αυτός ο ιδιαίτερος χώρος; Αδιάψευστες εικόνες της ύπαρξής του σε κάθε αρχαίο σπίτι έχουν φθάσει ως σήμερα μέσα από τις παραστάσεις των αγγείων, πολύτιμη ούτως ή άλλως πηγή πληροφοριών για τη ζωή στην αρχαιότητα. Οι παραστάσεις εμφανίζονται κυρίως σε αγγεία που είχαν γυναικεία χρήση: στις υδρίες με τις οποίες μετέφεραν νερό από τη βρύση, στις πυξίδες που ήταν τα κουτιά των καλλυντικών ή των κοσμημάτων, στα μυροδοχεία, στα αλάβαστρα και στις ληκύθους.
Ο γάμος
Αντικείμενο της έρευνας όμως για τον γυναικωνίτη -μόλις εκδόθηκε από τις εκδόσεις Αλεξάνδρεια- αποτελεί η περίφημη τοιχογραφία των «Μυστηρίων» στην ομώνυμη ρωμαϊκή έπαυλη της Πομπηίας. Ένα εξαίρετο, αλλά και τεράστιο ζωγραφικό έργο το οποίο ως τώρα ερμηνευόταν ως μια θρησκευτική, τελετουργική σκηνή. Αλλά «το σωστό κλειδί για την ερμηνεία αυτής της σκηνής είναι ο γάμος» γράφει ο Πολ Βέιν. Ο ίδιος μάλιστα προτείνει έναν δικό του τίτλο για την τοιχογραφία: «Πρωινό πριν από τον γάμο στον γυναικωνίτη». Επειδή η εικόνα δείχνει κατά τη γνώμη του όσα συμβαίνουν στον γυναικωνίτη ένα πρωινό πριν από τον γάμο: Ένα μικρό αγόρι διαβάζει τους κλασικούς υπό το βλέμμα της μητέρας του, η οποία επιβλέπει ταυτόχρονα την κόρη της που στολίζεται πολυτελώς για τον επερχόμενο γάμο. Σε μια άλλη σκηνή η μητέρα αρωματίζει, χρησιμοποιώντας δοχεία και υδρίες, το νερό του γαμήλιου λουτρού. Στη μέση της παράστασης εισβάλλει ο Διόνυσος με την ερωμένη και σύζυγό του Αριάδνη και τη συνήθη ακολουθία Μαινάδων, Σιληνών και Σατύρων.
Η τοιχογραφία, όπως και η πλειονότητα των ζωγραφικών έργων της Πομπηίας, είναι πιστό αντίγραφο ενός χαμένου ελληνικού πρωτότυπου, έναν ή δύο αιώνες προγενέστερου. Επειδή ο ελληνιστικός πολιτισμός υπήρξε ο μεγάλος παγκόσμιος πολιτισμός της εποχής, όπως σημειώνει ο Πολ Βέιν, και τα αντίγραφα, πιστά ή όχι, ήταν αναπόσπαστο μέρος της τέχνης. «Παστός» λοιπόν ονομαζόταν στα ελληνικά η συμβολική αναπαράσταση σε τοιχογραφία (θα μπορούσε να είναι και υφαντό) την οποία κάποιος πλούσιος ανέθετε να ζωγραφίσουν στο σπίτι του για την ημέρα του γάμου, προκειμένου να τιμήσει την άφιξη της μνηστής του η οποία, εγκαταλείποντας τον μητρικό γυναικωνίτη οδηγούνταν με τελετουργική πομπή στην κατοικία του συζύγου της.
