Ακόμη και το έδαφος κάτω από τους αρχαίους ναούς στην Ελλάδα ήταν «ιερό». Αυτό πρεσβεύει νέα έρευνα από τον καθηγητή Γεωλογίας στο Πανεπιστήμιο του Όρεγκον, Γκρέγκορι Ρίταλακ, ο οποίος θεωρεί ότι το χώμα επάνω στο οποίο εδράζονταν τα κτίρια είχε ειδική σημασία που σχετιζόταν με τη λατρεία του θεού στον οποίο ήταν αφιερωμένος ο ναός. Και, όπως σημειώνει, αυτό θα μπορούσε να εξηγήσει γιατί ο Όμηρος και ο Πλάτων αναφέρονται στα κείμενά τους σε «ιερό χώμα» και σε χώμα το οποίο θα μπορούσε να επηρεάσει την ψυχή. Αλλά και κάτι ακόμη: έτσι εξηγείται ο τρόπος επιλογής των θέσεων στις οποίες ιδρύονταν τα ιερά.
«Οι τοποθεσίες για την ανέγερση των ναών επιλέγονταν για να τιμήσουν τη θεότητα αλλά και τις προσδοκίες των ανθρώπων από αυτήν, οι οποίες με τη σειρά τους είχαν διαμορφωθεί από την οικονομική βάση των θρησκειών και των τελετουργιών» λέει ο Γκ. Ρίταλακ. Ο ίδιος πήρε δείγματα εδάφους από 84 ελληνικούς ναούς χρονολογούμενους από την Κλασική Εποχή (από το 490 ως το 338 π.Χ.) και με βάση τις αναλύσεις τις οποίες έκανε δημιούργησε ένα προφίλ με την ονομασία των εδαφών, τα χαρακτηριστικά τους και πώς θα μπορούσαν να έχουν χρησιμοποιηθεί μέσα στον χρόνο.
Η άμεση σύνδεση του εδάφους με τη μυθολογία η οποία είχε αναπτυχθεί γύρω από τη θεότητα που λατρευόταν στον ναό υπήρξε η πρώτη και καθοριστική παρατήρηση του επιστήμονα. Κτίρια αφιερωμένα στην Αθηνά και στον Δία είχαν ιδρυθεί σε εδάφη ακροπόλεων γιατί, όπως εξηγεί ο ίδιος, «πρόκειται για θεότητες κοινωνιών με πολεμιστές και οι ναοί τους ήταν κατά κύριο λόγο επάνω ή πλησίον λόφων, τους οποίους μπορούσαν να υπερασπισθούν εύκολα, ενώ σε αυτούς υπάρχουν πάντα αποδείξεις προγενέστερης εγκατάστασης».
Ναοί αφιερωμένοι στην Άρτεμη και στον Απόλλωνα ανεγείρονταν σε κυνηγετικές περιοχές. Ιερά της Ήρας και του Ερμή ιδρύονταν επάνω σε αργιλώδη εδάφη, όπου τα χώματα είναι πλούσια και κατάλληλα για την εκτροφή βοοειδών. Τα ιερά της Δήμητρας και του Διονύσου εξάλλου βρέθηκαν σε εύφορα εδάφη, όπως είναι γνωστό, οι δύο αυτές θεότητες σχετίζονταν με την καλλιέργεια της γης και ειδικότερα των σιτηρών και της αμπέλου. Μεγάλα αγροτεμάχια όμως φαίνεται να έχουν μεγαλύτερη σχέση με την Εστία, τον Ήφαιστο και τον Άρη. Ο Ποσειδώνας και η Αφροδίτη, από την άλλη, θεότητες που συνδέονται με τη θάλασσα, είχαν τα ιερά τους σε άγονα εδάφη, πλησίον όμως αλιευτικών καταφυγίων. Όσο για τον άρχοντα του Κάτω Κόσμου, τον Άδη, και τη βασίλισσά του Περσεφόνη λατρεύονταν σε βαθιά, σκοτεινά σπήλαια. Ο Γκ. Ρίταλακ ανατρέχει στα συγγράμματα των πρώτων ελλήνων ιστορικών μέσα από τα οποία γίνεται φανερό ότι «οι θρησκευτικοί χώροι προηγούνταν της ανέγερσης ναών για πολλούς αιώνες με υπαίθριες τελετές οι οποίες οδήγησαν στην κατασκευή ναών, ξύλινων αρχικώς, που στη συνέχεια αντικαταστάθηκαν από μαρμάρινους, αναδεικνύοντας τον πλούτο και το κύρος των πόλεων της Κλασικής Εποχής» όπως λέει.
Οι αρχαίοι Έλληνες όμως χρησιμοποιούσαν και τα φυσικά φαινόμενα προκειμένου να ενισχύσουν τις πνευματικές τους εμπειρίες. Είναι γνωστό έτσι ότι ο ναός του Απόλλωνα στους Δελφούς ήταν ιδρυμένος «επάνω σε ρήγμα του εδάφους από όπου αναδύονταν ατμοί υδρογονανθράκων, που ήταν σε θέση να φέρουν σε κατάσταση ύπνωσης την Πυθία, ιέρεια του Απόλλωνα», όπως υπενθυμίζει. Ομοίως διατηρημένα απολιθώματα αμμωνίτη στον περίβολο του ιερού του Απόλλωνα, της Άρτεμης και του Ασκληπιού στην Επίδαυρο δημιουργούν το σχήμα φιδιού υπενθυμίζοντας στους πιστούς ότι η ίαση θα επιτυγχανόταν κατά τη διάρκεια της «εγκοίμησης» από τον θεό μεταμορφωμένο σε όφι.
Πηγή: Το Βήμα, Μ. Θερμού, 3/1/09