Τα μυστικά
Μια ζωή, όμως, περιορισμένη στον γυναικωνίτη παρέα με τις υπηρέτριες μπορεί να ήταν παράδεισος; Είναι σαφές πως όχι. Από την άλλη, βέβαιον είναι ότι οι γυναίκες δεν γνώριζαν πώς αλλιώς θα μπορούσε να είναι η ζωή τους (ή αν τη φαντάζονταν ποτέ δεν έφθασε αυτό ως εμάς). Στο πλαίσιο των δυνατοτήτων τους, όμως, έπρατταν ό, τι μπορούσαν ώστε η ζωή τους να είναι ευκολότερη και ωραιότερη. Όσο για τους άνδρες, απλώς αδιαφορούσαν. Το αντίθετο ακριβώς από τους καλλιτέχνες, οι οποίοι επιδίδονταν με αφοσίωση στην εξερεύνηση των μυστικών του γυναικωνίτη. Πώς αλλιώς θα «περιέγραφαν» τον γυναικείο κόσμο, αλλά και τον μυθικό κόσμο των θεαινών με πρώτη φυσικά την Αφροδίτη; Πόρτες και κίονες, κασέλες και κασετίνες, αγγεία και καθρέφτες, λύρα και αργαλειός, μαγικά αντικείμενα. Όλα αυτά όριζαν λοιπόν έναν συγκεκριμένο, καθαρά γυναικείο χώρο, στον οποίο κάποτε εμφανίζονται τα παιδιά αλλά μόνο κατ΄ εξαίρεση ο άνδρας.
Έτσι, η αρχαία τέχνη ήταν γεμάτη από κόσμους κατοικημένους από γυναίκες. Και όπως λέει ο Πολ Βέιλ, «ο γυναικωνίτης γίνεται ο συμβατικός τόπος όπου όμορφες και κομψές κυρίες με ανάλαφρα ενδύματα, που αξίζουν περισσότερο από τη γυμνότητα, συζητούν ή στολίζονται». Αλλού καθισμένες σε ένα κρεβάτι είναι απορροφημένες στη συζήτησή τους. Σε άλλη σκηνή συλλογίζονται με το δάχτυλο στο πηγούνι ενώ μια υπηρέτρια φέρνει εδέσματα ή ποτά επάνω σε δίσκο. Αλλού η υπόθεση μοιάζει σοβαρή: Μια γυναίκα κάθεται πάνω σε ένα μαξιλάρι και μια άλλη της μιλάει όρθια, χειρονομώντας. Και σε άλλη παράσταση μια γυναίκα ντυμένη με ροζ ένδυμα έχει αποσυρθεί στη σκιά ενός κήπου, όπου καθισμένη σε ένα σκαμνί έχει μείνει μόνη με τις σκέψεις της. Άλλωστε οι γυναίκες μεταξύ τους συνιστούν ένα μικρό αρμονικό βασίλειο, ευγενικό και κατευναστικό, και άρα πλησιέστερο στην ποίηση.
Ένα σύμπαν
Τι έκαναν, όμως, οι γυναίκες στον γυναικωνίτη; Ζούσαν περιχαρακωμένες στο αυστηρό θεσμικό πλαίσιο που είχε επιφυλάξει για αυτές η ανδροκρατούμενη κοινωνία με τη γέννηση και την ανατροφή των παιδιών, τη διοίκηση του οίκου και την οικιακή θρησκευτική λατρεία ως προτεραιότητές τους, αλλά και με διάφορες άλλες χρήσιμες ασχολίες όπως το γνέσιμο του μαλλιού και η ύφανση στον αργαλειό. Ο καλλωπισμός ήταν βασική προσωπική προτεραιότητα, τα παιχνίδια και η μουσική δεν αποκλείονταν, ενώ οι ερωτικές μαγείες φαίνεται ότι αποτελούσαν ένα σκοτεινό, πλην απαραίτητο συμπλήρωμα του βίου στον γυναικωνίτη.
Αυτό το γυναικείο σύμπαν ειδικά στην περίπτωση της προετοιμασίας ενός γάμου λαμβάνει ιδιαίτερη σημασία, καθώς η ομορφιά συμβαδίζει με την τελετουργία και τον εξαγνισμό του αποκαθαρμένου σώματος. Οι έλληνες συγγραφείς περιέγραφαν την πρώτη νύχτα του γάμου σαν μια ακολουθία απολαύσεων, ενώ οι καλλιτέχνες από την πλευρά τους εξήραν την αρετή για την οποία ήταν υπερήφανη η εποχή τους. Ωστόσο η αλήθεια είναι ότι στην αρχαία Ελλάδα κυριαρχούσε η ασυμμετρία ανάμεσα στην ανδρική επιθυμία και στη γυναικεία παθητικότητα. Και παρ΄ ότι η ελληνιστική τέχνη δεν αγνοεί τη γυναικεία ηδονή ή τη γυναικεία πρωτοβουλία, ωστόσο αυτά δεν ήταν ο κανόνας.
«Για τους Έλληνες ο έρωτας γεννιέται με τη θέαση του κάλλους» λέει η Φρανσουάζ Φροντιζί-Ντικρού, μιλώντας για «Το φύλο του βλέμματος». «Ο Πλάτωνας επιφορτίστηκε να περιγράψει εξονυχιστικά τον μηχανισμό του: ένα κύμα σωματιδίων ξεκινά από το ωραίο πρόσωπο, πλήττει τα μάτια του εραστή και διεισδύει ως την ψυχή του. Από εκεί βγαίνει ένα ερωτικό ρεύμα που επιστρέφει στο αντικείμενο του έρωτα και το φλογίζει με τη σειρά του. Ο Έρως είναι μεταδοτικός και μεταδίδεται με τα μάτια. Είναι σαν να έχει δεχθεί κανείς πόνο στα μάτια από κάποιον άλλον»…
Η πρώτη νύχτα
Η ελληνική κοινωνία δεν ήταν διόλου επιεικής απέναντι στη σκληρότητα και στον σαδισμό. Είναι ωστόσο γεγονός ότι τα κείμενα μιλούν ολοκάθαρα για τις κραυγές της νύφης και οι γράφοντες δεν έχουν αυταπάτες. Στην αρχαϊκή εποχή τουλάχιστον «τα κορίτσια τραγουδούν τον επιθαλάμιο ύμνο μπροστά στον νυφικό κοιτώνα για να μην ακούγεται η φωνή της νύφης όταν βιάζεται από τον σύζυγό της» όπως αναφέρει σαφώς ο Θεόκριτος.
«Από την άλλη, όμως, θα πρέπει να αναφερθεί ότι στον ελληνορωμαϊκό κόσμο ο βιασμός, ατομικός ή συλλογικός, δεν εξιστορείται ούτε αναπαρίσταται στη γλυπτική ως επιλήψιμη πράξη» λέει ο Πολ Βέιν. «Σάτυροι βιάζουν νύμφες, βοσκοί βοσκοπούλες και ομάδες εφήβων παραβιάζουν την πόρτα της τοπικής εταίρας. Βία που οι γυναίκες μετατρέπουν σε αιδώ, αλλά και σε γαργάλημα της φαντασίας .Διότι μια τίμια γυναίκα δεν θα έπρεπε ούτε να ζητεί ούτε να αποδέχεται. Και δεν πρέπει να υποχωρεί παρά μόνο τη στιγμή που αρχίζει ο εξαναγκασμός. Με δεδομένη τη θέση της γυναίκας στην Ελλάδα το μόνο μέσο που διέθετε μια τίμια Αθηναία για να ονειρεύεται σαγηνευτικούς παράνομους έρωτες ήταν να υποθέτει ότι εξαναγκάζεται με τη σωματική βία και συνεπώς αθωώνεται. Διότι στη φαντασία τα πάντα είναι αθώα και δελεαστικά» προσθέτει ο γάλλος ιστορικός.
Ένα παράδειγμα προσφέρει ο ρωμαίος ποιητής Μαρτιάλης, περιγράφοντας τον επίλογο της πρώτης νύχτας του γάμου: «Η Κλεοπάτρα είχε μόλις υποστεί το πρώτο της αγκάλιασμα και ήταν ακόμη θυμωμένη με τον σύζυγό της. Πήγε και βυθίστηκε στο καθαρό νερό της δεξαμενής, ξεφεύγοντας έτσι από τους εναγκαλισμούς του. Αλλά τα νερά πρόδωσαν αυτή που έκρυβαν, γιατί έκαναν ακόμη μεγαλύτερη τη λάμψη της. (…) Βούτηξα μέσα και βυθίστηκα και, δίνοντας μάχη, άρπαξα τα φιλιά από το στόμα της, χωρίς να καταφέρω περισσότερα γιατί υπήρχαν μάρτυρες: τα διάφανα νερά».
Πηγή: Το Βήμα, Μ. Θερμού, 28/12/08